ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΚΗΠΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
O χρόνος, ο χαζορολογάς, τα ρολόγια μ' όλα έχει χαλάσει. Ένα μόνο ρολόι που χτυπάει τικ-τάκ

είν' η καρδιά μου, που μετράει την αγάπη που πετάει στα όνειρά μου.

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣE ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΕΝΤΩΣΟΥ, Ω ΨΥΧΗ ΜΟΥ, Ν' ΑΨΗΛΩΣΕΙΣ ΤΡΕΙΣ ΠΟΝΤΟΥΣ,ΚΑΛΟΤΥΧΗ!







Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

ΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ

ΤΟ ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟ

Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα μάινα»
Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές
Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο
κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό
Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς
Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο
Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε
Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!

ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ-ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ-ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
Επίγραμμα

Πριν απ' τα μάτια μου είσουν φως,
πριν απ' τον έρωτα Έρωτας,
κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα.



Η οπτικοποίηση του ποιήματος του Ελύτη έγινε από την Κατερίνα Προκοπίου για το μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α΄ Γυμνασίου


Το Τραγούδι του Ποιητή
 (Οδυσσέα Ελύτη)

Πρώτη φορά σ’ενός νησιού τα χώματα
Δύο του Νοεμβρίου ξημερώματα
Βγήκα να δω τον κόσμο και μετάνιωσα
Τα “ζόρικα” που λεν αμέσως τα ‘νιωσα.
Μύνες εννέα πριν την πρώτη μέρα μου
Δούλευα για το σπέρμα του πατέρα μου
Και πεντακόσιους τρείς κατά συνέχεια
Μετά – για την ψευτιά και την ανέχεια.
Δύσκολο δύσκολο της γης το πέρασμα
Και να μη βγαίνει καν ένα συμπέρασμα.
Μέσα στον εαυτό μου τόσο κρύφθηκα
Που μήτε ο ίδιος δεν τον αντελήφθηκα.
Ώσπου μια μέρα το ‘φερε η περίσταση
Κι αγάπησα χωρίς καμιάν αντίσταση
Αλλά και στην προσπάθεια την ελάσσονα
Πάντοτε βρε παιδια μου τα θαλάσσωνα
Πρώτον διότι κυνηγούσα το ‘Απιαστο
Και δεύτερον γιατ’ήμουν είδος ‘Αμοιαστο.
Εφ’ ω και αφού την τύχη μου σιχτίρισα
Πίσω στον εαυτό μου ξαναγύρισα.

Ο Αύγουστος" Ποίηση Οδυσσέας Ελύτης, σύνθεση Μιχάλης Τρανουδάκης. Τραγουδά ο Βασίλης Γισδάκης, ενορχηστρώνει και παίζει πιάνο ο Τάσος Καρακατσάνης και κιθάρα η Στέλλα Κυπραίου.

Ο ΗΛΙΟΣ
(απόσπασμα από το Ήλιος Ηλιάτορας)

Όμορφη και παράξενη πατρίδα
Ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα
Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά
Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται
Κάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατά
Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα
Μπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους
Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί
Να λείψουν απ' τη μέση τους δοξολογεί.

Ελύτης απαγγέλει Ελύτη



Χοροπηδώντας στον Ήλιο

Στη μνήμη του ηλιάτορα Οδυσσέα Ελύτη.

Έλα Ήλιε μου, χαρά μου,
Ήλιε , ηλιάτορά μου,
έλα έμπα στην καρδιά μου ,
Ήλιε, ηλιάτορά μου.

Έλα λύσε την ψυχή μου
ηλιαχτίδα μου χρυσή μου,
φώτιζ’ όλη τη ζωή μου
ηλιαχτίδα μου, χρυσή μου.

Γίνε θάρρος του κορμιού μου
Ήλιε συ του ουρανού μου,
ζέσταινε βαθιά το νου μου,
Ήλιε του καλοκαιριού μου.

Μέσα εκεί
στη φυλακή
των άστρων των απείρων,
είσ’ η αυγή
και η πηγή
και φάος των ονείρων!
Ήλιε μου, Ήλιε μου,
Ήλιε μου λαμπρέ μου.
Ήλιε μου, Ηλιάτορα,
Απόλλωνα, Θεέ μου!
ΑΡΙΣΤΟΚΛΗ ΚΑΡΣΟΥΡΗ
Από τη συλλογή
"ΕΙΚΟΣΙ ΥΠΟΡΧΗΜΑΤΑ ΧΑΡΑΣ"

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ-ΙΟΥΛΙΤΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ


Το μονόγραμμα


Ι.
Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο
Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός
Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.
ΙΙ.
Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική
Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά
Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.
ΙΙΙ.
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.
ΙV.
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
Είμ’εγώ,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,μ’ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς
Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς
Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες
Τών Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς
Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.
V.
Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό
Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι
Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά
Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης
Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή
Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
 Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια
Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.
VI.
Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας
Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί
Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !
Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !
VII.
Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα
Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.

Οδυσσέας Ελύτης <<ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ>>
ΝΙΚΟΣ ΞΥΔΑΚΗΣ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ

ΑΣΗΜΟΚΑΠΝΙΣΜΕΝΗ

ἄστερες ,ὲν ἀμφὶ κάλαν σελάνναν ἂψ

ἀπυκρύπτοισι φάεννον εἶδος ὄπποτα

πλήθοισα μάλιστα λάμπηι γᾶν ~

ἀργυρία.
ΣΑΠΦΩ


κι ὅσ' ἄστρα γύρω βρίσκονται στὴν ἔκπα

γλη σελήνη παρευθὺς τὸ φωτεινὸ τους πρό

σωπο κρύβουν κάθε φορὰ ποὺ ἐκείνη ὁλόγιο

μη καταλάμπει τὴ γῆ τὴ σκοτεινὴ ἀνεβαί

νοντας ~ ἀσημοκαπνισμένη.


Μεταφρ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ



ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΠΠΑ-ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΙΜΑΤΑ-ΕΛΥΤΗΣ


Όλα όσα κέρδισα

….ωϊ, λαγγεύω σαν σε βλέπω,
λιγώνομαι και θέλω
του έρωτος τα ηφαιστειακά
κατάλοιπα να πιω, τη λάβα,
αχ,αχ,αχ, να σου δαγκώσω
τις εξέχουσες απ’ το χιτώνα σου
στρογγυλές σου βελόνες,
να σε χαϊδέψω στο τρίγωνο
των Βερμούδων σου,
γλώσσα επί γλώσσης,
σάρκα επί σαρκός,
ο ουρανός να ξερνά ενέργεια
εκείνη την ώρα,
ο μέσα μας εγκέλαδος
να ταρακουνήσει τα κορμιά,
ρίχτερ εννιά
και να σε βλέπω νηνεμούσα μετά,
σαν τη λάβα να πήζεις
υπέροχη αιχμαλωσία της όρασης
απ’ το γυμνό σου,
γυμνή ελευθερία του αχαλίνωτου
δαίμονα,
ευδαιμονούσα ψυχή
σε λιωμένο σίδερο σώμα.
Τον πλούτο που μου χαρίζεις
να παίρνω και να φωνάζω
περήφανα:
« Έϊ, Εβραίοι…
Όλα όσα κέρδισα,
απ’ τον έρωτα πηγάζουν!».


ΑΡΙΣΤΟΚΛΗ ΚΑΡΣΟΥΡΗ
Από τη συλλογή
"ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ"

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

ΧΟΡΩΔΙΑ ΛΑΜΙΑΣ-ΒΟΤΣΑΛΟ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΝΕΡΑ-ΕΛΥΤΗΣ/ΛΑΓΙΟΣ



Η νεφέλη
Μέρα τη μέρα ζω - που ξέρεις αύριο τι ξημερώνει.

Το 'να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ' άλλο μου τα ισιώνει

Βλέπεις χρειάζονται όπλα να μιλάν στα χρόνια μας τα χαώδη και να 'μαστε και σύμφωνοι με τα λεγόμενα «εθνικά ιδεώδη».

Τι με κοιτάς εσύ γραφιά που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης η τέχνη του να βγάζεις χρήματα είναι κι αυτή μία πολεμική ιδιότης

Δεν πα' να ξενυχτάς- να γράφεις χιλιάδες πικρούς στίχους ή να γεμίζεις με συνθήματα επαναστατικά τους τοίχους

Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διανοούμενο

και μόνο εγώ που σ' αγαπώ: στα όνειρά μου μέσα έναν κρατούμενο.

Έτσι που αν στ' αλήθεια ο έρωτας είναι καταπώς λεν «κοινός

διαιρέτης»

εγώ θα πρέπει να 'μαι η Μαρία Νεφέλη κι εσύ φευ

ο Νεφεληγερέτης.

Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι
σβήσου με γενναιοδωρία.

Οδυσσέας Ελύτης
Από Μαρία Nεφέλη , 1978.

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010


Οδυσσέας Ελύτης, ο μέγας!

Ε σεις στεριές και θάλασσες

Ε, σεις στεριές και θάλασσες
τ' αμπέλια κι οι χρυσές ελιές
ακούτε τα χαμπέρια μου
μέσα στα μεσημέρια μου
"Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!"
Από τη μέση του εγκρεμού
στη μέση του άλλου πέλαγου
"Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!"
Με τα μικρά χαμίνια του
καβάλα στα δελφίνια του
με τις κοπέλες τις γυμνές
που καίγονται στις αμμουδιές


ΕΛΥΤΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΕΡΤ

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010


Ένα πουλί στη Βαγδάτη


Μικρό πουλί, στην άβυσσο
έψαχνε τον Παράδεισο.
Μα η άβυσσος του δίνει,
αντί χαράς, οδύνη.
Του πόνου, του καμάτου,
του φόβου, του θανάτου.
Του κρύβει την αλήθεια,
του λέει παραμύθια.
Μια στέλνει την ελπίδα,
χίλιες την καταιγίδα.
Του παίρνει ό,τι του δίνει,
το ρίχνει μες στη δίνη,
του αναιρεί το πνεύμα,
τ’ απορροφά το αίμα.

Και το πουλί τελειώνει
σιμά σ’ ένα κανόνι
θανάτου και πολέμου.

«Μικρός που είσαι Θε μου!»
σφυρίζει ως ξεψυχάει
κι αλλού γι’ αλλού τραβάει.

ΑΡΙΣΤΟΚΛΗΣ ΚΑΡΣΟΥΡΗΣ
Από τη συλλογή
"ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ ΣΤΗ ΒΑΓΔΑΤΗ"

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

Ματαίωση αποστολής

Αποστολή γνώσεων στο διάστημα.
Θέλω να πάω κι εγώ εκεί,
ιδανικό ταξίδι, στο τέλος
φλόγα φλογός,
είμαι γνώση κι εγώ,
πολύ φως και όλα σκοτεινά
παρότι άπειρη θα είναι
η ομορφιά της ,
που ταξιδεύει όρθια.
Στο λεωφορείο πάντως
δεν χωρέσαμε όλοι
κι ένας εκπαραθυρώθηκε,
ο οποίος ήδη ταξιδεύει
κι αυτός
στο σκοτεινό παράθυρο
του πέρα απ’ το πέρα,
του μετά απ’ το μετά
με κατεύθυνση βορειοανατολικά
του ολικού μηδενός.
Όντως, όπως περνάγανε οι ψυχές
από τ’ άστρα, φάγανε κάτι ριπές
τρίτου τύπου,
πυρηνικής αθανασίας
κι έτσι αποκλείεται ν’ αποθάνουν άλλο
ή ν’ αναστηθούν ανεπίκαιρα.
Διότι αποστειρώθηκαν
και πάνε και πάνε
και κλαίνε οι δαίμονες που τις έχασαν.
Η αποστολή γνώσεων στο διάστημα
δεν ολοκληρώθηκε τελικά
επειδή χάλασε ξαφνικά
το μηχάνημα του νου.
Έτσι έμεινα έξω κι εγώ απέξω
απ’ τα τεκταινόμενα στο
μυθικό ταξίδι.
Φουλαριστός στους μιγαδικούς
αριθμούς επέστρεψα.
Μου προέκυψαν ερωτήσεις
επί ερωτήσεων επί παντός, όπως πάντα.
Παράδειγμα: Τι είναι το πάντα;
Η άθροιση του συν και πλην άπειρο
μας κάνει μηδέν;
Χθες θα είσαι;
Τέτοια.
Αλλά που να ξέρεις κι εσύ!
Χαλασμένο μηχάνημα,
εγκέφαλος ταρακουνημένος,
ελλιπής κι εσύ περίπου οπωσδήποτε.
Παντοτινή αναβολή αποστολής.
Ματαίωση της ματαιότητας.

Δεν βαριέσαι.
Ωραία είναι και δώθε.
Στις εκβολές του απείρου.

ΑΡΙΣΤΟΚΛΗ ΚΑΡΣΟΥΡΗ
Απο τη συλλογή
"ΤΡΙΑΝΤΑ ΔΥΟ ΦΡΑΠΕΣ ΚΙ ΕΝΑ ΓΛΥΚΟΛΕΜΟΝΟ"

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2010

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ- ΚΑΡΙΟΦΥΛΙΑ ΚΑΡΑΜΠΕΤΗ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ

χαίρε χρόνε



….καληνύχτα χρόνε που φεύγεις

ανάερος, περ’ απ’ το δέος του είναι μου…

….καληνύχτα φθορά προστιθέμενη

στο αψύ και γενναίο εγώ της φωνής μου….

….καληνύχτα χρόνε δυνάστη,

θεσπέσιε εξουσιαστή της κακίας μου….

….καληνύχτα προδότη τ’ ονείρου,

συνοδέ του νεκρού κρεβατιού της ανίας μου…


…χαίρε καινούργιε μου συ

που μ’ αγκάλιασες πάλι θανάσιμα,

που μ' ευχές τυλιγμένος μου ήρθες ,

με δώρα, μάτια γεμάτ’ αστραπές,

υγεία, χαρά, ευτυχία,

προσωρινές ιαχές, φώτα σβηστά,

καλώς όρισες συ, π’ όλο φεύγεις,

π’ όλο παίρνεις και δίνεις και παίρνεις

και στο τέλος αφήνεις μηδέν,

φίλε, καινούργιε μου συ, ύπουλε,

όμοιε με το όλον, όμοιε με το τίποτα ,


χόβολη χοηφόρε,

χαίρε χάρε χρόνε,

χρέους χρώμα χωμάτινο,

χρόνε χώρου χοάνη,

χωνευτή χωστής χαράς,

χρόνε χάρε χρόνε

!! χαίρε !!

…πυρ του μηδενός….

ΑΡΙΣΤΟΚΛΗ ΚΑΡΣΟΥΡΗ
Από τη συλλογή
"ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ"