
είν' η καρδιά μου, που μετράει την αγάπη που πετάει στα όνειρά μου.
ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009
ΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΤΑΣΟ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ
Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009
Τόκος
Από το αποθεματικό της ψυχής μου
πλήρωσα τον τόκο
και με κομμάτι του κεφαλιού μου
έναντι του κεφαλαίου εξόφλησα.
Δόση ψυχής και ζωής
καταβλήθηκε σήμερον πάλι.
Τι κακοί που είναι τούτοι
που με δανείσανε!
Ώσπου να αποπληρώσω τα χρέη μου
σ’ αυτούς,
θα πάψω να υπάρχω
εγώ.
Τι άθλια που ήταν η επιλογή μου!
Ώσπου να αποπληρώσω τα χρέη μου
σ’ αυτούς,
θα πάψω να υπάρχω
εγώ.
Και ο έρωτας, το πνεύμα,
ο λόγος μου,
τι θ’ απογίνουν χωρίς
εμένα;
Που ήταν αυτός
που φωτίζει τα μυαλά των ανθρώπων,
που ήταν όταν επέλεγα;
Που είναι αυτός που βοηθάει
τους ανθρώπους
να διορθώνουν τα λάθη τους,
που είναι να με γλιτώσει
από τους γλείφοντες
τον τόκο.
Ήμαρτον Κύριε, Κύριε,
πατέρα μου καλέ, δικέ μου
και των Εβραίων, των περιούσιων,
πως τα κανόνισες να ‘ναι ο τόκος
πάνω από την ανθρωπιά των «ανθρώπων»,
πως τα κανόνισες, Κύριε,
να ‘ναι το κέρδος του έρωτα
κατώτερο από το προϊόν του δανείου;
Από τη συλλογή
"ΖΩΜΟΣ ΦΩΤΟΣ"
Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009
Μοσχοβολούν οι γειτονιές
βασιλικό κι ασβέστη,
παίζουν τον έρωτα κρυφά
στις μάντρες τα παιδιά.
Σαββάτο βράδυ μου έμορφο
ίδιο Χριστός Ανέστη,
ένα τραγούδι του Τσιτσάνη
κλαίει κάπου μακριά.
Πάει κι απόψε τ' όμορφο
τ' όμορφο τ' απόβραδο,
από Δευτέρα πάλι
πίκρα και σκοτάδι.
Αχ, να 'ταν η ζωή μας
Σαββατόβραδο
κι ο Χάρος να 'ρχονταν
μια Κυριακή το βράδυ.
Οι άντρες σχολάν' απ' τη δουλειά
και το βαρύ καημό τους
να θάψουν κατεβαίνουνε
στο υπόγειο καπηλειό.
Και το φεγγάρι ντύνει, λες,
με τ' άσπρο νυφικό του
τις κοπελιές που πλένονται
στο φτωχοπλυσταριό.
Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009
M' αρέσει που θα γίνω τροφή
Σ’ αγαπώ Μπιρμίλω μου,
σαν το σκύλο μου και καλλίτερα,
μπορώ να πω.
Μ’ αρέσουν τ’ άχυρα
κάτω απ’ το σεντόνι,
φωτιά τ’ αχυρόστρωμα,
μα εσύ δεν έπεσες
δίπλα στο φως μου
κι ο έρωτας έφυγε κι επήγε στην Κύπρο,
έφυγε και μας άφησε
με την …..πες την ,..στο χέρι.
«Φέρτ’ ένα μαχαίρι
να την κόψουμε»,
είπες Μπιρμπίλω μου.
Τι λες καλέ,
τόση αιμορραγία
για το τίποτα;
Εγώ θα ξαναπάω στις Παρθένες
πέρα, που παρέμειναν.
Σ’ αγαπώ Μπιρμπίλω μου
σαν δυο παλάμες άσπρες
π’ όλο τρίβονται
για να ζεσταθούν
και διασπούν το όριο
και καίγονται και πάνε,
έτσι σ’ αγαπώ.
Μη λες ότι ο Ήλιος δεν θα πισωγυρίσει
ανάποδα ποτέ.
Ένας κομήτης φτάνει
να μας την κάνει,
κι ένας ποιητής πολεμιστής,
να φέρει αντίστροφα τη σφαίρα μονομιάς,
να χαλάσ’ ως πέρα τον ωραίο αέρα.
Επομένως ψυχή μου δεν είσαι
θα ΄λεγα, και τόσο ακέραιη ,
επί τούτου του τάπητος,
μα πάλι και γύρω, περιφερειακά,
κανείς μας δεν είμαστε εντελώς καλά.
Σ’ αγαπώ Μπιρμπίλω μου,
αλλά όταν την κάνουμε
ουαί, θα ησυχάσουμε
απ’ όλες τις αγάπες
κι εγώ κι εσύ.
Κι απ’ τις έχθρες όλες.
Απ’ όλα εν γένει. Ωραίοι πεθαμένοι!
Εμένα μ’ αρέσει που θα γίνω τροφή.
Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009
ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ
ΚΑΝΤΑΤΑ (απόσπασμα)
Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες,
ένας άντρας πήγε σ’ ένα απ’ αυτά τα «σπίτια»,
πήρε μια γυναίκα,
μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο,
αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει,
και της ζητούσε να τον αφήσει να κλάψει στα πόδια της.
Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα»,
οι άλλοι επ’ έξω δόστου χτυπήματα στην πόρτα.
Με τα πολλά άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές
– ακούς εκεί διαστροφή να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανείς δεν τον ξανάδε πια.
Και μόνο εκείνη η γυναίκα,
θαρθεί η αναπότρεπτη ώρα
μια νύχτα,
που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθειά,
την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.
ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ ΕΡΩΤΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009
Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009
….κοιμήσου φως τον ύπνο σου
μες στα κλειστά μου μάτια
κι όταν τ’ αστέρι του Θεού
θα ρθει να σε ξυπνήσει
κι όταν θα ξανανοίξουνε
τα μάτια να σε δούνε,
όταν τ’ αγουροξύπνημα
θα ρθει να σε σταυρώσει,
φώτισε, φως των ουρανών,
τον ουρανό του νου μου,
πέρα ως πέρα πλάνεψε
και την ψυχή μου όλη,
λάμψε και φεγγοβόλησε
και στρώσου στο κορμί μου,
χάραξε όρια σαφή
στης ύπαρξης τους δρόμους,
στης αρετής την άνοιξη
οδήγα με να πάω
και μην αφήσεις των λαθών
το σκότος να με πνίξει.
Κοιμήσου φως τον ύπνο σου
μες στα κλειστά μου μάτια,
μ' όταν τ’ ανοίξω δείξε μου
πώς να μην σφάλλω άλλο…
ΑΡΙΣΤΟΚΛΗΣ ΚΑΡΣΟΥΡΗΣ
Από τη συλλογή
"ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ