στάρι του Άδη
Τις νύχτες τις αμαρτωλές,
που κάναμ’ έρωτα
θυμήθηκα
και μού ‘ρθε αξημέρωτα
την πόρτα να χτυπήσω
του σπιτιού σου
και να έμπω πάλι
μες στη γλύκα
του κορμιού σου.
Μα όταν είδες τις ουλές
απ’ το μαχαίρωμα,
τραβήχτηκες,
μου ‘κρυψες το ξημέρωμα
και μ’ άφησες να σβήσω
στα εντός μου,
στο υγρό κεφάλι,
μες στη λάσπη
τ’ άγριου κόσμου.
Ο θάνατος δεν έχ’ αυλές
για να χορέψουμε.
Πληγώθηκα,
μα πώς να τ΄ αντιστρέψουμε,
τα βήματά μου πίσω;
Του κορμιού σου
πάει,…. πάει η γλύκα.
Είμ’ ο τάφος
τ’ ουρανού σου.
«Φύγε φονιά και μη μου λες
πως ν’ αγαπάς μπορείς»,
μ’ είπες κοφτά.
«Φύγ’ απ’ εδώ νωρίς-νωρίς
μη τη ζωή μολύνεις.
Του φιλιού σου
οι πληγές πονάνε
πιότερ’ απ’ του
μαχαιριού σου».
Ω, αγνό μου χθες, δίκαια κλαις
δίπλα στο δάκρυ μου.
Πάω να κρυφτώ.
Μαύρο το φως στην άκρη μου.
Μαύρη ζωή κομμάτια!
Σαν σκοτώνεις,
σπέρνεις μια σκοτάδι,
δυο θερίζεις
στάρι τ΄ Άδη.

από την ανέκδοτη συλλογή του
ΕΠΙΒΙΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου