ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΚΗΠΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
O χρόνος, ο χαζορολογάς, τα ρολόγια μ' όλα έχει χαλάσει. Ένα μόνο ρολόι που χτυπάει τικ-τάκ

είν' η καρδιά μου, που μετράει την αγάπη που πετάει στα όνειρά μου.

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣE ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΕΝΤΩΣΟΥ, Ω ΨΥΧΗ ΜΟΥ, Ν' ΑΨΗΛΩΣΕΙΣ ΤΡΕΙΣ ΠΟΝΤΟΥΣ,ΚΑΛΟΤΥΧΗ!







Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Θύμηση

Οι στήμονες, ο ύπερος, τα πέταλα, η γύρη.
Πόσο θυμίζουν το θηλυκό μου και το νέκταρ!




Γιώργης Π. Δρυμωνιάτης

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

ΡΟΤΑ ΠΡΟΣ ΔΡΑΓΟΝΑΡΕΣ



ΡΟΤΑ ΠΡΟΣ ΔΡΑΓΟΝΑΡΕΣ








Μικρή Ποιηματική Μυθιστορία

Ταξιδεύοντας στις αναμνήσεις του μέλλοντος,
 θ' ανακαλύψουμε πάλι το κάλλος
των πρώτων μας ημερών
φασκιωμένο με την αγάπη των χαμένων μας
ελπίδων κι ονείρων.
Στους δυο γονείς μου
που με γέννησαν ένεκα έρωτος,
στην νυν ανυπαρξία τους
αφιερώνω την νυν ύπαρξή μου…..
και τούτο το τάχαμου ποίημα,
τη μικρή ποιηματική μυθιστορία,
που ιστορεί εν μέρει τη μικρή μου ζωή…













Προ λόγος

Η μόνη γλώσσα που μου ‘μαθε η μάννα μου
είναι τα Τσιριγώτικα,
γλώσσα μιας μικρής
ευτυχισμένης φυλής
που ζει σ’ ένα παραμυθένιο νησί
κατάκεντρα στη Μεσόγειο,
απάνω στην τομή των πλακών
των δύο γηραιών ηπείρων,
στη συμβολή τεσσάρων πελάγων
που φιλιούνται απάνω του,
κάτω από τον πιο ζωηφόρο
Ήλιο του σύμπαντος,
κάτω από την πιο θηλυκιά
Πανσέληνο της νύχτας.
Αυτή μου η γλώσσα, η μητρική
είναι η γλώσσα τ’ ανέμου,
των κυμάτων, της βροχής,
που μ’  αγκαλιάσανε μόλις γεννήθηκα
και με κρατούν στεφανωμένο
μέχρι το θάνατο.
Είναι η γλώσσα των λουλουδιών, των πουλιών
και των ψαριών ακόμη, των αμίλητων.
Είναι η γλώσσα των πεθαμένων
που θάβονται σε καρδιές
και των αγέννητων
που ο έρωτας στις τσέπες του
τους κουβαλά.
Είναι η γλώσσα της γλώσσας μου.
της καρδιάς και της ψυχής μου,
του γέλιου
και των δακρύων μου,
των αποτυπωμάτων μου
επί του φλοιού της Γης,
επί του πυρήνα
του σύμπαντος τούτου.

Στη γλώσσα αυτή,
την εγωπυρηνική,
είπα να σας πω
ένα μικρό παραμύθι απόψε ,
έτσι, απλά, επειδή
Μ’ αρέσει να μιλώ και να μ’ ακούν.
Μ’ αρέσει να μιλούν και ν’ ακούω.


























Ως ποίηση ποθώ

Ο πατέρας είπε:
Ποίηση είναι ο ένπτερος λόγος
που σε κάνει να πατάς, να πετάς
και να δακρύζεις
και να χαίρεσαι π’ έχεις ψυχή.
Κι εγώ είπα:
Ποθώ να γίνω Ποιητής.

Ώσπου μια  μέρα δάκρυσα
μπρος σ’ ένα μνήμα
κι έγραψα ένα ποίημα.
Αδιαφορώντας πια
αν είμαι ή όχι Ποιητής,
πέταγα πατώντας στη Γη
κι έκλαιγα
κι η ψυχή μου παραληρούσε με ρίγος.
Ήμουν τουλάχιστον ποίημα
κι αυτό ήταν τέλειο
στη σχέση μου με την ύπαρξή μου.

Άνοιξα τα μάτια μου απέναντι στον Ήλιο.
«Ως ποίηση να ζω ποθώ», είπα
και κράτησα δέκα αχτίνες,
στεφάνι στο ποίημα της ύπαρξης.

«Ως ποίηση ποθώ να ζω», είπα
κι από εκεί άρχισε η ροή μου.
Ήταν η αρχή της καθαυτό ζωής,
στα πλαίσια του μετρήσιμου
κόσμου και χρόνου μου,
που ποιητικά εντός του πόθησα να ζω,
όχι για να γράφω, αλλά για να Ζω.






Εισαγωγή

Στο ηλιοστάσι του Ιούνη γεννήθηκα,
μεταξύ διδύμων και καρκίνου
κι από την άκρη –άκρη της εκλειπτικής
πρωταντίκρυσα το άπειρο του κόσμου σκότος,
μα και τ’ απέραντο το κάλλος της ζωής.
Ένας και μοναδικός εγώ,
όπως κι εσύ Κύριε,
λειψός μεν,  αλλά σχεδόν τέλειος,
όμορφος σαν τον Ήλιο
με αχτίνες λαμπρές,
με κηλίδες στα έσω μου,
όπως κι εσύ Κύριε,
ταλαντευόμενος μεταξύ
του όλου και του τίποτα διαρκώς,
αιωρούμενος στην αβεβαιότητα μιας παλινωδίας,
όπως κι εσύ Κύριε,
περιορισμένος ανάμεσα σε συρματοπλέγματα
μ’ εντολές και κανόνες,
όπως κι εσύ Κύριε της Φύσης,
έχοντας τέλος πριν την αρχή
κι ένα ψέμα αρχής πριν απ’ το όποιο  τέλος,
καταδικασμένος σε θάνατο πριν καν γεννηθώ,
αλλά ωραίος σαν άνθρωπος πάντα.
Ενδιαμέσως να προσκυνώ τη ζωή,
να προσκυνώ τον ήλιο και το νερό,
τον αέρα, το ψωμί και τ’ άλλα αναγκαία,
το σίδηρο στον πυρήνα σου Γη μου,
που σιδηρούργησαν όλα μαζί και το μέσα μου όλον.
Να προσκυνώ, να προσκυνώ, να προσκυνώ…
τα πάντα της Φύσης να προσκυνώ,
ίσως κι εσένα Κύριε,
που θνητό με ενέσπειρες
κι ολομόναχο στο έδαφος μ’ εγκατέλειψες
να παλέψω με τη Γη και με το σύμπαν.
Αντίθετα με την πιθανή αιωνιότητα Σου,
τα κατ’ εμέ όλα απ’ το τίποτα
στο τίποτα διαδράμουν
κι όσο κι αν ψάχνω την αλήθεια,
Εσύ όλο μου κρύβεσαι- γιατί τόσο δειλός;-
στην αοριστία του πάν και του μέγα μού κρύβεσαι, Πάνσοφε μεγαλοδύναμε……γιατί μού κρύβεσαι
στην αβεβαιότητα,
τι έχεις να φοβηθείς από μένα;
Πονώ Κύριε, πονώ έως θανάτου,
ότι, εντέλει,
μόνος προσήλθα,
μόνος απέρχομαι,
γέννημα και απόριγμα του χάους.




















Γεννηθήτω

Ήταν το όλον σκοτάδι ποτέ.
Και τότε είπε η μητέρα:
«γεννηθήτω το φως μου».
Εικοσιτρείς Ιούνη του πενηντατέσσερα,
εξίμυσι η ώρα το πρωί,
Εκείνη μού γέννησε τα μάτια μου
την ώρα που ανέτειλε
ο ζωοδότης  Ήλιος.
Διότι δίχως μάτια,
αγέννητο θα ήταν το φως .
Κι ωσάν ανύπαρκτος θα ήταν ο Ήλιος μου.
Αλλά τότε τα μάτια , φώτισαν και φωτίστηκαν,
ανέλαμψε  το φως.
εγώ και το φως υπήρχαμε ήδη.
Γεννηθήτω, είχε πει η μάνα.
Ολόγυρα ορίζοντας μόνο,
ανοιχτοί όλ’ οι δρόμοι των δεκάξι ανέμων,
θάλασσα,
παντού θάλασσα,
περιέλουζε την ύπαρξη
μαζί με άπειρο φως.
Κι η γη μου, ω ευλογία μου χώμα,
που γένναγε , όλο γένναγε καρπούς κι εμένα.
Φως και θάλασσα διαρκώς
κι η γη του φωτός,
ευτυχής ο θνητός
που σε τέτοια πατρίδα γεννήθηκε.


Κάπως έτσι ξεκίνησε η ζωή μου.
Όπως όλων των θνητών οι ζωές,
αλλά μ’ ολίγο περίσσευμα
θαλάσσης και φωτός
και γης του πυρός
στην συγκυρία ευτυχία της γέννας.

Ας είναι δοξασμένο
το όνομά σου έρωτα
που εξ αιτίας σου
είπε η μάνα τον μέγιστο λόγο,
ναι , εξαιτίας σου είπε το «γεννηθήτω το φως»,
ας είσαι δοξασμένο και συ,
μικρό μου νησί,
μεγάλη της ψυχής μου πατρίδα,
που με άπλετο φως
προίκισες της ζωής μου την έναρξη.
Που όλο το κάλλος των πρώιμων χρόνων
με φως πηγάζον απ’ τα έγκατα
των σπλάχνων σου,
με φως ερχόμενο από τα άκρα
των ουρανών σου,
με φως εκτυφλωτικό του νου
μού φώτισες το κάλλος
των πρώτων μου εκείνων των ημερών,
των εξαίσιων ημερών της παιδικότητας,
της ανθηρής νεαρής αθωότητας,
πάνω στην όμορφη γη σου,
νησί μου.

Ένας βράχος στη μέση της θάλασσας.
Και στο βράχο απάνω ριζωμένη
μια φωνή, μια ψυχή, μια ζωή.
Η ζωή μου!
Από ‘δω ξεκινάει το παραμύθι.





















Κύθηρα, δόξα μου!!!

Πάλλεται η καρδιά μου
κάτω απ' τ' άστρα σου
Ουρανέ του νησιού μου.
Τροχιές αναμνήσεων
στα ξωμόνια του κάλλους,
στα ‘κρωτήρια πορείες
ξυπόλητων θεών,
η μυρωδιά των αιθέρων,
το χώμα ζεστό,
Γιώργοοοοοο!!!
-η φωνή της μάνας μου-.
Όλο το είναι μου
παρόν στον παρελθόν,

αεροπροσκυνώ τ' όνομά σας
............Κύθηρα!!!!..............
ω! μικρή μου πατρίδα!!
είσαι όλα μέσα μου!!!!
μεγαλείο μου η γη σου
νησί μου υπέρφωτο!!!









Πριν απ’ το λόγο

Χρόνια ανέμων και βροχών,
χιόνια της νιότης που λιώσατε!
Σταθερά ποτάμια
κι αθόρυβα φέρατε
στις ακτές της ερήμου μου.
Και πηγές δροσάτες τροφοδοτήσατε
στα ψηλά τα όρη
των ονείρων μου.
Με του λόγου τα ύδατα
με ποτίσατε,
με των υδάτων τους λόγους
με δροσίσατε.
Με τις λέξεις βάρκες
με ταξιδέψατε,
με νερό κι αλάτι
με αναθρέψατε.
Τίποτα δεν ήμουν
πριν απ’ το λόγο,
όμως κάτι θα είμαι
μετά απ’ αυτόν,
πάνω σ’ αυτό το στίγμα
της κάποτε ύπαρξης,
στο θλιβερό αποτύπωμα
του γενναίου εγώ μου,
π’ αχνοσβήνει ως σβήνουν
από μέσα του οι λόγοι.
Αιώνια ας είναι
δροσιά στη ζωή
των λόγων οι σταγόνες.
Ο κύκλος του νερού
κι ο κύκλος του πνεύματος
φίλια ας τέμνονται
ενώπιον της ζωής.

Μη , καλέ μου Ήλιε,
μη ποτέ στεγνώσεις
τον αφρό στα πέλαγα
και τ’ απόσταγμά του,
-που είναι δάκρυα-,
ποτέ μη λιμπιστείς.
Και τούτα τα ποτάμια
που με απερήμωσαν,
ποτέ μην τα στεγνώσεις,
ποτέ μην αφιδρώσεις
την κοίτη της μνήμης!
Ήλιε καυστικέ. Ήλιε μου πανώριε.
Μη , καλέ μου Ήλιε,
μη ποτέ στεγνώσεις, τους θνητούς από λόγο,

…….τους δειλούς από όνειρα
μη ποτέ στεγνώσεις,
τις ψυχές μόνο φλόγιζε
εσαεί Ήλιε θείε!!!!













Μικρή σύνοψη

Στα πέλαγα όλα περιπλανήθηκα,
μοναχός,
τις νύχτες θεοσκότεινος
και τις μέρες,
με φως μικρό στα θολά μου μάτια
και με ουρλιαχτά
από φωνές ψαριών
κι άλλων ψυχρών θηρίων
στα ώτα μου τ’ άσπλαχνα.
Πέρα, πέρα,
στα πέρα πέλαγα,
μοναχός επάνω σε δέκα κύματα
αλμυρά και κρύα
και σε τρεις αέρηδες
που ευτυχώς εκείνοι
απ’ το νότο έρχονταν και με ζέσταιναν.
Κατά πως ερχόταν που και που
και μου έφεγγε
και κρυφά κρεμότανε
στο θρασύ μου όνειρο
το κυρτό φεγγάρι,
τ’ Αυγουστιάτικο,
μέχρι τον Οκτώβρη, πέρα απ’ τις ελιές.
Κι ύστερα τα σύννεφα,
χαμηλά πετώντας,
θέλαν και το κλέβανε
κι έμενα τις νύχτες μου πάλι μοναχός.
Σκοτεινές πορείες
πάνω σε νερό,
διάβολοι που ξύνονταν κάτω, στην καρίνα μου
κι έδειχναν το θάνατο
κρυμμένο στο βυθό
κι άγγελοι στα ξάρτια μου
κρυφοφτερουγίζανε,
αδιάφοροι όμως.
Διόλου δεν νοιαζόντουσαν
για το αν θα πνιγώ.
Ήταν τα ταξίδια μου βράχο κατά βράχο,
σκότος μες στα σκότη μου
τις νυχτιές τις δύσκολες
που με καταπλάκωνε
ο Άτλας Ουρανός.
Μόνο οι φάροι κάποτε του Καβο Μαλιά
του Σπαθιού του κάβου και του Ματαπά,
που αιώνια στέκονται,
σκλάβοι των αιμάτων μας
στο μεγάλο τρίγωνο των πολλών κυμάτων,
μόνο αυτοί με πρόσεχαν
κι όπως αγκαλιάζονταν
γύρω απ’ την καταιγίδα,
ελεούσαν πρόχειρα και την επαιτεία μου
με κομμάτι φως.
Κι ήτανε η σπίθα τους πάντα σωτηρία,
πύρινη ανάσταση, θείος λυτρωμός.
Τίποτα δεν μίσησα
πιο πολύ απ’ εκείνες
τις στριγκιές τις νύχτες
που ήταν απαραίτητες
για να ξημερώσει.
Μα τις μέρες άλλαζαν οι κοφτές πορείες μου,
τα πανιά μου κόντραραν κατά τον καιρό,
«ήλιος ηλιάτορας» έφεγγε στο νου μου,
στο πηδάλιο μου ο έρως οδηγός,
κέρδιζα τα ρινίσματα της κάθε ημέρας
κι έτσι, επιχρυσώθηκα διαχρονικά,
όπως στριφογύριζα στα ίδια και στα ίδια,
κυκλωτικά ταξίδια,
σαν την Γη π’ όλο γυρνά
γύρω από τον Ήλιο της κι από τον εαυτό της.
Έτσι κλωθογύριζα
και το σύμπαν μου ήτανε
όλα τα πελάγη
γύρω- γύρω απ’ τις ακτές
των παλιών Ελλήνων.
Και στ’ αμπάρι μέσα
φόρτωνα, όλο φόρτωνα,
χωρίς να ξεφορτώνω
τα όσα με πάθος τρύγαγα
στα δροσοπέλαγα
των δυνατών ανέμων.
Πέρα απ΄το γαλάζιο
του μακρύ Ουρανού
και το κάτω μπλάβο
της θάλασσας τ’ ατέλειωτο,
όλο το βιος εκείνων των λάγνων ημερών
στο εντός μου χάος
όλο τ’ αποθήκευσα,
μαζί με τη λάβα απ’ τη Νίσυρο
κι απ’ τη Σαντορίνη
και το νερό του Νείλου
που, υποθαλάσσια, έφτανε ως εδώ.
Κι έμοιαζε το ταξίδι μου αέναο,
λες και ο θάνατος είχε ματαιωθεί.

Σαράντα τρεις μεγάλους
χρόνους εκράτησε
η περιπλάνησή μου,
λίγο περισσότερο από του Οδυσσέα,
λίγο τι λιγότερο από του Κανάρη.
Και κείνον τον τρισεύοσμο
τον χρόνο τον καλό,
μια μη αποφράδα ημέρα
ξεμπαρκάρισα στα Κύθηρα,
στο τρίστρατο των πλοίων με την πεντάλφα,
εκεί που αδελφώνουνε τα τέσσερα πελάγη,
Ανατολής και Δύσης και Βορρά και Νότου,
εκεί  που κορτάρουν όλ’ οι αέρηδες,
εκεί που κάνουν έρωτα τα μακρυκύματα.
Εκεί που η ψυχή μου ενανθρωπίστηκε,
εκεί που το σώμα μου αναδύθηκε,
εκεί που πρωτοείδανε τα μάτια μου το φως
και πήραν οι πνεύμονες τον πρώτο αέρα.
Εκεί που είχα θάψει
των πρώτων μου ημερών
όλο το  θείο κάλλος,
εκεί επιθύμησα να θάψω εντέλει
και του έσχατου χρόνου μου
τη μεγαλειότητα.
Επέστρεψα ώριμος εκεί που γεννήθηκα,
απ’ εκεί για ν’ απέλθω  ωραίος προς τ’ άπειρο.
Απ’ τον τόπο τούτον,
«τον μικρό, τον μέγα»,
Ελύτη μου!
Απ’ τον τόπο τούτον,
«τον ωραίο κάλλει παρά πάντας τόπους»,
ω, πατέρα μου!

Έσυρα το κορμί μου και τ’ ανέβασα
στο όρος επάνω το αψηλό,
στην κορυφή ανέβηκα, στο ιερό του Δία
κι από εκεί , ατενίζοντας
πέρα, κατά την Κρήτη,
θυμήθηκα ήσυχα ένα προς ένα
όλα μου  τα ταξίδια
των εξήκοντα χρόνων,
για να σας πω ποιος ήμουν
και να σας διηγηθώ
της μικρής μου ζωής
τα μεγάλα όνειρα,
τι είδα τις νύχτες και τις μέρες εκείνες
πάνω στα δέκα πέλαγα ,
ψηλά στον αιθέρα, βαθιά στο βυθό,
τι είδα ακόμα βαθιά στο αμπάρι μου,
τι φως απ’ τα μάτια
των γυμνών γυναικών,
απ’ το πνεύμα των φίλων,
απ’ τα νεύματα δασκάλων,
απ’ τις ευλογίες και από τα μουντζώματα
φίλων και εχθρών,
τι κέρδισα κιόλας
απ’ τα μάτια των δούλων
που τους προσκύνησα,
απ’ τη ράβδο του αφέντη
που δεν τον υπάκουσα.
Πως γέννησα επίσης
να σας πω κι εγώ,
αθανασία ψάχνοντας επί Γης,
πως χόρτασα μέλλον , ως ώριμο παρόν
και πως δεν αναμένω στο τέλος κάποι’ αρχή.
Διήγηση να κάνω, πολλά να σας πω,
έτσι, για να ομορφύνουμε την παρέα μας,
για να περάσουν ήρεμα οι μέρες του χειμώνα,
χωρίς άλλον κάματο κι άλλο σκοτωμό.
Να σας διηγηθώ,
να σας τα πω όλα ή  περίπου όλα
τα «πικρά μου βάσανα
και τις γλυκές χαρές»
των περιπλανήσεων μου
στης απροσδιοριστίας τον ωκεανό,
στης γλυκόπικρης  ζωής μου
τα μικρομακροπέλαγα,
στο φλοιό της Γης μας, μα και στον έναστρο,
τον κατάμαυρο της νύχτας που τον ταξίδεψα
μόνος κι αυτόν.
Και τέλος να φτάσω
σ’ ένα τέλος καλό,
ώστε « τέλος καλό, όλα καλά»
να μου πείτε.






Πρώτο ταξίδι

Έφυγα ανήμερα των γενεθλίων μου
της ενηλικίωσης,
-ετών δέκα οκτώ-,
απ’ εκείνη τη χώρα της αγιότητας
με τους ξεροτρόχαλους τοίχους
γύρω απ΄τις αυλές,
τις γεμάτες με μανταρινιών
και γλυκολέμονων δέντρα.
Έφυγα προς τη θάλασσα
που τριγύρω στεκόταν,
τόσα χρόνια τριγύρω μου
και με έκραζε πάντα,
μαθημένη σ’ αποπλάνησες
ενηλίκων κι ανηλίκων.
Έφυγα προς τη θάλασσα
δίχως φόβο, είν’ αλήθεια,
δυνατός καν αδύναμος
και αέρας συνάμα.
Ήταν τ’ όνειρο, τ’ όνειρο
που μ’ ατσάλωνε άπληστα
κι αψηφούσα ασύστολα τον πνιγμό
και τον πόνο.
Ήμουν άριστος ήδη,
ναι, στις μάνας τα δάκρυα
είχα μάθει κολύμπι.
Που την άφηνα πίσω
για να ρίχνει όσο ζήσει
τα ποτάμια της καρδίας της
στη στέρνα μας μέσα.
Αστείρευτη ροή η ψυχή της,
αστείρευτη πηγή τα μάτια της,
αστείρευτος κι ο πόνος του χωρισμού της.
Αλλά μπαίνοντας μέσα
στο ταξί του ονείρου μου,
σιδηρούργησα πρώτα
τα πύρινα σπλάχνα μου,
την εφίλησα ύστερα
και την άφησα να κλαίει
ασταμάτητα -μου είπανε-
τρία μερόνυχτα μετά.
Ο άγιός μου ήταν πλάι μου,
καβαλάρης στ’ όνειρό μου.
Ο πατέρας,…… ο πατέρας μου!!!
καπετάνιος μου πρώτος!!!
Έτσι ανοίχτηκα στο πέλαγος,
«Μυρτιδιώτισσα» το πλοίο.
Ήταν τότε που κοίταζα
μόνο πέρα προς πέρα,
του Ιούνη είκοσι τρεις,
στο γεννέσιό μου ανήμερα
των δέκα και οκτώ
που ενηλικιώθηκα.
Η φουρτούνα δεν με πτόησε,
ούτε το αγρίμι κύμα,
η ναυτία δεν με φόβισε,
παρά έφτασα φορτσάτος
στου σκοπού το μικρολίμανο.
Το ταξίδι απ’ τον παράδεισο
προς την Κόλαση
αισίως
είχε ρθει στην ολοκλήρωση.
Και εγώ, ανεστραμμένος, όλα τα ‘βλεπα ανάποδα,
δηλαδή πολύ ωραία.
Τα καζάνια της κολάσεως
σαν πισίνες στ’ Ακαπούλκο.
Φτάνει που έφυγα απ’ το θάνατο
του μικρού και του ολίγου.
Φτάνει που έφυγ’ απ’ το τίποτα,
έτσι νόμιζα , ο καημένος…..
Ήταν τότε που έφευγα
προς τα όνειρα φορτσάτος…


Πρώτο αγκυροβόλι

Η Δραπετσώνα ήταν
το φτωχολίμανο
που με πρωτοδέχτηκε.
Σε μια μόνη κάμαρη
μιας αυλής έμεινα
και στέγασα τα όνειρα που κουβάλησα
μαζί με της νιότης τα γαρούφαλα.
Κι έπλεκα κάθε βράδυ
εκεί στην αυλή,
έπλεκα την πορεία μου
με την κλωστή της θλίψης,
γιατί πολύ μου έλειπαν
όλοι οι αγαπημένοι μου,
πατέρας, μάνα λείπαν,
έλειπε η αδερφή
κι οι παιδικοί μου φίλοι
μου λείπανε πιότερο.
Έμοιαζα να ‘μαι δέντρο
που το ξερίζωσαν
κι ανάλγητα το πέταξαν
μακριά απ’ το δάσος του
για να γίνει φρύγανα
και καύσιμη ύλη.
Κι όταν Νοτιάς φυσούσε κι έφερνε
το θειάφι στην αυλή μου
απ’ τα εργοστάσια
και θόλωναν τα μάτια
και κόβονταν οι ανάσες
και σβήναν στα μηλίγγια τα όνειρα,
τον μπλάβο νοσταλγούσα
της μικρής πατρίδας μου
τον αμόλυντο, τον ουρανό,
κρυβόμουνα μη κλάψω,
μα δεν τα κατάφερνα
να κρύψω απ’ τον εαυτό μου
το δάκρυ μου.
Ύστερα , όταν φεύγαν
τα θειαφοσύννεφα
κι αναγεννιόταν πάλ’ η ελπίδα μου,
αγνάντευα το πέλαγος
πέρ’ απ’ την καμινάδα
κι έλεγα: «θα ‘ρθει μέρα
που θα διαβώ πιο πέρα
απ’ τον ορίζοντα;»,
θαρρώντας πως ο ορίζοντας
ήταν κάγκελο ,
του μισού μέτρου μπόι
που το πηδάς και σώζεσαι
απ’ το θάνατο του μικρού και λίγου….
…. του καθημερινού.
Σ’ αυτήν την καμαρούλα,
εκεί κλειστόν με βρήκε
η πρώτη μεγάλη ανάσταση.
Πανεπιστήμιο. Υποτροφία.
Χαλάλι λοιπόν τα νήματα της πικρής μου θλίψης;
Χαλάλι ο θάνατος του θειαφοσύννεφου;
Χαλάλι τ’ ασταμάτητο κλάμα της μάνας μου;
Χαλάλι τα καζάνια της κολάσεως;
Ω ναι, είπα, χαλάλι
κι εκτοξεύτηκα.
Στο χάος του σύμπαντος,
πύραυλος η ζωή μου!










Πρώτο ρεσάλτο στην αγάπη

Ανάμεσα στ’ άλλα,
γνοιάστηκα νωρίς
να βρω και τον έρωτα.
Και ένα βράδυ που όλα τα μικρά πουλιά,
σπουργίτια, καρδερίνες, κοντομύτικα,
τα πάγωνε ο αγέρας και τα σκότωνε,
εγώ πήρα δυο δίφραγκα
στην τσέπη την άφραγκη
και τράβηξα το δρόμο
κατά τα κρύα σπίτια,
που πουλούν χαρά.
Όμορφη …ω Θε μου!, όμορφη,
αλλά στεγνή σαν άμμος του κατακαλόκαιρου,
φρίκη στο πρόσωπό της,
άβυσσος τα μάτια της.
Διάβαζ’ ένα βιβλίο ολόγυμνη
κι είχε ανοιχτά τα πόδια
και με περίμενε.
Λες κι είχε στήσει δόκανο
για να πιάσει το δαίμονα….
Ω, ομορφιά τ’ αγγέλου,
δεν είμαι δαίμονας!
Ο Γιώργης του Μπομπότη,
το καλό παιδί,
που ντύνομουν διακάκι
στην εκκλησιά,
ο Γιώργης είμαι κόρη,
όχι ο δαίμονας.
 «Έλα, μου λέει, τέλειωνε,
‘δω δεν φιλοσοφούμε,
άντε λοιπόν…. τελείωνε,
έχω κι άλλους να πάρω»
και διαβάζοντας ήθελε
να μου δώσει το κορμί,
να της δώσω τα όβολα,
τη φλόγ’ απ’ τα μάτια μου
και μέρος της ψυχής μου!
Ταχιά να τελειώνουμε.
Πληρωτική ηδονή.
Τι κουλτούρα κι αυτή!
Τι φτηνός που είναι ο έρως
ο εμπορεύσιμος!
«Έλα, μικρέ, τελείωνε,
έχω να πάρω κι άλλους».
Έτσι λοιπόν! Και άλλους!
Δεν ήμουνα ο ένας.
Δεν ήμουν ο γενναίος μοναδικός!
Δεν ήμουν ο καταχτητής.
Αγοραστής μόνο ήμουν
μιας γρήγορης στιγμής.
Πως παίρνεις καραμέλα
απ’ το περίπτερο….
Τέτοιος περίπου ήμουν,
αγοραστής.
Ίδιος μ’ όλη τη μάζα ήμουν κι εγώ.
Τότε μούρθε και ξέρασα
και ποτέ πια δεν πήγα
στα θλιμμένα ‘κείνα σπίτια
με τα κόκκινα μάτια
της κακιάς χαράς,
του επαίτη έρωτα,
της ποταπής σαρκός μου.
Δεν ξανάπιασα ποτέ μου
σ’ εξαθλίωσης λιμάνι,
ούτε και ποτέ μου πια
σε πληρωτικής χαράς
ντόκο  δεν πρυμνοδέτησα.
Και σιχάθηκα πλήρως κάθε είδους αγορά,
ταυτίζοντας πλήρως  κάθε είδους πωλητή
μ’ εκείνη την πόρνη.
Εγώ είπα βαθιά μου,
αντίθετ’ απ΄Εκείνον,
δεν ενανθρωπίστηκα
για να σώσω τις πόρνες
και τους πρόστυχους της Γης.
Εγώ ήρθα στον κόσμο
για να κάνω έρωτα,
όπως στους ουρανούς.
Κι ονειρευόμουνα
τον ουράνιο Έρωτα
στο κρεβάτι μου επάνω.

Και να που μου ήρθε όταν ύστερα διασταυρώθηκα μ’ ένα πλοίο
που «Μαρία» το λέγανε.
Μελαχρινό το δέρμα, μαλλιά έβενος,
μάτια φεγγαρόσχημα
και το κορμί της, έργο του Πραξιτέλη
που ίδρωνε.
Μα πάνω απ’ όλα ήταν ο άλλος έρωτας,
της ψυχής κυρίως,
πρώτος μου έρωτας ενηλικίωσης
και μου έμοιαζε ο ατμός της
με το λεπτό το άρωμα του κυκλάμινου,
με της γαζίας τη γύρη, την αέρινη.
Πριν καν την ακουμπήσω,
ήμουν όλος εντός
στη σκιά της κρυμμένος,
ήταν όλη αθροισμένη στο είναι μου.
Πριν καν την ποθήσω,
με διψούσε  εκείνη.
Πριν καν υπάρξουμε λες κι αγαπιόμασταν.
Έτσι έβλεπα. Έτσι αγαπούσα.
Πέρα από το υπαρκτό,
δίπλα στο όνειρο,
τρεμόπαιζε το ουράνιο
του έρωτος το σχήμα.
Κάτω απ’ το πλατάνι
αργά το απόγευμα,
ο Ήλιος ροδόπαιρνε
της Δύσης τα χάδια,
κελαηδούσε η φύση,
το αηδόνι επάνω, η βρύση χαμηλά,
τα μούσκλια σαν δάκρυα,
δάκρυα χαράς,
τα φύλλα σαν άγγελοι,
το σκοτάδι δεν άργησε.
Της νύχτας το πέπλο
θερμό μάς υποστήριξε,
το πρώτο  πεφταστέρι
μάς διαχτίνισε…
…κι έτσι…..
Έτσι έφτασε το πρώτο φιλί
εκείνες τις μέρες
στη γλώσσα μου.
Και παραμένει εκεί,
γλυκύτατο της νιότης καταστάλαγμα,
έως και σήμερα, έως και τώρα!
Και εις τους αιώνας των αιώνων θαρρώ.
Και μόνο για εκείνο,
αξίζει που έζησα, ψυχή μου,
Μαρία!!!

Αλλά το πλοίο τούτο,
όπως όλα άλλωστε τα πλοία της ζωής,
έφυγε γοργά για έν’ άλλο λιμάνι
και παντρεύτηκε μάλιστα σύντομα
μια γαλέρα. Το Νίκο.
Διότι υπήρξα δειλός
και δεν αγκυροβόλησα εγκαίρως
στη σάρκα της. Δεν ολοκλήρωσα
τον έρωτα μαζί της.
Της γέμισα με άνθη πολλά τη ψυχή,
μ’ ανέγγιχτο, -τι δέος!-
πλην πύρινων φιλιών,
ανέγγιχτο ο δειλός,
άφησα το κορμί της.
Κι εκείνη, που το κορμί της όλο
ήταν έκρηξη
και τα κύτταρά της
είχαν εμπλουτισθεί με πλουτώνιο ορμονούχο,
δικαίως δεν άντεξε την δειλή συνεισφορά μου
στο βομβαρδισμό της.
Το μη βομβαρδισμό της,
τελικά, με τα πυρά του σώματος,
ω, σπέρμα στο σώμα στης γης,
πάνω απ’ όλα αυτό
ποθεί κάθε γυναίκα.
Ίσως και να έφυγε για κάποιον άλλο λόγο;
Ίσως, δεν ξέρω, ίσως.
Στις σπουδαίες πληγές, ο λόγος
λόγο δεν έχει.
Ποτέ δεν φανερώνεται,
παρά μόνο μας σφάζει.
Κι εμένανε  μ’ έσφαξε το απωλεσθέν.
Το φιλί της, το τέλειο!
Ήταν τέλεια  πληγή η οξεία φυγή της.
Κι έκλαψα, οδυρμός βαρύς
για τ’ ανολοκλήρωτα
του έρωτα παιχνίδια. Και σιώπησα.
Και πέθανα μέρες πολλές.

Αλλ΄ επειδή στον έρωτα
όλα είναι ομορφιά,
ακόμα κι ο πόνος του με αστροφέγγισε.
Ο έρως αναγάγει τον πόνο σε όφελος,
ίδια όπως μεταλλάσει την ηδονή σε ζημία.
Συνολικά τα οφέλη
εκ του πρώτου ρεσάλτου μου στην αγάπη
δεν ήταν ευκαταφρόνητα.
Λόγια ευαισθησίας ειπώθηκαν,
«μου έμοιαζε η ψυχής της
με το λεπτό το άρωμα του κυκλάμινου,
με της γαζίας τη γύρη, την αέρινη»,
ψέματα ευτυχίας ως επεκτάσεις
του «σ’ αγαπώ»,
φοβερό επιστέγασμα της ζωής
οι πρωτιές σε κάθε τόλμη,
διδάσκοντας μου ήρθαν
η άφατη γλύκα του πρώτου φιλιού
κι η αβάσταχτη πίκρα
της πρώτης απόρριψης.
Α, και το μέγιστο όφελος:
εκεί, μέσα στη θλίψη, στον άνεμο πόνο μου,
εκεί ήταν που έγραψα το πρώτο μου ποίημα:
«Μετά από την πρώτη σαϊτιά» ,
ήταν ο κοινότυπος τίτλος.
«Σακάτεψε την καρδιά μου ο έρωτας
τις νύχτες εκείνες τ’ Απρίλη
που ζεστός κι ισχυρός ζυμωνόμουνα
στων ανθών τη μαγεία.
Μικρόνε με βρήκε. Μη γνωρίζοντας
πως πίσω από ρόδινα χείλη,
φερμάρει τρισυπόστατη η σφαίρα ζωή.
Αιθέρια, πόρνη, αγία,
την προσκύνησα με άπειρο φιλί».
Εντωμεταξύ τα πανιά στο πλεούμενο
ξεσκιστήκανε.
Έτσι έμεινα αρόδο μετά απ’ τον κέραμο
της εγκατάλειψης
επί μέρες πολλές και πολλές
με μαυρισμένη την επιχρυσωμένη ως τότε
εικόνα του έρωτα.
Αν και τον έρωτα ποτέ δεν τον εγκατέλειψα
και ποτέ δεν με εγκατέλειψε έως τώρα,
κείνες τις μέρες
τον διέγραψα απ’ το κόμμα της ζήσης μου,
λες και ήμουν αρχηγός της.
Τον φουντάρισα μεσοπέλαγα
να τον πνίξω και τον έκλαιγα
και ευχόμουνα να ξέρει
ολυμπιακό κολύμπι, ο γρουσούζης.
Κι ήξερε. Ευτυχώς!

Στα άναρχα πέλαγα της γνώσης

Επί σαράντα τέρμινα δεν ήθελα να δω
στοιχειό θηλυκού να ‘ρχεται κατά πάνω μου.
Αρνήθηκα τις θάλασσες των ερώτων.
Αλλ’ επειδή η φύση των πρώιμων χρόνων μου,
είχε τη λίμπιντο πολλά αυξημένη,
έψαχνα, ως φλόγα εκ φλογός
που ψάχνει δάσος να το κάψει,
υποκατάστατο έψαχνα
του έρωτος και των αιμάτων του.
Κι η ψυχή μου έβραζε,
έβραζε κι εκείνη κι ήθελε τον έρωτα,
ως τη φλόγα το καμίνι.
Ύστερα γύρισα την πλώρη λοιπόν
προς το πέλαγος της γνώσης,
τ’ ανταριασμένο απ’ την φουρτούνα
της επανάστασης,
αψηφώντας τους Κύκλωπες
και τους Λαιστρυγόνες κι αυτόν
τον δύσκολο κι ανάποδο Θεό,
τον Ποσειδώνα , τον θαλασσοπνίχτη,
τον φουρτουνιάρη.
Αλλά παρότι πανέτοιμον με είχε κάμει 
ο Καβάφης,
κι είχα φροντίσει η ψυχή μου
να μη τους στήνει εμπρός μου,
πάντα ένα φόβο είχα μέσα μου,
γιατί με γίγαντες και με Θεούς
ποτέ σου δεν μπορείς
να έχεις σχέση ειλικρίνειας
κι ο εαυτός σου απ’ την άλλη
άπειρες φορές μπορεί
αισχρά να σε προδώσει.
Μπορεί και εν εγρηγόρσει όντας
ν’ αρπάξει τα όβολα
και να πουλήσει πάμφθηνα
εκείνα τα πανάκριβα
του χθες τα ιδανικά σου.
Καμιά φορά εχθρότερος
απ’ όλους τους εχθρούς του
συμβαίνει να είναι ο εαυτός
τού άπληστου ανθρώπου.

Αλλ’ ευτυχώς για μένα δεν υπήρξε πρόβλημα,
δυνάμωσα πολύ έναντι των Κυκλώπων
και μπόρεσα και νίκησα τη σήψη των ανθρώπων.
Έμοιαζε το μυαλό μου
με στάρι που ωρίμαζε γρήγορα-γρήγορα
στη λαύρα του καλοκαιριού
για να γίνει καρπός για τον επόμενο χρόνο.
Κι όπως διαμορφώνονταν στο έσω μου
ο κόσμος ο μέγας,
έφτιαχνα με την ποίηση τους όρους της ζωής μου.
Με είχε αδράξει ήδη πια
ο Απόλλων με τη λύρα
και τις εκφάνσεις της ζωής,
όλες τις τραγουδούσα.
Κάτω απ’ τη γλύκα της βροχής,
στην κρύα κάμαρή μου,
πεινώντας για λίγο ψωμί και για όνειρα μεγάλα,
παραμελώντας έρωτες και γλύκες
και αγκάλες,
εντούτοις είχα δύναμη κι έγραφα για το χρέος
π’ αλλιώτικα ίσως το έβλεπα
απ’ τους πολλούς ανθρώπους.

Το χρέος
Πάλι απόψε κάνει κρύο. Η βροχή,
που σταγόνα τη σταγόνα ακουμπάει στο κατώφλι,
ακουμπάει και στη μαύρη του ψυχή.
Ο αγέρας που φυσάει με ορμή
ξεσηκώνει απ΄τη στέγη τ’ ακροκέραμα σαν τσόφλι
και παγώνει στο κελί του το κορμί.

Μια ελπίδα τ’ αγαλλιάζει την πληγή.
Σιγοκαίει και του λέει πως θα πάψει αυτή η μπόρα.
Ας προσμένει με κουράγι’ ως την αυγή,
που θα βγει ξανά ο Ήλιος λαμπερός,
θα φωτίσει και θα γιάννει την αρρωστημένη χώρα
κι όλα πάλι θα πηγαίνουν, όλα εμπρός.

Ονειρεύονταν εκείνη τη στιγμή
που η Άνοιξη ξανά θα απλωθεί και τα λουλούδια
θα σκορπίζουνε αιθέρια οσμή,
τα πουλιά θα φέρνουν μήνυμα χαράς
κι υμνολόγημα ειρήνης θα ψελλίζουν αγγελούδια.
Θα ‘χει εκλείψ’ η κοινωνία της φθοράς.

Μα στα όνειρα η ζωή δεν σταματά.
Η ελπίδα που στην πράξη μοναχή της απομένει,
είναι γίγας που στα σύννεφα πατά.
Είναι λάθος να ελπίζει αγαθά
πως τα πράγματα θ’ αλλάξουνε μια μέρα ευτυχισμένη.
Ένα χρέος τον οδηγεί στο Γολγοθά!!

Αχ νιότη, νιότη όμορφη,
π’ όλα τα ομορφαίνεις!
Ακόμα και τ’ ανέβασμα στου Γολγοθά  το τέλος,
ακόμα και το σταύρωμα,
αν τύχει κι ήταν χρεία,
ακόμα και το πότισμα με όξος και χολή,
στο χρέος μέσα τα  ‘ριχνα
και τα καλοδεχόμουνα,
θεάνθρωπος λες κι ήμουν!

Εδώ πολυτεχνείο, Εδώ πολυτεχνείο.

Και να που η μοίρα ακούγοντας  την φωνή μου,
δεν άργησε να μου στείλει την ευκαιρία.
Ακολουθώντας κι εγώ το χρέος της γενιάς μου λοιπόν
βρέθηκα στην επανάσταση των φοιτητών
μ’ όλη τη ψυχή και τη διάνοια
κι ας είχα μικρογνώση  μόνο των πραγμάτων.
Βρέθηκα  στο «εδώ Πολυτεχνείο»,
με τα  στήθη εκτεθειμένα προς τον αδελφό οχτρό
και τα όνειρα απλά, προσανατολισμένα
προς εύκολους στόχους,
ψωμί, παιδεία, ελευθερία
και την υγειά μας να έχουμε,
τι πιο απλό, τι πιο πολύ, τι πιο μεγάλο!
Σαν το γεράκι που ορμά
απ’ τ’ ουρανού τα ύψη,
όρμισα εγώ ο σπούργιτας
μέσα στην τρικυμία,
με πλήρη τη συνείδηση
πως θ’ άλλαζα τον κόσμο.

Εύκολ’ ήταν οι στόχοι μας,
μα ήταν βαριά τα όπλα
που διπλοσημαδέψανε
τ’ άδολα όνειρα μας,
π’ ολόρθια στηνόντουσαν
δίπλ’ από τις καρδιές μας.
Ήρθε η τύχη κι έπεσε
ο Διομήδης μπρος  μου
νεκρός από τις σφαίρες τους.
Και τότε αγρίμι έγινα κι είπα: δεν θα περάσει,
δεν θα περάσει ο φασισμός,
παρά μονάχα, αν σβηστώ,
πάνω απ’ το κρύο μου κορμί,
απ’ το πτώμα μου επάνω.
Κάνοντας το μου, σου,
το ίδιο είπανε και αυτοί
που ρίχνανε τα βόλια:
«πάνω απ’ το κρύο σου κορμί,
απ’ το πτώμα σου επάνω
η μπότα του φασισταριού
πατώντας θα περάσει».
Όμως, ως εποτίστηκαν
με αίμα τα παρτέρια,
εβλάστησε μια λευτεριά,
που όμοια δεν είχε ζήσει
ως τότε εμένα η ζήση μου
και βγήκα τόσο απάνω
που διόλου δεν θα μ’ ένοιαζε
αν μ’ έλιωναν τ’ ατσάλια
απ’ τις βαριές ερπύστριες.
Μπροστά σ’ ωραία ιδανικά
ο θάνατος ξεφτίζει
και μπρος στη μπότα των ψυχών
της φοιτητοομάδας,
τα τανκς εξαϋλώθηκαν κι ήρθε δημοκρατία.
Δημοκρατία ζωσμένη με το θάνατο
των αθάνατων συντρόφων
που πέσανε τη δύσκολη στιγμή
μπροστά στα πόδια μας νεκροί,
να, σαν το Διομήδη.
Τώρα πια η γνώση και το μάθημα δίνονταν
έξω απ’ τα πανεπιστήμια.
Καθηγητής ήταν ο θάνατος στους δρόμους.
Και ωριμάζαμε κι άλλο και άλλο
και σκληραίνανε οι πατούσες κι οι χούφτες μας
κι ελπίζαμε κι άλλο και άλλο
όσο τους κλαίγαμε οι ζωντανοί
με υψωμένες τις γροθιές,
με λουλούδια στα κάγκελα
και ελπίζαμε κι άλλο και άλλο
με ποιήματα στις δέκα οκτώ του Νοέμβρη
γραμμένα εκεί, επί τόπου, την ώρα των αιμάτων
στην πόρτα της οδού Στουρνάρη:


Αθάνατοι νεκροί, 17.11.1973.

Πώς να γελάσομε και πώς να κλάψομε;
Γέλιο πια δεν έχομε στα χείλη μας,
δάκρυ δεν υπάρχει στα μάτια μας.
Κι οι νεκροί μας που είναι πεσμένοι στο χώμα;
Τι ύμνο και τι θρήνο να τους πούμε;
Εδώ λόγια πικρά, τραγούδια πένθιμα
δεν έχουμε. Εμείς μονάχα θα ορκιστούμε.
«Οι ψυχές σας δικές μας θα είναι , γενναίοι,
υπερασπιστές αντάξιοι της ελευθερίας.
Ο αγώνας μας τον αγώνα σας
πρώτιστο πρότυπο θα έχει, μέχρι τέλος».

Ήσασταν Ήλιοι σε μελανό στερέωμα.
Βασιλεύοντας απότομα, βιαστικά,
μας αφήνετε στην κρύα σκοτεινότητα μόνους,
με την ανάμνησή σας μόνο
και τη νοσταλγία των ζεστών σας αχτίνων,
ωραία αστέρια, νεκρά μας αδέρφια,
πρωτοπόροι στη μάχη της ζωής και στο θάνατο.

Τα κλειστά σας βλέφαρα κοιτάζω
και πίσω απ’ τα σβησμένα μάτια σας
ατενίζω την άνοιξη.
Έρχεται…νάτην…έρχεται!
Μας την φέρνετε μπροστά πηγαίνοντας εσείς,
χελιδόνια γοργόφτερα.
Αποδημήσατε με το βαρύ φθινόπωρο,
θα μας την φέρετε αύριο λουλουδιασμένη.
Καθισμένη στο άρμα του θριάμβου,
που το σέρνουν οι ωραίες σας ψυχές,
την βλέπω….νάτην … έρχεται, γενναίοι!

Πίσω από τα σφαλισμένα χείλη σας
φυλακισμένη η φωνή σας χάθηκε.
Στ’ αυτιά μας μένει ο ρόγχος
της τελευταίας σας πνοής,
να μας θυμίζει το θάνατο,
τ’ άριστο τίμημα της ελευθερίας , που τώρα
σεις μας τον διδάσκετε, αθάνατοι νεκροί,
πρωτοπόροι στη μάχη της ζωής και στο θάνατο.

Το αίμα σας , ποτάμι κατακόκκινο
επότισε τους δρόμους και τους έβαψε ανεξίτηλα,
που καμιά μπόρα δεν μπορεί να τους ξεβάψει.
Τώρα οι δρόμοι μας είναι πιο δύσκολοι,
μα εμπλουτισμένοι με υψηλά ιδανικά.
Θα τρέξουμε. Κάθε μας βήμα γοργά θα οδηγεί
κοντά σε σας ή στην ελευθερία.
Οι σφαίρες σε σας φέρανε το θάνατο
και σε μας το νόημα της ζωής,
τυλιγμένο στο πέπλο του ασταμάτητου αγώνα.

Τα κρύα χέρια σας δεν μας τρομάζουν
ούτε έτσι όπως είναι βουτηγμένα
στα αίματα. Θα τα φιλήσουμε.
Σιωπηλοί θα γευτούμε τη γλύκα των αιμάτων,
την αλμύρα του ιδρώτα σας.
Προπορεύσατε. Σας ακλουθούμε νεκροί μας ιεροί,
πρωτοπόροι στη μάχη της ζωής και στο θάνατο.

Κάτω απ’ τη ριγμένη καγκελόπορτα
σφαδάζει προσωρινά η ελευθερία,
ψυχορραγεί, πεθαίνει.
Ύστερα παίρνει δύναμη απ’ τα νεκρά κορμιά,
αναγεννιέται δυνατή ξανά,
φωλιάζει μέσα στις ψυχές μας,
σας δείχνει και «ομπρός» φωνάζει,
περήφανη που την τιμήσατε πολύ.
Μας λέει: « Οι ζωντανοί είστε η γη
και οι νεκροί, ο με φροντίδα διαλεγμένος σπόρος.
Σήμερα είναι η μέρα της σποράς.
Αύριο πρέπει μου καλούς καρπούς να απολαύσω!».

Χώμα που θα σκεπάσεις τα κορμιά τους,
δεν θα ντραπείς λοιπόν;
Πως θα μπορέσεις να τους κρύψεις,
να τους λιώσεις, αυτούς που σε πατούσαν
κι υποχωρούσες στα βαριά τους βήματα.
Εμείς σας σαβανώσαμε βαθιά μες στις ψυχές,
αθάνατοι νεκροί μας, νεκροί μας ιεροί,
παλικάρια στη μάχη της ζωής και στο θάνατο.

Έτσι , με τους νεκρούς μας αγκαλιά
και με τα όνειρα φορτσάτα
κερδίζαμε τα  τότε νιάτα
το τότε μέλλον μας - το νυν παρόν μας-
και διώξαμε τους προδότες του λαού μας,
έτσι νομίζαμε,
αγνοώντας πως η εξουσία είναι ένα λάφυρο
που το κάνουν ότι θέλουν οι εκάστοτε νικητές.
Ένοιωσα τόσο ευτυχής,
τόσο δικαιωμένος,
(άλλο αν σήμερα θρηνώ
τη νίκη προδομένος),
που νόμισα πως ήτανε αεροπλανοφόρο
το τιποτένιο μου σκαρί στην έπαρσή του επάνω.



Αμμοβολή στις πρώτες σκουριές μου

Ήρθαν μετά οι μέρες
π’ αναλώθηκα
στα υγρά υπόγεια της Κυψέλης,
στους θολούς ορίζοντες
του αμφιθέατρου,
στην καυτή κουλτούρα του Σαββόπουλου,
με το Μαρξ παραμάσχαλα
και το Λένιν,
βγάζοντας χαρτζιλίκι απ’ το προ-πο,
καταμετρώντας στο τζόγο
τα κέρδη των νικητών.
Πολιτική οικονομία σπουδάζοντας
και λογιστική,
δεν παραποίησα όμως την πολιτιστική μου οικονομία,
δεν ποσοστικοποίησα
και δεν λογιστικοποίησα
τις αξίες μας κι ούτε άρχισα να κάνω
εποχικές εκπτώσεις.

Αλλά τζόγος πάντως  πάντα η ζωή μας
κι απροσδιόριστα τα συν και τα πλην.
Ακόμα κι όταν βρέχει ευνοϊκά
δεν είμαστε σίγουροι
πως θα βλαστήσουμε
την ώρα που πρέπει.
Αν πέσει ο Ήλιος πάλι χαμηλά,
μπορεί να κατακάψει,
να απομυζήσει τους τρυφερούς βλαστούς.
Υπάρχει πάντα το αν
που όλα τα αν α τρέπει.

Κι έτσι, επειδή η επανάσταση
δεν έφερε ψωμί,
έπιασα δουλειά. Κάρτα εργαζομένου.
Μπα, τι κάρτα. Στα αδήλωτα
μου πήραν παρθενιά, δίχως ένσημα
και δίχως σάλιο.
Κεράκια σε αργυροχρυσοχοείο.
Εκμαγεία. Τουλάχιστον ήταν όμορφα
τα έργα μας και χρυσά!

Η επανάσταση δεν έφερε ούτε παιδεία.
Αλλ’ επειδή ο πατέρας μού είχε εμβάλει
γονίδια και θεμέλια στραβά,
φιλόσοφος όντας,
αμελώντας προσωρινά τον έρωτα,
δουλεύοντας χαλαρά,
θεράπευα παράλληλα τη φιλοσοφία και λόγου μου
και θεραπευόμουν από τα μερικά,
τα ελαφρά δεινά .
Είναι σκληρό να θέτεις ερωτήματα
και να καλείς τα μέρη σου να στα απαντήσουν.
Ωστόσο
το υγρό στοιχείο του σώματος
αγκάλιασε το πνεύμα και μαζί
φωνάξανε το φόβο και διαβουλευτήκανε
για όλα περί Θεού.
Το σώμα και ο φόβος, αδύναμα στοιχειά,
πώς να μπορέσουν να εξηγήσουν
το χρώμα και το άρωμα των λουλουδιών,
πώς να υπερβούν το θάνατο,
πως καν να υποψιαστούνε τα τυχαία,
συμφωνήσανε
κι έτσι, κατά πλειοψηφίαν, ψηφίσαν ύπαρξη.
Ύπαρξη Θεού.
Το πνεύμα είπε όχι. Αντέτεινε.
Έτσι κι αλλιώς το πνεύμα
πάντα μειοψηφεί.
Έτσι καταστάλαξα στ’ ότι
για το νου και το πνεύμα μου μεν ,
Θεός ανύπαρκτος,
για την σάρκα δε, Θεός με υιό το φόβο.
Ο υιός του Θεού έχει πατέρα το φόβο,
είπα μετά και τα έμπλεξα
κι ακόμα μπερδεμένος στραβοπερπατώ.
Με το ένα μου πόδι εδώ,
με τ’ άλλο μου πόδι εκεί,
αλλά και τα δυο, ευτυχώς,  πάνω στο πλεούμενο.
Ένοιωθα κάτι μεταξύ
πατρός του Θεού
και υιού του ανθρώπου,
μα δεν ήξερα ακριβώς τι ήμουν.
Και για ελευθερία αμφέβαλα,
αν η επανάσταση μου έφερε λίγην.
Εν αμφιβολία διάγων,
δεν μπορεί παρά να υπάρχω είπα,
σαν τον Καρτέσιο,
τουλάχιστον εγώ, αν όχι κι ο Θεός, είπα.
Τέλος πάντων. Αποδείχτηκα λίγος
για να φιλοσοφώ, κοινός νους.
Αλλά έψαχνα πάντα, ψαχνόμουν και έψαχνα
κι αυτό στη ζωή
πάντα καλό σου φέρνει.
Κι όπως έψαχνα κι έχανα,  έλεγα:
«Ξεκουράσου παρθένα ψυχή μου
μες στο φως νεαρών οραμάτων,
πριν στ’ αρπάξει η ίδια σου η φύση
και σ’ εντάξει στο χορό των πτωμάτων».








Πρώτη επαφή με τους  ήχους των ουρανών.

Ήταν λοιπόν ένα βράδυ
τις μέρες μετά απ’ την πτώση και την ανόρθωση,
που δεν είχαμε πάλι ψωμί, δεν είχαμε παιδεία,
αλλ’ είχαμε σχετική ελευθερία,
κι ο φίλος ο Χρήστος ο Διαμαντόπουλος
έφερε δίσκους του Θεοδωράκη ν’ ακούσουμε
ένα της τύχης υπέροχο θείο βράδυ.
Ω θεέ μου!! Τι ήταν αυτό που έφτανε στ’ αυτιά μου!!
«Της δικαιοσύνης Ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική,
μη, παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου».
Δεν μπορεί παρά να ήταν όμορφος
αυτός ο Ελύτης. Δεν μπορεί,
αλλιώς που βρήκαν τόση ομορφιά τα
ποιήματά του;
Κι αυτός ο Μίκης, ποιος να ήταν
αυτός ο Μίκης. Γίγαντα τον φαντάστηκα.
Και ήταν. Και είναι.
Η ρότα μου όλη άλλαξε εκείνο το βράδυ
σ’ εκείνο το υπόγειο της οδού Λευκάδος
στην Κυψέλη της μιζέριας μου.
Έστερξε η καρδία μου με τη φωνή του Μπιθικώτση,
συναίνεσα ολόκληρος με το «Άξιον αστί»
κι η ζωή μου  ρολάρισε  στων τεχνών το μεγαλείο.
Έμαθα να τραγουδώ μετά
τον «κυρ Αντώνη» με τη φωνή της Μελίνας,
με του Καζαντζίδη τη φωνή τραγούδαγα
«Το πέλαγος είναι βαθύ»,
με τη φωνή της Νανάς Μούσχουρη
σιγόψελνα την «οδό ονείρων».
«Κάθε σπίτι έχει μια γωνιά για τα παιδιά…»
κι η ψυχή μου έχει μια φαρδιά αυλή για σένα
Θείε Μάνο Χατζιδάκι!

Οι θείοι ήχοι μ’ αλλάξανε τον κόσμο μου.
Η μουσική των ουρανών
είν’ ένας άλλος κόσμος.
Η επανάσταση που είχα κάνει με πόλεμο
ήταν αμελητέα μπροστά στην ανάσταση
που είχε επέλθει στη ζωή μου ,
υπό τους ήχους των μεγίστων ποιητών
και των συνθετών τις χορδές, τις ευαίσθητες,
κάτω από τις φωνές
των γιγάντων της θείας μουσικής τέχνης.
Και ο έρωτας ακόμα,
δειλά-δειλά,
άρχισε να ξαναμπαίνει
στο σεντούκι μου, ξεγελασμένος απ’ τα τραγούδια της ψυχής μου.
Μίμηση θείων προτύπων
Δάκρυα και αίματα ανακατεμένα,
στέγνωσαν κι αυτά κάποια στιγμή
κι ο Καραμανλής που ήρθε
δίνοντας αντάλλαγμα την μισή μας Κύπρο,
μας βάφτισε την πορεία στην ιστορία μας
μεταπολίτευση. Ωραία ήταν.
Εγώ ταξίδευα σ’ ένα νέο πέλαγος
άλλων υδάτων,
με πνοές ανέμων δυνατές, αλλ’ ανάλαφρες,
με μέλλον ωραιότερο να ζωγραφίζετε τώρα
απ’ τα πινέλα της φτώχειας μας.
Και θέλοντας μπροστά να μπω,
να προσπεράσω τα ταπεινά με το πνεύμα μου,
αμέλησα συστηματικά την πορεία μου
προς τον πλούτο των εθνών
κι ατένιζα τα σύννεφα τ’ άπιαστα των ουρανών,
να μοιάσω κόπιαζα στο Ρίτσο
και στο Βάρναλη,
«η ζωή τραβούσε την ανηφόρα»
και σαν κυρ Μέντιος την ακλουθούσα σκυφτός
κι αγκομαχώντας,
«αν ξυπνήσεις μονομιάς
θάρθει ανάποδα ο ντουνιάς»
σκεφτόμουνα κι ήθελα πάλι να μοιάσω
στον Ελύτη και στο Σεφέρη,
αποπλανήθηκα απ’ « της δικαιοσύνης
τον Ήλιο το νοητό»,
«κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα σε κίτρινα φύλλα»
και με την πέννα δόρυ θέλησα
κι εγώ να πολεμώ των ανθρώπων τα πάθη,
αχ των ανθρώπων πάθια, πάθη,
Παπαδιαμάντη μου.
Ήθελα –κι ας μην έγινε ποτέ-
να γίνουνε τραγούδια και τα λόγια μου,
να με διδαχθούν οι επερχόμενοι
κι εμένα! Τι πιο τρανή αποστολή,
τι πιο πανώριος στόχος
στο διάβα μου!
Ν’ αφήσω το λόγο μου
ζωντανό πίσω μου….
αυτό επιθυμούσα.
Κι έγραφα πάλι ποιήματα και ποιήματα,
να κάτι σαν και τούτα:
κακιά απομίμηση θείων προτύπων,
αλλ’ έρωτας μέγιστος
προς τ’ ανθρώπινο πνεύμα.


Αυτά και εγώ πατρίδα
«Αυτές οι πέτρες οι χλωμές και ξάστερες.
Αυτό το χώμα το βαμμένο κόκκινο.
Αυτός ο ουρανός ο γαλανόλευκος,
είναι δικά σου, μόνο δικά σου πατρίδα.

Αυτά τα χέρια , τα ροζιασμένα, που σε θεριεύουνε.
Αυτά τα μάτια, τα δακρυσμένα, που σε χτενίζουνε.
Αυτά τα πόδια , τα λιανά, που σε χαϊδεύουνε,
είναι δικά σου , μόνο δικά σου , πατρίδα.

Αυτός ο άνεμος ο ψυχρός, που ανασαίνεις.
Αυτός ο Ήλιος, ο πηχτός, οπού γεύεσαι.
Αυτή η μπόρα, η καυτή, που σε νιώνει,
είναι δικά σου, μόνο δικά σου πατρίδα.

Κι εγώ ο φτωχός και χλωμός αντάρτης,
με την σκουριασμένη πέννα στο χέρι,
με το μπαλωμένο πανωφόρι στην πλάτη των ονείρων,
είμαι δικός σου, μα μόνο δικός σου, Ελλάδα!

«Μες στην υπόγεια την ταβέρνα» ύστερα
λαχάνιαζα να μιμηθώ το Βάρναλη.
Βίβα και άντε. Κι όταν μου πέρναγε το δάκρυ
απ’ τους μοιραίους,
πάλευα το κακό το ριζικό μου
κι έγραφα τη μοίρα τη δική μου,
μπας και βασκάνει η γραφή τους πόνους μας
και ηδονή προσωρινή τους κάνει.


Εμείς οι τρεις
Εμείς οι τρεις σμίγουμε μόνο στην ταβέρνα.
Σμίγουμε μόνο σαν αδειάζουν τα ποτήρια μας,
όταν κρατάνε το τιμόνι οι ψυχές μας.
Ο Μήτσος βίτσιο τώχει να φωνάζει πάντα «κέρνα»
κι ο Γιώργης «βίβα να μας ζήσουν τα μουλάρια μας».
Οι τρεις μαζί : «βίβα να κλείσουν οι πληγές μας!».

Μα είναι πολλές , πανάθεμά την τη ζωή μας,
και το κρασί, να πάρ΄ο διάολος, στα χείλη μας
πότε γλυκό, πότε πικρό, δεν μας γιατρεύει.
Όπως μας τράβαγε ο δάσκαλος τ’ αυτί μας,
μας το τραβούνε οι οχτροί μας και οι «φίλοι» μας
κι όλο η ψυχή μες στο κρασί χαρά γυρεύει.

Όταν το πίνουμε σταγόνα τη σταγόνα,
δάκρυα έρχουνται , ξεπλένουν τη κατάντια μας,
μα η χαρά κοντά-σιμά και μακρυά μας.
Αχ, άντε πάλι να ριχτούμε στον αγώνα,
άντε και βίβα μήπως σβήσει το φαρμάκι μας,
άντε κοντα ΄ναι, νάτα, πιάστα τ’ όνειρά μας.

Εμείς οι τρεις σμίγουμε μόνο σαν τα πιούμε,
σμίγουμε όντες σβήνουμε, σαν κλαίμε  κι όταν βρίζουμε
κι όταν κι οι τρεις μες στο μεθύσι να πεθάνουμε ποθούμε.

Κατά τις δυνάμεις μου
κάτι κατάφερα κι εγώ στο μέτωπο
της αθανασίας, έλεγα τσαλακώνοντας τα χαρτιά μου.
Διάβαζα και τους λόγους του μέγιστου Καβάφη
κι έπαιρνα τα πάνω μου.
Είχα γράψει ήδη δέκα ποιήματα.
Κάτι είχα κάμει κι εγώ στη ζωή μου.
Το πρώτο σκαλοπάτι μου.
«Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·», είπα.



Γνωριμία με τον Επίκουρο

 Εκείνο τον καιρό ο σπουδαίος πατέρας,
που δεν είχε λεφτά,
μου έστειλε, αντί για τσεκ,
ένα χοντρό βιβλίο.
«Επίκουρος ο Αθηναίος»
ποιος ήταν αυτός;
Κι εγώ , που πάντα ψαχνόμουνα,
το ρούφηξα σαν γάλα μητρικό,
του ήπια όλη τη συσσωρευμένη αξία,
διάβηκα τον ποταμό κι αγκάλιασα τη σοφία,
την άνευ πόνων ηδονή και ευδαιμονία.
Έκτοτε εγώ ο ταπεινός, ο μικρός και ασήμαντος
έμαθα να παραβγαίνω όλων των Θεών
και ν’ αψηφώ τον κάθε είδους φόβο.
Πήγαινα στις κηδείες των φτωχών
που πέθαναν ευτυχισμένοι
και στων άλλων των πολύ φτωχών
κι έγραφα δίπλα στα μνημούρια,
ποιήματα έγραφα για τους ασήμαντους,
πάλι έγραφα ποιήματα σαν και τούτο
που ήταν για έναν τυχόντα Γιάννη Αγιάννη:


Φτωχός ως το θάνατο.

Ένας μαύρος ξύλινος σταυρός
με τ’ αρχικά του,
μ’ έτος γέννησης κι έτος θανάτου
είναι στο μνήμα του πάνω στητός.
Κι ένας κυπάρισσος πανύψηλος,
δεκάπηχος και άνω,
στέκεται όρθιος εκεί ‘πό πάνω
και με τις ρίζες του
όλο ρουφάει, καμαρωτός.

Ήταν φτωχός στη ζωή,
φτωχός ως το θάνατο,
κουρελής,
δεν είδε μέρα καλή
ούτε στη γη,
ούτε στο νεκροταφείο.
Κανείς δεν τον θυμήθηκε ποτέ,
ούτ’ άνθρωπος,
ούτε Θεός,
γιατ’ ήταν βολικός.
Και πέρασε πολλά δεινά στη ζωή του,
πείνα, ξυπολησιά, αρρώστιες,
φτωχός ως το θάνατο,
προς τιμήν του.

Ένας πλούσιος που έμαθε πως πέθανε
ο άνθρωπος αυτός,
καθησύχασε τη φαμίλια του
και τους βεβαίωσε πως άγιος
θα γίνει, ο αείμνηστος.

Ένας άλλος κουρελής, ξυπόλητος, ταπεινός, 
έλεγε πως σίγουρα ο φίλος του,
εκεί που πάει, διάολος θα γίνει
και θα γυρίσει εκδικητής και δυνατός.

Μα μάλλον άστοχα μιλήσανε κι οι δυο,
καθώς εκεί εμπρός,
ένας κυπάρισσος , πανύψηλος,
δεκάπηχος και άνω,
στέκεται όρθιος στο μνήμα πάνω
και με τις ρίζες του
όλο ρουφάει, ο καψερός.





Νάτος και πάλι ο έρωτας στη γνήσια μορφή του!

Τις μέρες εκείνες λοιπόν,
περιπλανώμενος στα πελάγη
των τεχνών και της γνώσης,
είχα μάθει ήδη κι εκείνο το μέγιστο όνομα,
Επίκουρος, προσκυνώ τον!
κι έτσι όπως ήμουν
στις μέρες της δόξας του σώματος
και ευτυχούσα χωρίς πόνους και στόνους
κι ευδαιμονούσα εν μέσω πλειάδας
φίλων αληθών και πιστών
και μου ήταν αρκετό  τελικά το νερό και το ψωμί
για να παραβγώ του Δία,
ο έρωτας με είδε και με σεβάστηκε
και μου έστειλε συμπληρωματικά
την δική του ευτυχία,
ώστε να θεμελιώσω πλήρως
την ολότητα της ενανθρωπήσεώς μου
και να επιγυναικώσω το θρόνο της καρδίας μου.
Τα μάτια της  ήταν ουρανιά,
σαν τον ουρανό της τότε Αττικής.
Τα μαλλιά της ξανθά
σαν τους ατμούς της Αίτνας.
Τα χείλη της απόσταγμα αίματος,
οι μαστοί της  ροδάκινα των Μητάτων
κι από αητονύχι  στυφόγλυκο της Σκάνδειας
οι ρόγες των ροδακίνων.
Το κορμί της όλο,
από Πεντελικό μάρμαρο,
έργο του Φειδία που ανατρίχιαζε!
Μα πάνω από όλα ο κόλπος της,
αχ, ο κόλπος της!!
Σαν τον κόλπο του Αυλέμονα
βαθύς και ηδύς!!
Έψαχνα στους ουρανούς και στο σύμπαν
την ολότητα
και την πέτυχα στην απλότητα
της εισβολής μου εκεί
με όλες μου τις δυνάμεις,
με όλα τα επί μέρους στοιχεία
της ύπαρξής μου.
Κυρίως με τες δυνάμεις ψυχής τε και καρδίας
που αυτές αποτελούν τον κορμό του όλου.
Και του νου βέβαια,
που στρατηγός είναι και καθοδηγεί
τα στίφη των συναισθημάτων.
Ήταν η πρώτη φορά.
Ω σάρκα και πνεύμα μου,
ω ψυχή και ω λογικό μου!
Τίποτα φοβερότερο απ’ εκείνην τη στιγμή.
Τίποτα ωραιότερο μέσα στ’ απέραντο κάλλος του κόσμου...του κόσμου!
Τίποτα θεϊκότερο από τον πρώτο εκείνον  συνευρεμό μου!
Ανάμεσα στο Μίκη και στο Μάνο,
με τη Τζόρτζια καρφωμένη στα χείλη μου,
με ψωμί και νερό πεντακάθαρα,
χωρίς χρήμα και πόνους  και έννοιες φτηνές,
ήμουν τότε εγώ ο θεός οπαδός, τι οπαδός!
Γιος του Επίκουρου ήμουν ίσως. Στα άκρα ευτυχής.
Τέλειος μέσα στο σύμπαν. Κι ο Ιησούς με κοίταζε
παραξενεμένος. Πόσο πολύ ξέφυγα
απ’ το μοναστήρι!

Ξεπέρασα σε ευδαιμονία τον Αδάμ πριν την πτώση!
Ανταγωνιζόμουνα  σε ευτυχία το Δία, ω θνητοί!
 (Τ’ ακούς Άνταμ Σμίθ; Τ’ ακούς μπάρμπα Κέυνς;)


Οι επιρροές των άστρων και του έρωτα.

Η ολότητα μες στην απλότητα  του έρωτα,
του κυρίαρχου του κόσμου!
Κι εγώ που την έψαχνα στις φιλοσοφίες!
Τίποτα πιο ακριβό από τον προορισμό
που η ίδια η φύση στον καθορίζει!
Τζόρτζια, Τζόρτζια, Τζόρτζια!
Μέσα στην ηδονή των μη πόνων,
ο έρωτας ήταν πάνω απ’ όλες τις δράσεις μου.
Μηχανή και σκαρί και τιμόνι,
όλα στα χέρια του τ’ άφησα.
Ο έρωτας, ενσαρκωμένος πια κι όχι μόνο ουράνιος,
εξίσου σαρκικός και ψυχικός άμα,
έπαιζε τις χορδές μου νύχτα και μέρα
κι αλάφρωνε τα μέλη μου διαρκώς.
Μου τάρασσε τη ζωή με το αναδευτήρι της ποίησης,
μου ξεχείλιζε διαρκώς το καζάνι της ψυχής.
Λόγια γλυκίρροα του έρωτα τρέχαν
στους δρόμους μου
και στην πλώρη μου μπροστά η Πολύμνια
και η Ερατώ
χοροπηδούσαν και μου έφεγγαν. «Ζήσε», φωνάζαν.

Κι εγώ ζούσα, ω Θεοί, πόσο ζούσα,
όσο φως μια ρουφούσα , δύο σκορπούσα!!

Ήταν η δεύτερη φορά που τρυφερά ενωθήκαμε,
όταν τούτο το πύρινο ποίημα
ανεξέλεγκτα, αλλ’ αναγκαία  έλαχε
εκ βάθους φωτεινό ν’ ανατείλει:

«Σ’ αγαπώ, είπα κι έσβησα»,
έτσι ήταν ο μικρότατος τίτλος.

« Νύχτα…….
το κρεβάτι απαλό, τα αρώματα,
το φως χαμηλό, ρόδινο χρώμα.
Η αυλαία ανοίγει.

Σ’ αγαπώ, είπα, θάλασσα
κι αναρρόφησα το Φλοίσβο
που καθότανε ένοχος
στο πεζούλι των χειλιών της.
Η γλώσσα….η γλώσσα
αναδεύει το ρίγος μου.
Προχωρούσα και ψαχούλευα,
τρυφερή η ευαισθησία μου
σαν το έσω των ποδιών της .
Στα νεφρά ένας άνεμος
που φουντώνει και φουντώνει.
Ω, πόσο υψώθηκε το άγιο λάβαρο!
Να! κι ο Παράδεισος ! Η πύλη ζυγώνει!

Ω, γλυκιά νύχτα…!
Οι χυμοί των μαστών της ποταμός,
Κασταλία ηδονής,
που;
εκεί, 
στους Δελφούς των ποδιών της.
Πάω να ψάξω στα κρυφά
το χρησμό που εξηγεί
το γιατί της ύπαρξής μου.
Πάω να κρύψω εκεί
την κατάρα της λήξης μου.
Πάω εκεί ν’ αυγατίσω τη ζωή
με τη ροή μου.

Σαν γλυκάνω το δάχτυλο
στον ιδρώτα του Ευρώτα,
θα εισχωρήσω απόψε
στην πηγή της ζωής!

Επιβλέποντας τον πόθο της,
εισέρχομαι στ’ άδυτα,
περικλείω το αιώνιο
στην τελούμενη στιγμή.

Ο ρυθμός της, οι κραυγούλες της,
οι θωπείες και οι έλξεις της,
η ανάσταση που κρύβεται
στου σπασμού της την ορμή…

Δεν αντέχω Γη και Ήλιε μου!!!
Σκέπασέ με , Ουρανέ….

Το μυαλό μου αδράνησε,
μα οι δυνάμεις μου στο επίκεντρο
δίχως έλεγχο απ’ το νου.

Ας ξεσπάσει ο θερμοπίδακας….
Ας εκπέσει η ψυχή μου….
Ας εκπορευτεί το πνεύμα μου….
Ας σε κάνω όλη δική μου……

Στ΄ανοιχτό της το στόμα,
στα κλειστά βλέφαρά της,
στα τρεμάμενα σκέλη της,
στους μαστούς, στα μαλλιά της
το μπουρίνι μου απλώθηκε
και ο πόθος γαληνεύθει.

Τα μέλη μου, κέρινα ομοιώματα
και λιώσαν. Ο ιδρώτας καταστάλαξε,
η ειρήνη ενσαρκώθει.

Ω πράξη ενοχής
και αθώα σαν βρέφος!
Ω πράξη του πρώτου
και του έσχατου τέκνου!
Ω πράξη πανίερη,
βδελυρή κι αναπόφευκτη!
Ω κορμί, Τζόρτζια , ήλιε μου,
ηδονή θεϊκή μου!

Νύχτα…..
το κρεβάτι απαλό, τα αρώματα,
το φως χαμηλό, ρόδινο χρώμα.
Η αυλαία που πέφτει.
Η μέρα που έρχεται……
Σ’ αγαπώ είπα κι ανέτειλα
δίπλα στον Αυγερινό μου».

Τούτα ήταν τα λόγια
που ύμνησαν το σώμα μου
σαν ενώθηκε με άλλο
και την πράξη την άξια.
Την αξιότερη ίσως
προ των πυλών του Άδη.
Φως, φως είν΄ο έρωτας,
περισσότερο φως,
φως, φως, περισσότερο φως!
Φως είν’ ο έρωτας; Μίλα μου, Γκαίτε.


Κι άλλα κύματα ποιημάτων

Θυμάμαι, όταν ήμουνα κούτσικος,
η γιαγιούλα μου έλεγε πως
τα ποιήματα κουρνιάζουν σαν κοτούλες
στα σύννεφα κι αν γυρίσω το καπέλο μου
ανάσκελο κάτω απ’ τη βροχή,
μπορεί να μάθω κι ο κούτσικος εγώ,
κούτσικα ποιήματα να γράφω.
«Το καπέλο σου θα γιομίσει με ιάμβους
και μ’ αναπαίστους
και με τροχαϊκούς»,
έτσι έλεγε η γιαγιά,
η φεγγαροπαραμυθένια,
που όλο μαντιναδολόγαγε
όσους αγαπούσε.
Έτσι κι έκανα κι εγώ
και μάζευα που και που
στα παιδικά μου χρόνια,
μάζευα ‘κανα ποίημα μικρό στο καπέλο μου
όταν έβρεχε.
Τι χαρά με το λίγο! Τι χαρά!
Μα όντες μεγάλωσα
και μου δείξανε την απληστία
κι  είχε μεγαλώσει πιότερο η επιθυμία μέσα μου,
παραμόνευα πότε θα μαυρίσει
το σοροκολέβαντο , ο οστριογάρμπης
κι έπεφτα στα γόνατα:
«Δος μου και μένα ένα σύννεφο,
δος μου και μένα ένα σύννεφο»
-εκλιπαρούσα το Γαρμπή-
μα ‘κείνος τα χάριζε όλα στον ουρανό του
κι ο ουρανός έβρεχε πολύ
κι ωφελούμουν έμμεσα ο ωφελιμιστής
απ’ την καλή σοδειά,
έχανα όμως το σύννεφο
που θα μου ‘ φερνε των αναπαίστων
τα πολυθόθητα δώρα.
Ώσπου πια ξέχασα της γιαγιούλας τη συνταγή
και ανέτρεξα στις ατραπούς της ψυχής μου.
Στο λαβύρινθο του έσω μου
δια του μίτου του νου μου.
Κι όλα αυτά μού τα ξεκίνησαν ο έρωτας
κι η επανάσταση, η εξέγερση κι ο έρωτας,
όπως είδατε ,
ντριν, νταν, ντρον, λα, τραλαλά,
τραγουδούσα συνεχώς κι έγραφα όλο έγραφα.
Έγραφα για τα πάντα, δηλαδή για τον έρωτα.
Ντριν, νταν, ντρον, λα, τραλαλά,
τατατά τατατά, τατόρα……
ευλογημένη ώρα…
Ευλογημένη ας είναι
η υπερκόσμια μουσική
που μ’ οδήγησε έντιμα
στο κουσούρι μου τούτο.
Ευλογημένη ας είναι η αναγκαιότητα
που δημιούργησε για μένα νοημοσύνη
κι ευλογημένη ας είναι και η τύχη μου,
που τυχαία έφτιαξε την ψυχή ,
τα αισθήματα  και τα συναισθήματά μου.
Ευλογημένα ας  είναι και τα πάθη κι οι πόνοι,
η αλμύρα των κυμάτων κι η γλυκύτης των αιμάτων
π’ όλ’ αυτά με ποιήματα τυλίγαν τη  ζωή μου.



Ρεσάλτο στον πρώτο θάνατο

Και περνούσαν οι μέρες
και περνούσαν οι μήνες
κι όπως όλα κάνουν κύκλο,
τα λουλούδια καρπούς κι οι καρποί σάπια σάρκα,
έτσι είναι κι ο έρωτας και τα πάθη των ανθρώπων.
Το καράβι μου γοργόπλωρο τη ζωή μου διέσχιζε
κι ήταν πρόσκαιρα τέλειο το μεγάλο μου ταξίδι.
Μα όπως έλεγε ειρωνικά κι ο Μενέλαος Λουντέμης
«τα κεράσια και η ευτυχία των φτωχών
δεν βαστούν δεύτερη μέρα».
Και η Τζόρτζια έφυγε μακριά , σε ξένα μέρη
γιατί εκεί την εγέννησε η ζωή των γονιών της.
Στο τόπο αυτόν τον αλαργινό
έπρεπε να γυρίσει και πάλι.
Μα θ’ επέστρεφε γοργά. Έτσι σχεδιάζαμε.
Θα την περίμενα αιωνίως εναγωνίως!
Την φίλησα τελευταία φορά
στ’ ανατολικό αεροδρόμιο των Αθηνών
στις μία και μισή το πρωί στις δώδεκα
εκείνου του κακού Γενάρη.
Γεμάτο μετανάστες το αεροσκάφος
έφυγε για την δεύτερη πατρίδα εκείνη, τη δανεική,
φορτωμένο και με τα όνειρα τα δικά μου,
του πρώτου μου με σάρκα έρωτα, του μεγαλύτερου
μες στην μικρότητα της δικής μου ζωής.
Διακόπηκε η πρόσκαιρη τελειότητα
της πορείας μου τότε,
κι απέμεινα και πάλι ολομόναχος
στα πελάγη των διαδρομών μου να ταξιδεύω
ανεξέλεγκτα,
με την τύχη και την αναγκαιότητα πάλι
πυξίδα και εξάντα μου
και τον θλιμμένο μου έρωτα τιμονιέρη πάντα,
τον δε Επίκουρο στη σκέψη μου
να μου διορθώνει τη θλίψη.

Τις μέρες εκείνες, τις μετά απ’ το όλον,
ζούσα για να την σκέφτομαι
και να την αναμένω.
Γιατί ο όρκος έλεγε ότι τα κορμιά
που αγαπηθήκανε πέρ’ απ’ το πολύ,
κοντά σιμά το μέγεθος του χρόνου
και του χώρου του μεγάλου,
το χωροχρονικό διάστημα που τα χώριζε,
θα το εκμηδένιζαν.
Χώρος και χρόνος μηδέν,
εάν ο έρωτας ισούται με άπειρον.
Έτσι νόμιζα.


Κι όμως! Πώς να νικήσει η πεθυμιά
την μαύρη,  την καταραμένη  αλήθεια;
Τίποτα δε υπάρχει πιο δεινό, πιο αβάσταχτο,
απ’ την απόδειξη πως το κακό είν’ αλήθεια.

Μόνος μου βρέθηκα ξανά,
καραβοκύρης  στο σκαρί και καπετάνιος του μαζί,
μούτσος και κωπηλάτης.
Να ταξιδεύω τώρα  μου άρεσε μοναχικά
τα σούρουπα προς τα πίσω
και να κυνηγώ τον Ήλιο στη δύση του,
παραγγέλνοντάς του να μου φέρει τ’ όνειρο
μαζί με το ξημέρωμα, που πάντα
πίσω , απ’ τη μακρινή ακτή, το φέρνει,
το ξημέρωμα της κάθε ημέρας,
αλλά φοβόμουν ταυτόχρονα τη νύχτα
που ανελλιπώς τα σούρουπα όλα,
τα συνόδευε γυμνή και στυγνή.
Για να τον ξεγελώ τον φόβο μου,
μάλωνα με τον Ήλιο κάθε που βασίλευε
γι’ άσχετα και παλαβά:
«Γιατί καλέ μου φίλε, γιατί σβήνεις το φως
και δίνεις πασαπόρτι στην απατεωνιά;
Κι εμένα που δουλεύω γιατί με σταματάς
στερώντας τη μορφή απ’ το έργο μου;
Γιατί με τρομάζεις με τόση σκοτεινιά;».
«Άκου, μου ‘λεγ’ ο Ήλιος,
άκου τέκνο…. τέκνα μου όλοι σας.
Και το σκοτάδι στο ‘ φκιαξα,
για να κρύβεις τον έρωτα ».
Αναλογίστηκα , διαλογίστηκα, μα δεν διαφώνησα,
διότι ο πάτερ είναι άγιος δέσποτας!
Είπα  ναι στα δευτερεύοντα.
Συνέχισα  όμως να τραγουδώ,
όντας ερωτευμένος ,
και να παρακαλώ τον Ήλιο να την φέρει
στο χωρόχρονό μου πάλι.
Στα μύχια την αγκάλιαζα της φαντασίας
τα κάστρα κι ούτ’ έπαψα να την ποθώ,
να την αναζητώ όλα τα σούρουπα,
να αναπολώ και να νοσταλγώ,
να εκλιπαρώ τον Φαέθωνα πίσω να μου την φέρει.
Μου άρεσε να ταξιδεύω τα σούρουπα
και να κυνηγώ τον Ήλιο στη δύση του,
αλλά φοβόμουν ταυτόχρονα τη νύχτα
που ανελλιπώς τα σούρουπα όλα,
τα συνόδευε γυμνή και στυγνή.

Ένα τέτοιο σούρουπο, λίγο πριν σκιάσει ,
λίγο πριν παύσει η νύχτα το φως μου,
λίγο πριν την αγκαλιάσω πάλι στα μύχια
της φαντασίας τα κάστρα,
καθισμένος πάνω στην πέτρα της ακτής μας,
πάνω στο βράχο σ’ εκείνα τα μέρη
που την πρωτοφίλησα,
εκεί που ήμουν πολυπλημμυρισμένος
από το φως του μέλλοντος,
εκεί που ρουφούσα το πορφυρό του πελάγους,
χωρίς να γνωρίζω πως αίμα το έβαψε,
σκίασε διαμιάς τα όνειρά μου
ένα μαύρο περιστέρι ταχυδρομικό
που μου κουβάλησε το τηλεγράφημα,
ένα μαύρο, κατάμαυρο κακό  περιστέρι
που ήταν κατά πρόσωπο Αυτός,
ο Θάνατος:
« Μας έφυγε σήμερα η καλή μας Τζόρτζια
προς τους ουρανούς»,
έλεγε. Πόσο λιγόλογο το πολύ κακό!
Ετών είκοσι.
Μα πως; Ποιος καρκίνος; Ποιος; Που ήταν ο Θεός;
Κι εγώ που την περίμενα να ρθει σε τρεις μήνες;
Γιατί δεν το ήξερα; Γιατί δεν μου το είπε;
Ω , λατρευτό μου όνειρο,
πόσο καλά τον έκρυψες το βρωμερό το θάνατο βαθιά μέσα στον κρύφιο έρωτά!
Στον έρωτά μας. Γιατί; Γιατι; Γιατί;
Αναλύθηκα χάμω, στο βράχο που έτρεμε
κι έκλαψα εκεί επί τρεις μέρες και τρεις νύχτες
και  την τέταρτη νύχτα έγραψα πάνω στην πέτρα ποίημα με των δακρύων την πένα
για τον αποσπερίτη που έδυσε ανεπιστρεπτί,
για τον Αυγερινό που δεν ξαναβγήκε,
για την καρδιά μου που δεν ήταν βράχος,
για την πέτρα εκείνη που καθόμασταν μαζί,
για την πέτρα εκείνη που μου είχε απομείνει:

Αστέρι μου.

Τα όνειρά μου χάθηκαν.
Δεν έμεινε κανένα.
Τα βρήκε όλα κεραυνός,
τα ξέκανε φωτιά.
Στον κόσμο πάλι μοναχός.
Δεν έχω πια εσένα.
Πως μ’ έφυγε γι’ αλλού το φως;
Ποιος το έθαψε βαθιά;

Που ‘σαι χαρά της νιότης μου,
ανθέ της άνοιξής μου,
μαλαματένιο, λαμπερό
αστέρι μου ξανθό;
Που πήγες, που με άφησες;
Το δώμα της ψυχής μου
σύννεφα το σκεπάζουνε
‘πο στάχτη και καπνό!

Ο ήλιος μ’ εγκατέλειψε,
έπαψε ν’ ανατέλλει,
το χαμογέλιο έπαψε
στα χείλη μου να σκα.
Μονάχα δάκρυα μου ‘μειναν.
Σαν πυρωμένα βέλη
κτυπούν τη θλίψη, την πολλή,
μα ‘ κείνη με νικά.

Κι αν η ζωή κυλλά μπροστά,
εγώ ,να, πίσω κάνω
και με τη μνήμη προσπαθώ 
να ζήσω τις στιγμές
που μου ΄δινες τον ουρανό
κι εσύ έν’ άστρο επάνω,
μ’ εκέρνας την αγάπη σου
με γέλια, με χαρές.

Τριγύρω μας τα λούλουδα
και τα δεντρά κι οι πέτρες,
χαιρόντουσαν τη νιότη μας,
φιλιόντουσαν κι αυτά
και τραγουδούσανε με μας.
Ευτυχισμένες ώρες,
που θα κρατούσαν, λέγαμε
κι οι δυο, παντοτινά.

Κι ήτανε όμορφ’ η ζωή,
όμορφη σαν κι εσένα,
σαν του πελάγου τη δροσιά,
σαν της αυγής το φως.
Ήτανε και τα νιάτα μου
σε σένα σκλαβωμένα,
μα στη σκλαβιά σου, αστέρι μου,
εγώ ήμουν Θεός!

Όλος ο κόσμος ήτανε
μικρός, φτωχός και λίγος.
Δεν χώραε την αγάπη μας,
τη νιότη, τη χαρά.
Δεν χώραγαν οι πόθοι μας,
του έρωτα το ρίγος,
τ’ ονείρατα που κάναμε
με ξάρτια και φτερά.

Μ’ αυτά που δεν εχώραγαν
στου άπειρου την πόρτα,
τα σκέπασε στον τάφο σου
η πλάκα η μαβιά.
Μου τα ‘κλεψε ο Χάροντας
μια αιμοβόρα νύχτα,
μια νύχτα αξημέρωτη,
μαύρη, πηχτή, κακιά.

Σαν άνεμος μού  τ’ άρπαξε
απ’ τα ζεστά μου χέρια,
σαν λυχναράκι σ’ έσβησε
λαμπρέ μου Αυγερινέ.
Σε πήρε. Εξαφάνισε
τ’ αστέρι μου απ’ τ’ αστέρια.
Σε πήρε Τζόρτζια λατρευτή!
Σε πήρε Ουρανέ!

Αυτό τότε έγραψα και το υπέγραψα
με δάκρυα μπλε, της θαλάσσης
και με το μαύρο κάρβουνο της ψυχής.

Ωδές στη θλίψη

Στων μικρών ονείρων το πέλαγος
ξαναγύρισα,
την αγάπη μου όλη
την μαυρόντυσα
και το φως του Ήλιου τ’ απαρνήθηκα
ώσπου να βρει πάλι η ψυχή τη ρότα της.
Σφαίρες αναμνήσεις
με σκοτώνανε,
μου ‘ λειπε ο έρως
και ο άνθρωπος.
Όταν ο θάνατος σε πολιορκεί,
γράφε ωδές στη θλίψη,
- μού ‘πε ένας γέροντας-
μα μην τον αφήσεις να σε κερδίσει.
Η ζωή έχει ανάγκη από ζωή,
έλεγε ο γέροντας , που με συλλυπούταν.
Κι ο πατέρας στα γράμματα που μου έστελνε
απ’ το νόστο νότο,
«κοίτα, μου’ λέγε, παιδάκι μου,
να τελειώσεις με τα γράμματα,
τις σπουδές σου πρώτα,
τις μεγάλες
και μετά γράφε και ποιήματα,
μιας και στα ’σπειρα στο ζεστό σου αίμα».
Και η μάννα η λατρευτή, που ήτανε αγράμματη,
έβαζε το «γέρο» να μου γράψει την ευχή της:
«Κάνε προκοπή στα γράμματα, τι τα γράμματα είν’ αυτά που θα μας σώσουν. Ζιε και τη ζωή, μα διάβαζε
κι έχει μέρες και για έρωτα,
σαν με το καλό μεστώσεις,
θα χαρείς και το φιλί,
οπού νάχεις την ευχή μου!».
Κι εγώ άκουγα , γνωρίζοντας
πως τα δάκρυα μου σμίγανε
με το δάκρυ της βροχής
και χανόντουσαν στο διάβα του
για να κρύψουν απ’ τη μάννα
την κατάρα του θανάτου,
που με τύλιξε.
Η ζωή έχει ανάγκη από ζωή,
είπε ο γέροντας εξάλλου.
Έτσι έπιασ’ απ΄αρχής κι απ’ όλα έκανα,
όσα τη ζωή αυγατίζουν. Μελετούσα,
ζούσα κι έγραφα,
όλ’ ωδές στη θλίψη  έγραφα
και ωδές πικρές στο θάνατο
που μου λήστεψε την ψυχή μου.
Το δεινό έτσι γινόταν πιο αλαφρύ.
Έγραφα πάλι
κι έγραφα τώρα  όλο για πόνο:

Λένε πως είν’ ντροπή να κλαίνε φανερά οι άντρες.
Κι όμως εγώ που άντρας έγινα κοντά της,
αδυνατώ να συγκρατήσω των δακρύων τη ροή
όταν η θλίψη μ’ ακουμπά με τ’ όνομά της.

Χτυπούν μονότονα στο κομπολόι μου οι χάντρες.
Θαρρώ πως ήρθε, ακούω τα βήματά της,
μα πριν προλάβω να φωνάξω, του θανάτου η βοή
βοά και με γειώνει στην ταφόπλακά της.

Λένε πως είν’ ντροπή να κλαίνε φανερά οι άντρες.
Αλλά εγώ, που τη ζωή μού είχες χαρίσει
τώρα που πέθανες , νεκρός κι εγώ, χωρίς ζωής πνοή
ορθάνοιχτη αφήνω των ματιών τη βρύση.

Κάποτε ήτανε η θάλασσα , η γη, ο ουρανός,
ο Ήλιος, το φεγγάρι και τ’ αστέρια,
ο άνεμος, το κύμα, ο γιαλός.
Λαμπρό φως ήταν και τη νύχτα και τη μέρα.
Μα τώρα πια είναι μονάχα ένας καημός,
ένα νυστέρι καρφωμένο στην καρδιά μου.
Είν’ ένας Ήλιος δίχως λάμψη, χωρίς φως,
πάν’ απ’ τα χίλια γκρεμισμένα όνειρά μου.

Κάποτε ήτανε κυκλάμινο και ρόδο μυριστό,
βασιλικός, γαρούφαλλο, ανεμώνα,
γαρδένια, νυχτολούλουδο ζεστό.
Λουλούδι ήταν καλοκαίρι και χειμώνα.

Μα τώρα πια είναι μονάχα μια πληγή,
είν’ ένα βέλος που διασχίζει τα μυαλά μου.
Ένα πετράδι δίχως χρώμα και μορφή
στο δαχτυλίδι , στα νεκρά τα δάχτυλά μου.

 Αχ ο χρόνος, ο χρόνος δεν περνά
όταν δεν έχεις δίπλα σου το μνήμα,
απάνω του να κλάψεις.

Ο χρόνος, ο χαζορολογάς,
τα ρολόγια μ’ όλα έχει χαλάσει.
Ένα μόνο ρολόι που χτυπάει τικ-τακ
είν’ η καρδιά μου,
που μετράει την αγάπη που περνάει
στα βάσανά μου.

Αχ ο χρόνος, ο χρόνος δεν περνά
όταν δεν έχεις δίπλα σου το μνήμα,
απάνω του να κλάψεις.

Ο χρόνος ο στιγμομετρητής,
τώρα πια ανάποδα μετράει
και το μόνο ρολόι που γυρνάει σωστά,
ναι, την καρδιά μου,
την γελάει, την πληγώνει και ξεχνάει
τα όνειρά μου.

Εκείνες τις μέρες ήταν που διάβασα
και τα λόγια του Βολταίρου:
«Η ευτυχία δεν είναι παρά όνειρο,
ενώ ο πόνος είναι πάντα πραγματικότητα».
Ναι αλλά εγώ θα ξαναπάω στον Επίκουρο είπα,
«το δε δεινόν ευκαρτέρητον»,
θα την παλέψω τη ζωή μου με ζωή
κι όσο μπορώ την ξάργητα στον θάνατο θα φέρω!


                                                               

Παλινόρθωση.

Έτσι λοιπόν, ύστερα με τον καιρό πάλι,
όταν πια ωρίμασε ο πόνος
κι έπεσε σαν σάπιο μήλο
στο έδαφος,
πήρα πάλι τη ρότα προς τα γράμματα
και προς την επιστήμη,
με την αναγκαιότητα ξανά μπροστά,
να μου φτιάχνει νου
και την τύχη ξωπίσω,
σαν πλέχτρα,
να μου πλέκει άλλες
καινούργιες  χαρές και καινούργιες λύπες.

Εκείνο το ερώτημα το διαχρονικό
που από παλιά συνεχώς με βασάνιζε,
νάτο και ξεπετάχτηκε ξανά
σαν δαίμονας μπροστά μου.
«Τι γίνεται εκεί πάνω;» έλεγα
κι έδειχνα με το δάχτυλο τ’ αστέρια,
αναζητώντας τακτικά ανάμεσά τους
-μνημόσυνο αιώνιο του πρώτου μου πάθους-
αναζητώντας τακτικά την
ωραιότητα της μη παρθενίας της,
την ομορφιά των δίδυμων αστεριών των ματιών της,
μα κανείς δεν βρισκότανε
με σιγουριά να πει. Τι να πει;
Κι έτσι αράδιαζα μόνος μου
βολετές απαντήσεις,
σαν αυτές που μου είχαν δώσει,
χωρίς να τις ζητήσω, στο κατηχητικό.
Ο Παράδεισος, έλεγα. Εκεί περιέχεται το μέλλον.
Δίπλα στ’ αστέρι σου. Δίπλα
στην ομορφιά των δίδυμων αστεριών των ματιών της.
Κι αμελούσα τον Παράδεισο
που σθεναρά τα πόδια μου πατούσαν.

Όλα χειρίζονται άδικα απ’ το λειψό το νου μας.
Λιγουρεύομαι τ’ άπειρο,
ενώ η Γη μού περισσεύει.
Νοσφίζομαι το τίποτα,
ενώ έχω το όλον!

Αλλά η γη και η φύση μου, όπως μ’ όλους συμβαίνει,
με συνέφερε κι όρθιο μ’ εγκατέστησε πάλι.
Ήρθε η Ελένη, ήρθ’ ένα πτυχίο, ήρθε ο στρατός,
όλα ήρθαν πάλι στη ρότα του μέλλοντος.
Κι έτσι , να , το πλοίο ανοίχτηκε ξανά
στα βαθιά πελάγη της ρηχής ζωής
μ’ όλα τα πανιά του ορθάνοιχτα.
Πρόσω ολοταχώς και πάλι η ζωή μου.

















Ελένη, πτυχίο, στρατός.

Στις αναμνήσεις μέσα ζεστά σε κρατώ
εσένα Ελένη, που δεν ήσουν όμορφη
σαν του Μενέλαου, μα ήσουν ψυχούλα,
ψυχούλα μου,
αγνή, καθαρή, εργάτρια φτωχή,
μα περήφανη για αυτό που ήσουν
και γι’ αυτό που έκανες, αγαπώντας με.

Δεν πέρασε χρόνος πολύς , Ελένη, θυμάσαι;
λίγος ήταν ο χρόνος που σε κράτησα
κι ύστερα ήρθε ο στρατός και με πήρε
κι εγκατέλειψα προσωρινά τη ζωή,
μαζί και την καλή μου Ελένη.


Εντωμεταξύ κατά την ορκωμοσία μου
στην Ανωτάτη Εμπορική, ορκίστηκα
να είμαι χρήσιμος στην ανθρωπότητα,
-μεγαλόπνοα λόγια αλώβητων ανθρώπων,
μου είπε ο καθηγητής που εκτιμούσα,
γνωρίζοντας καλά πως κανένας δεν μένει αλώβητος-
να υπηρετώ τα υψηλά ιδανικά της ελευθερίας
και της δημοκρατίας με δικαιοσύνη και ανιδιοτέλεια
- μεγαλόπνοα λόγια μικρών ανθρώπων, μου είπε πάλι, γνωρίζοντας καλά αυτούς που τα υπόσχονται, -
κι υποσχέθηκα στον εαυτό μου,
ο επιστήμων εγώ,
να φανώ αντάξιος της παιδείας που έλαβα
και να πράττω πάντα το αγαθό,
κάτι σαν τον Ηρακλή κι εγώ,
το δρόμο της Αρετής επέλεξα
με το ρόπαλο στο χέρι
-μακάρι , μου είπε πάλι  ο καθηγητής μου,
με το ρόπαλο να μην σπάσεις
το δικό σου κεφάλι μόνο-.
«Μωρέ εγώ θα κόψω της Λερναίας άπαντα»
έλεγα με σιγουριά.
Που να καταλάβω τότε πως η Λερναία
και χωρίς κανένα κεφάλι απ’ τα δώδεκα
ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει,
ενώ εγώ εξαρτιέμαι απόλυτα
απ’ το αλαφρό μου το ένα!
Αλλά έτσι είναι τα νιάτα.
Χαίρονται με όσα αγνοούν.
Και ευτυχώς αγνοούν κι αυτόν ακόμα με το δρεπάνι,
που τα περιμένει όχι πολύ μακριά,
πεντέξι στάσεις μετά στο μετρό της ζωής.

Στο στρατό υπήρξα ήρωας.
Μυτιλήνη, ωραία Λέσβος της Σαπφούς
και του Αλκαίου, του Πιττακού,
του Τέρπανδρου , του Θεόφραστου, του Αρίωνα,
του Θεόφιλου, του Ελύτη,
πόσο με καλωδέχτηκες δίπλα στους Τούρκους!
Με την εθνική περηφάνια σε έξαρση,
με τ’ αστέρι ν’ αστράφτει στους ώμους,
ανέλαβα διοικητής, ως έφεδρος ανθυπολοχαγός
πυροβολικού, της τετάρτης μοίρας
αντιαεροπορικών και αντιαβακικών  πυροβόλων
που προστάτευαν από αέρα και θάλασσα
την πανέμορφη πόλη της Μυτιλήνης.
Κάθε ομορφιά θέλει τον προστάτη της
κι εγώ ήμουν ο προστάτης της Μυτιλήνης
τω καιρώ εκείνο.
Ζήτω, ζήτω, εγώ ο στρατηγός, φώναζα μέσα μου ,
ζήτω και το έθνος μου το ηρωικό,
αλλά πάνω εκεί που υπερηφανευόμουνα,
έφαγα είκοσι μέρες φυλακή,
αφού με τσάκωσε ο διοικητής μου
εν ώρα επιφυλακής να επικαβαλώ  την κουμπάρα
του ντόπιου επιλοχία μου
μέσα στην αποθήκη πυρομαχικών
με το κράνος στο κεφάλι, την ξιφολόγχη εφ’ όπλου,
τη γεμιστήρα στη θαλάμη, όλα σε επιφυλακή,
πλην όμως παντελόνι και σκελέα
κατεβασμένα στα γόνατα.
Έρωτας πάντων μεν πατήρ
εστι πάντων δε βασιλεύς
κι όχι ο πόλεμος, Θείε Ηράκλειτε
της απέναντι ακτής.
Αλλά ο διοικητής μου,
άξεστος του στρατού άνθρωπος,
της μάχης και του πολέμου πιόνι,
δεν είχε διαβάσει περί τον Ηράκλειτο τίποτα,
ήταν εθνικόφρων για άλλους λόγους
και τον έρωτα εν ώρα επιφυλακής
τον θεώρησε βεβαίως προδοσία.
«Φώναξε ζήτω η Ελλάς»
με διέταξε όταν μου την έριχνε
κι εγώ το φώναξα με στεντόρια φωνή,
ζήτω, ζήτω η Ελλάς!
κι από μέσα μου φώναξα:
«Ζήτω όμως κι η κουμπάρα του Βασίλη».
 Αφού πέρασα κι από τη Θήβα μετά 
κι από το ΓΕΣ ένα μικρό φεγγάρι,
ανήμερα των εικοστών πέμπτων γενεθλίων μου
απολύθηκα, πήρα το πολυπόθητο λευκό χαρτί
με τα μαύρα γράμματα που γράφαν
φτου, ξελεφτεριά.
Στο ηλιοστάσι του Ιούνη πάλι
αποσταυρώθηκα από το στρατό
κι αμολύθηκα στον υπόλοιπο
Γολγοθά της ζωής μου.

Κανείς δεν θα αποδίωχνε το κακό,
αν γνώριζε το χειρότερο.
Από την άλλη μεριά τίποτα δεν μπορείς
να το χαρακτηρίσεις χειρότερο,
αν πρώτα δεν σου συμβεί.
Έτσι ποτέ δεν έχεις επιλογή αληθή,
αλλά επιδιώκοντας το πιο καλό,
στο χειρότερο συνήθως πέφτεις.
Γιατί είναι νόμος του σύμπαντος αυτός,
εντροπίας μοίρα,
η ζωή γενικώς, η ζωή και του σύμπαντος ακόμη,
είναι πορεία φθοράς,
πορεία από το τέλειο προς το τίποτα,
πορεία από την υπέρτατη ομορφιά του νεογέννητου
προς τη σιχαμερή ασχήμια του σάπιου πεθαμένου
που θα αποκαλύψει το σκελετό,
που κι αυτός με τη σειρά του,
βρώμικη σκόνη θα γίνει στο μέλλον.
Φθορά, αιωνίως φθορά,
στον αέναο κύκλο μου επάνω.

Φεύγοντας από το στρατό
και μπαίνοντας στη φάμπρικα ,
είναι βέβαιο ότι χειρότερος γίνεσαι,
όχι μόνο επειδή κι άλλο μεγάλωσες,
αλλά επί πλέον επειδή αναγκάζεσαι
να κάνεις πόλεμο κάθε μέρα,
ενώ στο στρατό εν καιρώ ειρήνης,
ξεκουράζεσαι.


Δούλος εργαζόμενος

Μετά λοιπόν τι σύντομη θητεία
στην επανάσταση και μετά στο στρατό,
ιδού μέλλον λαμπρό
σε πολυεθνικάρα.
Προσλήφθηκα ένεκα καλής γνωριμίας
σε pax Americana  κομπανία.
Ελεύθερος πολιορκημένος
δούλος του μεροκάματου.
Κουρδίστηκα να εξοικονομώ
ακριβώς όσα ξόδευα
κάθε μήνα,
στην πορεία δε, έσπασε το ισοζύγιο
και ξόδευα περισσότερα
απ’ όσα οικονομούσα.
Συνέπεια δάνειο.
Εξέλιπε το «ελεύθερος»
και μετατράπηκα σε υποθηκευμένος
πολιορκημένος,
δούλος του μεροκάματου.


Να ‘μαι και στο συνδικαλισμό 

Κατά τα ειωθότα της απροσδιοριστίας
και των ηλιθίων της κοινωνίας,
απολυόμενος κανείς εκ του στρατού
βρίσκει αμέσως δουλειά
και μετά από λίγο παντρεύεται
για να κάνει κι εκείνος παιδιά,
να μεγαλώσουν, να πάνε πανεπιστήμιο,
να πάνε στο στρατό,
να έχει πάντα το σύστημα ελεύθερους δούλους
της πείνας έρμαια και του κακού εαυτού,
της απροσδιοριστίας εντέλει
κι αυτοί παιδιά ,
ξεπεσμένα σωματίδια του Θεού
διερχόμενα ταχύτατα απ’ το σώμα της Γης μας.








Δοκιμάζοντας την ανδρεία μου.


Μα πριν πεθάνω θα ‘θελα να απολογηθώ
και να ζητήσω την επιείκειά σας.
Από σένα Σωκράτη για το κώνειο.
Από σένα Κολοκοτρώνη για το Παλαμήδι.
Από σένα Καζαντζάκη για τη σταύρωση.
Κι από σένα Αίσωπε για το σκοτωμό σου
απ’ τους παπάδες των Δελφών.
Η απολογία μου έγκειται σε δέκα λέξεις:
«Αν δεν ήσασταν εσείς,
δεν θα ήταν σπουδαία η Ελλάδα».
Εσείς και οι όμοιοί σας βέβαια,
που λίγο πολύ όλοι την ίδια τύχη είχαν.
Συγνώμη δεν σας λέω γιατί
η συγνώμη είναι η μεγαλύτερη ντροπή
του όρθιου ανθρώπου.
Κι εμένα , όσο είμαι όρθιος,
μου αρκεί που ντρέπομαι για τους
δικούς μας που σας σταυρώσαν. Μου αρκεί.
Η συγνώμη μου διόρθωση δεν είναι.

Κι ήρθε ο πόθος και σ’ έκανε πάθος
και μέσω του πάθους
εξαϋλώθηκα.
 Αχ βρε Αϊνστάϊν,
να ‘ξερες πόσο πυρηνική είναι η ψυχή μου
και πόσο εύκολα
διασπάται σε ενέργεια;
e = ψ * c2 , όπου c
το πάθος μου για εκείνην
και καταλύτης της έκρηξης
η αγάπη της.

Πολεμώ κάθε μέρα εναντίον του είναι μου
που αλλόκοτα τη λήθη
έχει κάνει σύμμαχό του και θαρρούν,
πως  μπορούν να υποσκάψουν
των ανθρώπων τα θεμέλια όλα.
Όχι, όχι, ω κακόμοιρα όντα,
όχι λήθη, κοράκι,
δεν θα γίνεις των αξιών μας νεκροθάφτης.
Θα νικήσει η ανάγκη μας.
Κόντρα στην κοινωνία του εφήμερου
θα  υπάρξει η  ανθρωπότητα του αιώνιου.
Πίστεψέ με.
Γράφω για τους αγέννητους
χωρίς να το θέλω,
χωρίς να με θέλουνε,
χωρίς να το ξέρω,
χωρίς να το ξέρουνε.
Ο δρόμος της ανθρωπότητας
μπορεί να είναι ο Θεός μας;
Μπορεί, είπα μέσα μου,
αλλά δεν τον προσκύνησα αυτόν το Θεό,
που στίγμα του έχει
την ανθρωποκοινωνία του κάθε σήμερα.
Α, ναι, γιατί τόσο αισχρή η κοινωνία λοιπόν,
αυτό το παροντικό υποσύνολο
της θεϊκής ανθρωπότητας;
Ακόμα ένα αναπάντητο ερώτημα,
μια μαύρη τρύπα στο νου μου.
Ένας χαμός στο χάος μου,
μια πίκρα στα εντός μου.
Άσε που ο δίπλα ποιητής μου σφύριξε
πως γράφω , (κατ’ αυτόν), για πεθαμένους.
Εδώ είναι που βάρεσε πειράκια
το εγκεφα….φαλουδάκι μου. Βρρρρρρ…,
…..μη μου βαρέσει και μπιέλα!!!!
Δοκιμάστηκε η ανδρεία μου,
μα στον πόλεμο επάνω,
νικητής πάντα ο πόλεμος
και η σύμμαχός του λήθη.

Αποστολή στη δυστυχία

Τι είν’, αλήθεια , ο πόλεμος;
Μια ευτυχία νικητών,
μια τραγωδία ηττημένων;
Μια ιστορία θριαμβευτών,
μια τιμωρία δικαιωμένων;
Ό, τι και ναν’ ο πόλεμος
για όποιους είναι νικητές,
αξίζει. Αλίμονο στου Χίλτερ
και στου Ναπολέοντα το τέλος!

Τούτο το ταξίδι θα ήταν το μακρινότερο.
Νικαράγουα είπαν οι καθοδηγητές.
Και έφτασε το πλοίο μου φορτωμένο
για να δώσει έν’ αμπάρι ελπίδα
σ’ όσους είχαν στο σπίτι τους νεκρούς.
Πέρασαν μήνες έξι σ’ εκείνα τα βουνά
που μαζεύουν κόκο-κόκο τους ξανθούς καφέδες
και που θάβουν με το κάρο
τους νεκρούς του πολέμου.
Είχε πολλήν δροσιά εκείνο το βράδυ
και νόμισα πως εκείνη η δροσοσταλιά
στο ματοτσίνορό της ήτανε απ’ τον άνεμο
φερμένη. Α, όχι… όχι… δεν ήτανε δροσιά.
Απόσταγμα ολονύκτιων δακρύων ήταν.
Η Εύα-Πορφύρα, η νεράιδα της πόλης,
έκλαιγε για το παιδί
π’ έχασε ψες το βράδυ. Το τελευταίο της.
Αλλά έκλαιγε παράξενα,
με ένα δάκρυ μόνο.
Με ένα δάκρυ μόνο, τελευταίο περίσσευμα
των προηγούμενων πόνων.
Από εδώ και μπρος
οι εξειδικευμένοι αδένες  των ματιών
θα απεργούσαν πλέον, αναμένοντας την απόσυρση
της ομορφιάς του κόσμου
από τα καστανόμαυρα μάτια της.
Υπό το βάρος της ολικής δυστυχίας,
τίποτα ηδονικότερο απ’ το θάνατο.
Έτσι περίπου είναι τα πράγματα.
Η καλή μας τύχη είν’ ο καλός μας Θεός
και η δυστυχία μας είναι ο κακός ο διάβολος.
Ο νους μας ανάμεσά τους,
ο υιός του Θεού,
κυνηγώντας τα αναγκαία,
που να προλάβει τα υψηλά.
Πώς να ξεχωρίσει τα δίκαια!

Μέχρι τις έντεκα της άλλης νύχτας
η Εύα-Πορφύρα, η νεράιδα της πόλης,
απέφυγε τη ζωή
και πέθανε εκείνη  ήρεμη,
μασουλώντας ένα φαρμακερό  αγριόχορτο
των βουνών της πικρής της πατρίδας,
συμβιβασμένη πλήρως με την ανοησία
του σύμπαντος
και με την μηδαμινότητα, εντέλει,
του υιού του Θεού,
του νου των ανθρώπων.
Αποδεικνύοντας έτσι άλλη μια φορά
πως η προχειρότερη μορφή της ύλης,
η χειρότερη από άποψη ποιότητας,
η προστυχότερη από άποψη ηθικής,
είναι η ζωντανή,
λόγω του νου, των αισθήσεων,
των παραισθήσεων
και του πόνου.
Ο πατέρας μου πάντως έλεγε,
ακριβώς ό,τι έλεγε
και τούτος ο μελαψός συναγωνιστής,
που της βίδωνε τα μάτια  δίπλα στο σάβανο
για να μην τα ξανανοίξει: «Ω, Εύα-Πορφύρα»,
έλεγε, ( ακριβώς το αντίθετο από μένα),
«τυχερή ύλη , έλεγε, μεγαλούργησες
εν μέσω των πόνων και απόλαυσες
την ωραιότητα της θεότητας!
Κοιμήσου εν ειρήνη τώρα,
χώμα στο χώμα σου, σίδηρος εκ σιδήρου
και μηδέν εκ του μηδενός».
Με πόνεσε πολύ το αϊ κιου μου πάλι
εκείνη τη στιγμή. Το αδιαίρετο ένα,
πως τεμαχίζεται σε μηδενικά;
Με 100 περίπου της κλίμακας Στάντφορντ-Μπινέ,
τίποτα δεν καταλάβαινα,
πέρα απ’ το ότι πρέπει κάποτε
και ‘γω να πεθάνω,
ευτυχής ή δυστυχής, άσχετο.
Συμβιβασμένος πάντως με την αναγκαιότητα
την ηττηθείσα από τη βεβαιότητα
της θανατικής ατυχίας.
Και επειδή η αθανασία είναι βαρβαρότητα
μη ανεκτή , ως φαίνεται, από την ύλη,
θα διαχυθούμε σαν αστεροειδείς που μπήκαν
στην ατμόσφαιρα και καήκανε
και διασκορπιστήκανε στους τέσσερις ανέμους.
Έτσι η αναγκαιότητα θα απαλειφθεί τότε,
μα θα παραμείνει η ύλη μου διασκορπισμένη
και ας είμαι ευχαριστημένος αυτοστιγμεί,
που κατάντησα κάποτε  και ζω, να, τώρα.

Κηδέψαμε την Εύα-Πορφύρα την επαύριο
κι αναχώρησε ύστερα το πλοίο μου
για τους άλλους πόντους, της επιβίωσης,
πίσω, για δουλειά,
στων Αθηνών το κράτος το υπόδουλο
σε σαθρές εξουσίες Ελλήνων,
γύρισα για να γίνω πάλι δούλος-εργαζόμενος,
γιατί είχαν στεγνώσει οι λογαριασμοί
κι εγώ δεν ήμουν απόλυτα επικούρειος πλέον.

























Η χρονιά των ακραίων.

Ήταν εκείνος ο χρόνος που ήρθε δίσεκτος πάλι,
1996 τον λέγανε,
ήταν πάλι απ’ αυτούς τους ακραίους τύπους
που σε σκοτώνουν και σ’ ανασταίνουν
ή το αντίθετο.
Αλλά τούτος ήταν ο πιο ακραίος όλων
γιατί μέσα στο μικρό του διάστημα
διευρύνθηκε η ζωή μου
με την πιο μεγάλη γέννηση
και συρρικνώθηκε από τον πιο μεγάλο θάνατο.
Γέννησα τον υιό μου το μονογενή
και έχασα τη μάνα μου
τη μία και μόνη.

Χαρά, χαρά το Μάρτη,
πένθος απύθμενο το Νοέμβριο.
Τόσο μικρός ο χρόνος!
Αλλά η χαρά και η θλίψη, στοιχειώδεις
δημιουργικές δυνάμεις του σύμπαντος είναι
και μ’ ατσαλώσανε κι εμένα
το νου και το έσω μου
και τραγούδια ανάλογα έγραφα πάλι.

Ήτανε δώδεκα του Μάρτη, στις δέκα το πρωί
που σήμανε για μένα
της αθανασίας το σήμαντρο.
Η καλή μου γέννησε τον μετάδρομό μου.
Γέννησ’ ένα κομμάτι μου,
το όλον μου θα έλεγα,
τον βασιλιά τ’ ονείρου μου,
το γιόκα μου, το γιο μου.
Την μεγαλύτερη τιμή που μου έκανε
άνθρωπος ποτέ,
μου την έκανε σήμερα η γυναίκα μου,
ξαναγέμισε με φως τους ορίζοντες
κι ξαστέρωσε πάλι διάπλατα
το θολό ουρανό μου.
Μου γέμισε ξανά το καζάνι μου
με προορισμό,
να το βάλω στην πυρά της ζωής,
ν’ αναβράσω τον προορισμό
μαζί με τον ιδρώτα μου,
να υπάρχω τυχαία μεν,
αλλά με όφελος κυρίως για το εγώ μου,
το ευρύτερο εγώ,
που τώρα περιλάμβανε και το γιο μου,
έτσι ήθελε να ευτυχώ,
έτσι, στοχεύοντας και γεννώντας ν’ αποφεύγω
το θάνατό μου.
Γονατιστός την φίλησα
δίπλα στο μπέμπη που ρουφούσε
το πρώτο του γάλα
απ’ το μαστό της ζωής.
Ήταν η μέρα εκείνη, θα έλεγα,
η μέγιστη στης ζωής μου τη μεγαλειότητα.

Στη γέννηση του γιου μου
12.3.1996

Καλώς όρισες μικρέ μας στο σπίτι μας,
καλώς ήρθες χαρά της ζωής μας.
Τις αγκάλες διάπλατ' ανοίγουμε,
καλώς ήρθες κοντά μας, ψυχή μας.

Ηρθες κι έφερες όμορφην άνοιξη,
ελουλούδιασαν όλα, ανθέ μας,
κι η ζωή μας απόχτησε νόημα
με το πρώτο σου κλάμα, καλέ μας.

Ελα μπες στη ζεστούλα την κούνια σου.
'Κει κοντά τα πολλά όνειρά μας
φτερουγίζουν και σχήματα παίρνουνε,
που σου μοιάζουνε όλα, χαρά μας.

Η μανούλα  σού στρώνει προσκέφαλο
του λαιμού της το πλάϊ και λέει
νανουρίσματα χίλια για σένανε,
σε ζεσταίνει μ' ανάσα που καίει.

Κι ο πατέρας, γλυκέ κανακάρη του,
χίλιες πόρτες ν' ανοίξει ορμάει,
να σε δει αϊτόν ονειρεύεται
κάθε που τρυφερά σε φιλάει.

Πάρε ό,τι για σένανε κρύψαμε
τόσα χρόνια βαθιά στην ψυχή μας.
Πάρ' την άπειρη κι άφατ' αγάπη μας
κι εσαεί νάχεις κάθε ευχή μας.

Καλώς μπήκες γλυκέ μας στον σπίτι μας.
Καλώς ήρθες καινούργια πνοή μας.
Από τώρα και μπρος κάθε βήμα μας
σ' ακλουθά. Η ζωή σου, ζωή μας.

Αλλά πάνω ‘κει μου μοσχομύρισε
το σπίτι μας από την αθωότητα
της μπεμπεδίλας,
πάνω που ευτυχίσαμε να δούμε
τέκνο στην αγκαλιά μας,
ένας άνεμος κακός πήρε τη μάνα,
τη μάνα μου.
Μέσα στο πλοίο επιστροφής
προς την πατρίδα παραμόνευε ο Χάροντας
με τη μορφή της ανακοπής,
πρώτη Νοεμβρίου , οκτώ το βράδυ
και δεν την άφησε να εκπληρώσει
την υπόσχεσή της.
«Θα σου στείλω τα διπλά, που βγαίνουν πρώιμα,
να μοσχομυρίσει όλο το σπίτι,
να γνωρίσει τσ’ ευωδίες κι ο εγγονός μου».
Αλλά την υπόσχεση αυτή την αθέτησε
εξαιτίας του Χάρου, του κατά πλουν.
Ποτέ πια δεν θα μου έστελνε τα ευώδη
μανουσάκια της,
ποτέ πια δεν θα μου έφερνε
ο αναματατζής την κόφα με τα καλούδια της,
με τα ευώδη μανουσάκια επάνω-επάνω.
Εκείνη μετατάχθηκε στην ευδαιμονία
των ουρανών κι εγώ υποτάχτηκα
στη θλίψη των γηγενών.
Το σκάφος μου πια θα ταξίδευε
με τη μια από τις δύο του τουρμπίνες
για πάντα χαλασμένη. Πεθαμένη!
Έκλαψα πολύ. Σαν κάθε άντρας που τη μάνα χάνει.

Στο θάνατο της μάνας μου
1.11.1996

Η θλίψη σήμερα
βαθιά στα στήθη μου
σκάβει πληγή.
Έφυγες μάνα μας
μόνους μας άφησες
πάνω στη Γη.

Άδειο  το σπίτι μας,
κλειστές οι πόρτες του,
κρύα η γωνιά,
το κρεβατάκι σου
στρωμέν’ απλώνεται
στην παγωνιά.

Το περιβόλι σου
χέρσεψε, στέγνωσε.
Μαύρισ’ η γη.
Στέρεψε άξαφνα
η, που το πότιζε,
χρυσή πηγή.

Όλα τα πράγματα
είναι στη θέση τους,
όμως σιγούν.
Απ’ όταν έφυγες
ψάχνουνε μάταια
ψυχή να βρούν.

Γιατί εσ’ ήσουνα
ψυχή των όλων μας,
ζεστή ψυχή,
π’ όλα τα θέρμαινες
με μόχθους, μ’ όνειρα,
με προσευχή.

Σ’ όλη τη ζήση μου,
σαν θα σε σκέπτομαι,
θα κρυφοκλαίω
κι όταν τα δύσκολα
θα με κυκλώνουνε
«μάνα» θα λέω.

Και τότ’ η ευχούλα σου,
π’ αυτή δεν πέθανε,
θα περιβάλλει
όλο το είναι μου.
Μες στην αγκάλη σου
σαν να ‘μαι πάλι.

Πόσο όμοια είναι τα πράγματα
πάνω στη Γη. Πόσο ίδιες οι καταστάσεις
που περιλούζουν το είναι μας!
Πρόφιτ εντ λος κάθε μέρα στη δουλειά μου.
Κέρδη και ζημίες μετρώ
και  μέσα στην ανθρώπινη υπόστασή μου.
Μέγιστο κέρδος ο γιος μου,
μέγιστη ζημία ο τάφος της μάνας μου.
Αλλά ζωή, τι να πω,
χωρίς τον κυματισμό των συναισθημάτων,
βουβή, νεκρή έρημος ίσως θα έμοιαζες.
Χωρίς τα τρανταχτά σκαμπανεβάσματα,
ίσως με βάρκα να έμοιαζες που σαπίζει
στην νηνεμία, στην ακινησία των υδάτων
μιας βουρκολίμνης.
Αλλά οι βουρκολίμνες σε ποιον αρέσουνε;
Σε κανέναν. Ούτε και σε μένα.
Έτσι, μετά τα δυνατά τα γεγονότα εκείνου
του δίσεκτου χρόνου,
ως επανήλθε ισορροπία στα συμβαίνοντα,
εγώ ξανανοίχτηκα με το σκάφος μου
στα πέλαγα της ζωής μου,
συνέχισα να παλεύω με τα μακρόσυρτα
κύματα του Βορρά και του Νότου,
τις αγέλες των υγρών γιγάντων,
μα και ν’ απολαμβάνω της αυγής το ροδοκόκκινο
και της δύσης το αιμάτωμα,
το πορφυρό του πελάγους

0

Κατέκαψε τον πλούτο της φύσης μας,
τα δέντρα τα τρισαιωνόβια των προγόνων,
κατέκαψε τον κέδρο εκείνο τον άρχοντα,
που στεκόταν επί δέκα αιώνες
μπροστά στην κατούνα μας, φύλακας,
αδερφός, άγγελος του Παραδείσου μας.
Όταν αντίκρισα το κουφάρι το κέδρου εκείνου,
υψωμένα τα μαύρα κλαδιά
σαν χέρια αποστεωμένα προς τον Ουρανό,
ένοιωσα σαν να κοιτάζω το ίδιο το πτώμα μου.
Πόσο θα μας αντέξεις ακόμα
μάνα Φύση! Θρήνησα κάτω από τα ξυλάρμενα,
κάτω από τ’ αποκαΐδια του άρχοντά μου.

Θρήνος για ένα κέδρο.
Μα ποιος μπορεί να ζωγραφίσει τον καημό;
Πιο μαύρος κι απ’ το μαύρ’ αποκαΐδι,
ίδιος στο χρώμα με το μαύρο πεθαμό,
π’ ακούμπησε στα γονικά μου ήδη.

Ο κέδρος, ο πανώριος, ο ψηλά στητός,
που γιόμιζε με αύρα την πνοή  μου,
πανώριος στέκει τώρα μαύρος σκελετός,
που σκιάζει τη βλακώδη ύπαρξή μου.

Πολλά σκουπίδια κατανάλωσης. Χλιδή,
κατάλοιπα, πολιτισμένη βρόμα
και να τ’ ολόγιομο , τ’ εξαίσιο κλαδί
του κέδρου μου με μαύρ’ εβάφτει χρώμα.

Κι εγώ που ‘ρχόμουνα στην πλούσια σκιά
να ξαποστάσω τ’ άδεια καλοκαίρια!
Ω, γνώμη μου θολή και μοίρα μου κακιά,
στο μαύρο θ’ ακουμπώ στ’ εξής τα χέρια.

Αν κι είν’ οι ρίζες μου μπηγμένες στα βαθιά,
ωσάν τις ρίζες του καμμένου μου του κέδρου,
στεγνές θα μείνουν απ’ του νόμου τη φωτιά
κι απ’ τις βουλές του κάθε μας προέδρου.

Στεγνώνω τώρα στων ματιών μου τη γωνιά
το δάκρυ μου με στάχτες μιας ερήμου.
Φτωχέ μου κέδρε, πόσην θάβρεις λησμονιά
στη λήθη που φωλιάζει στην ψυχή μου!

Αυτή η ηλίθια λήθη όλα τα χωνεύει
μέσα στον εγκέφαλο
και περιττώματα
εγκεφάλου  φτιάχνει, κόπρανα αναμνήσεων
σβησμένων , όλα τ’ αλέθει,
σκόνη κάνει τα διδάγματα
κι εύκολα συγχωράει τους στυγνούς
με νομιμότητα επενδεδυμένους εγκληματίες.
Κοιτάζει τον επενδυτή
και δεν θωρεί το δολοφόνο,
π’ από μέσα του έχει.
Μα πως ν’ αλλάξεις τον ανθρώπων τα μυαλά,
όταν κι εσύ, λίγο πολύ,
από τα ίδια έχεις; 
Στο κάτω-κάτω ίσως η ζωή και οι Θεοί
να θεωρούν το έγκλημ’ αναγκαίο
και τη λήθη θεραπεία κι ευλογία.
Ίσως να είναι το κακό καλό
μες στα μυαλά αυτών που εξουσιάζουν.

2002 Ένας μεγάλος θάνατος ακόμα

Ήρθε μετά μια μέρα του Ιούλη καψερή,
που έκαψε κι εκείνη την ψυχή μου,
ίδια όπως τότε που με έκαψε ο θάνατος της μάνας.
Ήταν η μέρα που έφυγ’ ένα αηδόνι,
της Παναγιάς τ’ αηδόνι το αξεπέραστο,
ο καπετάνιος μου, ο καλός μου αρχηγός,
ο λατρευτός πατέρας.
Δεν είχα κάνει τίποτα γι’ αυτόν,
πλην από ένα: Τον υπάκουσα
και διάβασα σχεδόν ολόκληρη
εκείνη την με τα χέρια του καμωμένη
από ναυαγίων καραβόξυλα, την ταπεινή βιβλιοθήκη,
με την Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού,
άπαντα του Παπαδιαμάντη, άπαντα του Σουρή,
Θουκυδίδη, Πλάτωνα, που τον λάτρευε,
μα και Αριστοτέλη και τη θεωρία της
σχετικότητας εκλαϊκευμένη
και Παλαμά, Σικελιανό ψηλά-ψηλά.
Και μόνο αυτούς;; Πολλά μεγάλα χώρεσε
ο μικρός εκείνος των βιβλίων Παράδεισος
που μου άνοιξε το νου πιότερο απ’ τα μάτια.
Τι να σου πρωτοθυμηθώ πατέρα, τι;
Τ’ άστρα που μου ‘ δειχνες τις νύχτες
π’ αγκομαχώντας ο κυρ γάιδαρος μας πήγαινε
ταχειά προς τ’ ακρωτήρια,
στα Δασονάρια τα μικρά , τον τόπο σου τον μέγα,
για να φτάσουμε αξημέρωτα εκεί
να οργώσεις τη φτενή μας γη,
να θρέψεις τις φτηνές ζωές μας!
Την αγάπη που με δίδαξες να έχω
και μου έλεγες
πως είναι πιο αψηλή στο δόσιμο,
παρά όταν την παίρνεις!
Την τιμή, την αξιοπρέπεια, την απλότητα,
που έμπρακτα μου τις δίδαξες!
Αχ νου, μεγάλε νου
που όλου του κόσμου του ορατού
και του αόρατου την πορεία κατευθύνεις,
τέτοιον πατέρα ποτέ, μα ποτέ,
δεν θα έπρεπε να τον στερείς απ΄τους ανθρώπους.
Αλλ’ ο μεγάλος νους δεν μου έκανε εξαίρεση,
δεν μου έκανε τη χάρη,
σε κανέναν δεν την κάνει,
τον πήρε, άραγε για πού;
Άραγε θα υμνολογεί αιωνίως
την Παναγιά τ’ αηδόνι της;
Άραγε θα την νοιώθει την απέραντη αγάπη
που τώρα εγώ  στο μνήμα του
με τη μορφή θυμιάματος
και φλόγας σ’ ένα καντήλι,
με την μορφή των δακρύων μου
τού την εναποθέτω;
Ή μήπως, όπως έγραφα κάποτε ,
τότε που ήμουν έντονα Επικούρειος,
«ένας κυπάρισσος, δεκάπηχος και άνω
στέκεται όρθιος εκεί ‘πο πάνω και με τις ρίζες του
όλο ρουφάει, ο καψερός».
Τι κι αν ρουφάει ο καψερός;
Απ’ την ψυχή μου μέσα όσα έχω τερατουργήσει
κανείς δεν είναι δυνατότερος,
να τα ρουφήξει από αυτήν κανένας δεν μπορεί,
πλην απ’ το μέγα θάνατο.
Μ’ αυτό αρκεί.
Όσο ζεις, κανείς να μην μπορεί
να σου ρουφήξει μια σταγόνα απ’ την ψυχή,
μα να μπορείς εσύ, όπου αγαπάς,
να την σκορπίζεις.
Στη μνήμη σου πατέρα μου,
η ψυχή μου όλη όσο ζω,
στη μνήμη σου όλη η ψυχή μου
πάντα σκορπισμένη θα είναι.
Κι από τη μνήμη σου ενέργεια
για το μέλλον μου θ’ αντλώ.

Ρεζουμέ της ζωής μου

Το όλο ρεζουμέ της ζωής μου είναι το σχεδόν.
Σε όλα σχεδόν.
Στην αγάπη σχεδόν. Στο θάνατο , παρά λίγο.
Στον πλούτο σχεδόν. Στη δόξα μηδέν σχεδόν.
Στα κοινά σχεδόν τίποτα, στα κατ’ εμέ πάλι
σχεδόν μηδέν έως μείον
σε σχέση με τις επιθυμίες μου.
Αλλά τι να μου έφταιξε που απέτυχα
να υπερβώ το μέσο όρο των ηλιθίων;
Ποια ήταν τα αίτια επικράτησης του μετρίου
στο βίο μου, ενώ τόσο ποθούσα
τα σπουδαία να πιάσω;
Τα εικονικά φώτα του πολιτισμού,
που με αποπροσανατόλισαν;
Τα πλαστά όνειρα, που μου επέβαλαν οι άλλοι;
Το αδύναμο κορμί και τ’ αναποφάσιστο
πνεύμα μου, που με φρενάριζαν;
Η κακότητα των φίλων,
σε σχέση με την ολιγωρία μου;
Το αξιακό σύστημα, που δεν είχε σταθμά
για την αξία μου,
που δεν είχε ζύγια, παρά μόνο για τον πλούτο;
Το σταρ σύστεμ το λεγόμενο,
που συνήθως τ’ άθλια της ζωής
με ηλίθιο τρόπο προβάλει;
Και όμως φίλοι μου, φίλοι μου αγνοί,
φίλοι μου γνήσιοι, που χωρίς ν’ αναμένεται
ανταλλάγματα πρόστυχα,
με ακούτε ευχάριστα τη ζωή μου ν’ απαγγέλω,
ναι φίλοι καλοί, φίλοι μου γνήσιοι,
αναγνώστες της ζωής μου,
μόνο σ’ εσάς τ’ εμπιστεύομαι το μυστικό του τέλους.
Μόνο σ’ εσάς εξομολογούμαι
την πάσα αλήθεια μου.
Αγάπησα και αγαπήθηκα πολύ κι από πολλούς.
Ερωτεύτηκα και μ’ ερωτεύτηκαν με πάθος.
Κι όπου οι επιθυμίες μου υπερέβαιναν
τις δυνατότητές μου,
πετσόκοβα με ευχαρίστηση τις επιθυμίες μου
και παρέμενα πλούσιος
με το λίγο.
Το ρεζουμέ της ζωής μου, φίλοι μου,
είναι τ’ ότι υπήρξα εν ζωή διαρκώς ευτυχής,
διότι ήμουν μέτριος σ’ όλα μου
και ταυτόχρονα κατόρθωνα να μην επιθυμώ
αυτά που οι άλλοι ως άριστα εννοούσαν.
Λάθρα διέφυγα των κοινωνικών δεδομένων
και διέπρεψα μόνος μου στο εσώτερο εγώ μου!
Κι αν κανείς δεν με θαύμασε,
μου αρκεί που εγώ θαύμασα
τον επί Γης εμπαιγμό μου.
Το ρεζουμέ της ζωής μου, φίλοι μου,
είναι τ’ ότι υπήρξα εν ζωή διαρκώς ευτυχής,
διότι δεν επεδίωξα
τα των βλακών σπουδαία
και επειδή
τα ζύγια μου για την παρούσα ζωή,
απ’ τον Επίκουρο και όχι απ’ το Χριστό
τα δανείστηκα.
Και επειδή δεν φοβήθηκα
πως μετά θάνατον θα υπάρχω,
ευτυχής, με χαμόγελο , τη ζωή μου διήλθα
ως εδώ και ορέγομαι όρθιος το ορθό,
ως το τέλος ορέγομαι άνθρωπος να είμαι,
ζωντανός ποτέ να μην πέσω χάμω.

 Πρώτος Προεπίλογος

Στην αποβίβαση ας καταξιωθούμε
να στηθούμε ακμαίοι στην προβλήτα
και να δέσουμε γερά τους κάβους
στους ντόκους της ιστορίας μας,
στο λιμάνι της έσω γνώσης κυρίως.
Ας γίνουμε δεκτοί στα εδώ του φωτός τα σαλόνια
κι ας είναι βραβείο μας εδώ,
η αγάπη σας. Κι όλοι μαζί να πούμε:
«Τι ωραίο αστείο η ζωή των θνητών!!!
Τι γλυκύτατη αλήθεια ο Θάνατος!!!
Τι ανώτατο ον ο νους του ανθρώπου!!!»
Για το μετά χώμα μας
καθόλου ας μη νοιαστούμε.


….αγάπησα την ποίηση,
περίπου όσο και τη ζωή…
πριν αναχωρήσω για το μακρινό
του μηδενός το ταξίδι, ένα τραγούδι ,
ύμνο μικρό θα ήθελα να της πλέξω ….
της μέγιστης ερωμένης μου….


ύμνος στην ποίηση

την βρήκα σ’ ένα φύλλο
που τρεμόσβηνε
μέσα στου φθινοπώρου
την κίτρινη εντροπία

την βρήκα προς τη δύση,
μες στο ηλιοβασίλεμα
που πορφυρό φουστάνι
φορούσε η θάλασσα.

την βρήκα καβαλάρισσα
στ’ ονείρου τις φτερούγες,
στης πάχνης τις σταγόνες,
στο όργωμα της γης.

την βρήκα στων αστέρων
το μειδίαμα,
στου φεγγαριού την όψη,
την όμορφα χλωμή.

Την βρήκα στο σκοτάδι,
στο μοιρολόγισμα της κουκουβάγιας,
κοντά εκεί στο μνήμα
των προσφιλών προγόνων.

Την βρήκα στα θεμέλια
ενός σπιτιού στο βράχο,
μικρού σπιτιού της φτώχειας
στη γη της Άνοιξης.

Την βρήκα στα περβόλια
π’ ίδρώτας έτρεχε
και πότιζε τα δέντρα
να δώσουνε καρπούς.

Την βρήκα στης θαλάσσης
το μπλε τ’ απέραντο
και στ’ Ουρανού το χάος,
το Θεοδόξαστο.

Την βρήκα και στο πένθος,
εν είδη μαύρης θλίψης,
αλλά και μες στο γέλιο
των μικρών παιδιών
που ροβόλαγαν.

Την βρήκα στους αγώνες
των επαναστατών,
στον πόλεμο επίσης,
δίπλα στα σπαθιά.

Την βρήκα στο θυμίαμα
των εκκλησιών,
δίπλα στο δισκοπότηρο
με τ’ άγια των αγίων.

Την βρήκα στο τραγούδι
κάποτε των φονιάδων,
σ’ ανήλιαγο μπουντρούμι
που πέθαιναν.

Την βρήκα στην ανάσα
του ετοιμοθάνατου
που τη ζωή υμνούσε
πριν την στερηθεί.

Την βρήκα μες τα μάτια
που διέσχισαν
και μπήκανε στο φως μου
μες τ’ αμπάρια μου.

Την βρήκα μες το αίμα
εκείνης που με πήρε
και μ’ έβγαλ’ απ’ το χάος
του μηδενού.

Την βρήκα όπου κι αν πήγα,
όπου κι αν ολομόναχος
περπάτησα στα άκρα
των οριζόντων μου….

στην όση ερημιά μου,
παντού ήταν Αυτή…
Η Ποίηση εντός μου,
πικρή, υγρή, καυτή……


Μικροχαιρετισμός ως δεύτερος προεπίλογος

Σας χαιρετώ άνθρωποι....
αν δεν είμαι εδώ,
....θα με βρείτε ερημίτη
στα Δασονάρια λοιπόν, πίσω
που ο Ήλιος τα κοιτά
και κλαίει όταν δύει,
που η Σελήνη τα σέβεται
όταν χορεύει,
στην πλαγιά των θυμαριών,
στο λόγγο των θρύλων,
εκεί, στων γρύλων τις νύχτες,
στων τζιτζικιών τα μεσημέρια,
στη στέγνια του πηλοχώραφου,
στη βρύση για νάμα,
στη δρόσο του αέρινου πρωινού,
στους κέδρους ανάμεσα,
κουσούνι οι πέτρες,
οι αμυγδαλόπετρες της ψυχής μου,
σκορπιός η ουρά μου,
σιωπηλός σαν τα ψάρια,
νηφάλιος σαν τον βράχο του Αη-Κρασά,
Κύριος ως ο Θεός μου, Κύριος!
Άγιος ως τ' άνθη του κήπου μου,
αμέτοχος στην κακία
των χρημάτων και των ανθρώπων,
ικανός για σκέψη, σαν σκέψη,
ανίκανος εισοδήματος,
δεν θα πληρώνω φόρους,
ούτε αίματα στους τίποτα.....
...Θεός των μυρμηγκιών
και των μελισσών
και των πεταλούδων
από αύριο θέλω είμαι,
δούλος της ωραιότητας του κόσμου,
πριν χαθεί το φως απ' τα μάτια μου....
Μόνος στο πέλαγος δίπλα,
το μπλε του Ιονίου ατενίζοντας,
εκεί , στην άκρα της ευτυχίας,
μικρός και μέγας,
σαν τον κόσμο σου, Ελύτη μου,
γλυκύς σαν Έαρ,
ω πατέρα μου!!
θα πετώ πέτρες
στη θάλασσα,
σιγοψιθυρίζοντας το εγκώμιον:
"Μόνος προσήλθα,
μόνος απέρχομαι,
γέννημα και απόρριγμα
του χάους.....χαίρε ζωή!
μόνος στο πέλαγος δίπλα,
στων γλυκολέμονων το χυμό
ας χωθώ!
Σας χαιρετώ ορδές
των δεκάξι ανέμων!!!!!!!!"



Τελευταίος πλους

.....θα σκύψω κάτω από το δένδρο της ζωής,
θα γονατίσω
και με τα μάτια μου υγρά και ξάστερα, ως φωτιά,
θα ευχαριστήσω
εσένα μοίρα μάνα, που κουμάντο κάνεις σ' όλα
εσύ τ' αστέρια,
εσένα θεία βουλή, του ρου μου κοίτη, π' έφερες
στα κρύα μου χέρια
απαλά κι αθόρυβα κι ανόθευτα τη φλόγα τούτη
-ω τι μαγεία!-,
εσένα, ω μοίρα , π' αχρεώστητα μου έφερες
την ευτυχία...
.


…. αλλά μου ΄φυγε ο χρόνος, μου ‘φυγε,
πως πάει τρεχάλα έτσι!
Ιδού ο αντίχρονος…
Τον βλέπω πως έρχεται.
Στα βότσαλα πάνω τρίζουν τα βήματα
απ’ τα βαριά του στιβάνια,
ο βοριάς σφυρίζει στην κόψη της σπάθας του,
σκοτεινού φωτός φλόγα
η ματιά του.
Τον βλέπω να έρχεται, μα δεν τον φοβάμαι.
Όπως μόνος προσήλθα , έτσι μόνος απέρχομαι
κι ωστόσο τέλεια στο τέλος μετέχω.

Στο ιερό κορυφής του Άη Γιώργη λοιπόν
καθισμένος επάνω σε μιαν αμυγδαλόπετρα,
περιστρέφοντας το βλέμμα
στις τριακόσιες και εξήντα
της ζωής τις μοίρες μου,
ιστορώ  ακόμα το μακρύ παρελθόν
κι οργανώνω το βραχύ μου μέλλον
κατά τα ειωθώτα της απροσδιοριστίας πάντα.
Σχεδιάζοντας το θάνατο πριν έρθει
και δεν θα είμαι,
ανακεφαλαιώνω σύντομα  εν περιλήψει:
Τα μεγαλεία του πλούτου
δεν τα αποποιήθηκα,
μα δεν ήρθανε.
Τα μεγαλεία της γνώσης
τα λαχτάρισα,
μα ήταν άπιαστα.
Τα μεγαλεία του έρωτα
τα καρπώθηκα,
μα τελειώσανε.
Τα μεγαλεία μόνο της απλότητας
μες στην άπλετη Φύση
τα κατέχω εξ ολοκλήρου
και τα διακονώ νυν και αεί!
Τούτο μου έμεινε
ως ευτυχία του τέλους,
ως δόξα του είναι μου την έσχατη ώρα.
Έχοντας κερδίσει πολλά εν ζωή,
έχοντας χάσει εξ ίσου πολλά,
στρέφω τώρα τη ρότα του πλοίου
κατά τις Δραγονάρες τις ουτοπίας μου,
τις βραχονησίδες του Ποσειδώνα ,
του δύστροπου και ανάποδου Θεού,
του φουρτουνιάρη, του θαλασσοπνίχτη,
που όλη μου τη ζωή,
σαν θάλασσα μού την κουμαντάρησε.
Κατά τις Δραγονάρες της ουτοπίας μου,
νάτες, νότιες είναι μπροστά μου.
Εκεί σαν καταπλεύσω,
κατά την παλιά συνήθεια των ναυτικών,
θα εναποθέσω τα κέρματά μου
στο ενάλιο ιερό του
μεθ’ ικεσίας για νηνεμία
κατά τις υπολειπόμενες μέρες μου.
Θα ευχαριστήσω που δεν ναυάγησα
ποτέ παντελώς
και θα παρακαλέσω κι ο γιος μου
να έχει ίδια εύνοια,
ποτέ να μην ξωκείλει, ποτέ να μην βυθιστεί.

Αυτό ως τέλος θέλω

Στις Δραγονάρες θα προσορμίσω
στον τελευταίο μου πλου.
Στο μαύρο των βράχων,
στο μπλάβο της θάλασσας,
στο ουρανί τ’ ουρανού,
στο κόκκινο του αίματος της βάρκας μου.
Στις Δραγονάρες θα προσορμίσω
στον τελευταίο μου πλου.
Στα ύστερα βλέμματα,
στον ερχομό τ’ αρχητέλους,
ανάμεσα σε κείνες,
ανάμεσα στις δίδυμες,
ψαρεύοντας θρύψαλα ζωής
και θράψαλα μεγάλα,
μελανόμορφα,
την ώρα που θ’ ανατέλλει
τ’ ολόγιομο φεγγάρι
στον θαλασσινό ορίζοντα
κι οι βελονίδες θα φωσφορίζουνε
δίπλα στις κουπαστές μου,
την ώρα που τα κρίταμα θα δροσίζονται
από της νύχτας τη δρόσο
και τ’ αγριοκούνελα
θα μαρκαλίζονται
χωμένα στα σκοτεινά τους λαγούμια
πάνω στους βράχους της λάβας,
την ώρα που ο θαλασσαετός
θα κοιμάται στο παλάτι του
και το θαλασσόχορτο
θα ριζώνει στην πέτρα,
΄κείνη την ώρα που δεν χωρά
σε κανένα ρολόι,
που δεν την ελέγχει κανένας θεός,
‘κείνη την ώρα θέλω,
ωραία, ωραία,
θέλω να ρθούν τα κύματα,
τα μακρόσυρτα ,
απ’ τα τέσσερα πέλαγα,
Ανατολής και Δύσης και Βορρά και Νότου,
να ρθουν όλα τα κύματα ,
όλ’ οι αέρηδες,
τα θαλασσολούλουδα της κάπαρης,
τα χελιδονόψαρα και οι αλκυόνες,
η δρόσος της νυχτιάς, η ανάλαφρη,
η αλμύρα,
πλημμύρα  στο δέρμα μου,
να ‘ ρθουν όλοι μ’ οι φίλοι,
της φύσης μου τ’ αδέρφια,
ουρανός και θάλασσα,
αέρας και βροχή
και φωτιά και λάβα,
βροντές και κεραυνοί,
βουβοί στη μοναξιά μου
να ‘ρθουν όλοι κι  εκεί,
μες στη μάνα θάλασσα
του απείρου κάλλους,
μες στην αγαθότητα
του αγίου χάους,
να ρθουν όλοι της Φύσης
τριγύρω μου οι φίλοι,
αγάλι, αγάλι, αγάλι
απάνω στον αφρό,
εκεί να με παίξουνε
τον αμίλητο….
Αυτό ως  τέλος θέλω!
Στο ποίημα της ζωής.





Είσοδος στο Αρχητέλος

Στην αετόπετρα πάνω σκαρφαλωμένος
ατενίζω το θάνατο των υπαρχόντων μου.
Ενσωματώνοντας το άπειρο στο είναι μου,
αναχωρώ όρθιος προς τα μέρη του μηδενός,
αφήνοντας  ρεγάλο προς πίσω μου
την ευλογία του νου σε λόγο σωσμένη.
Μακάρι……………μια ρότα κοντινή……
εκεί, ανάμεσα στις Δραγονάρες
να υπάρχω στο επόμενο μέρος του χρόνου…
στο μέλλον των γενεών…….μακάρι……….
δόλος ο λόγος….
πάνω απ’ τα θράψαλα...ας είναι…



ΓΙΩΡΓΗΣ Π ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ