ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΚΗΠΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
O χρόνος, ο χαζορολογάς, τα ρολόγια μ' όλα έχει χαλάσει. Ένα μόνο ρολόι που χτυπάει τικ-τάκ

είν' η καρδιά μου, που μετράει την αγάπη που πετάει στα όνειρά μου.

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣE ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΕΝΤΩΣΟΥ, Ω ΨΥΧΗ ΜΟΥ, Ν' ΑΨΗΛΩΣΕΙΣ ΤΡΕΙΣ ΠΟΝΤΟΥΣ,ΚΑΛΟΤΥΧΗ!







Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013


Οδός Πηγής

Ξυπόλητος και ασκεπής ταξιδεύω.
Στροφή προς την οδό πηγής αναζητώ.
Εγώ. Ο διψών για το ύδωρ της ζωής.
Ταξιδεύω ανήλιος προς το μέλλον
εποχούμενος των τρυφερών αναμνήσεων.
Μα ποιος ξέρει που πέφτει
η οδός πηγής, για να πιω να χορτάσω;
Ποιος θα μου δείξει
το δρόμο προς εκεί που πηγάζει η ζωή;
Ποτέ μου δεν ξεδίψασα …ποτέ μου…
φτωχή μου ηδονή.
Κι αυτός, ο εαυτός, ο άθλιος, ο αγαπητός.
Προχώρησε τόσα χρόνια μοναχός,
εγωιστής, Δον Κιχώτης, έφιππος στην έπαρσή του.
Έφτασε ως τον προ δρόμο της πηγής.
Μα δεν ήπιε. Όχι, δεν ήπιε…
Έτσι είναι φίλε.. φυλάγετε η οδός πηγής.
Φύλακες άγριοι την κρατούν κλειστή,
Κύκλωπες γίγαντες την κοιτάζουν
με λάγνο το μάτι της σάρκας, την διεκδικούν….
δική τους την θέλουν …δική τους πρόσκαιρα είναι.
Αλλά κι εγώ την ποθώ,
Κύριοι των δυνάμεων,
εραστές ξετσίπωτοι
της ωραίας πηγής.
Ω, άγριοι φύλακες,
θα σας επιτεθώ με σύσσωμες
και σύψυχες όλες τις δυνάμεις μου.
Πιότερο όλων εγώ, εγώ εραστής της!!
Κι όλο πιο πολύ την ποθώ,
όσο αποκλειόμενος διψώ…διψώ…διψώ…
Μουσκεμένα τα μούσκλια της
κι εγώ με πόθο θα επιτεθώ!!!
Θα σας πετσοκόψω, φύλακες.
Για μάχη διψώ.
Να σας σκοτώσω θέλω,
τέρατα της φυλακής.
Να την διαβώ την οδό πηγής.
Να καταχτήσω την ηδονή
την αληθινή.

(Ήταν άγρια η μάχη
κι ήταν ήδη αργά όταν νίκησα
τα Κυκλώπεια πάθη.
Πύρρειος η νίκη μου,
εκπρόθεσμη δόξα…
Η πηγή ήταν ήδη στεγνή για μένα.
Στην οδό της έπεσα ξερός,
ο διψών για το ύδωρ της ζωής.
Νικητής ηττημένος.
Δίχως πια έπαρση.
Εφτά φορές νεκρός.
Γάτα πατημένη στην άσφαλτο η ψυχή μου.
Στην οδό πηγής, αργοπορημένος,
μη ευτυχής, μη δυστυχής.
Εν ώρα θανάτου,
ουδέτερος ο νεκρός μου).

ΓΙΩΡΓΗΣ Π. ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ
Από την ΕΠΙΒΙΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013


Καυτό καλοκαιράκι

Θα κοιμηθώ στην άπειρη
αγκαλιά της άμμου.
Υγρός.

Ανέμη
η ψυχή μες στη φωτιά.
Σημαία πάνω σ' άυλο
ιστό.
Κι ιδρώτες πυρωμένου σώματος.
Μαζί σου.
Ηδονικά αρώματα αβύσσου.
 Καλοκαιράκι
μες στο σώμα μας
καυτό.
Ανταύγειες κι ιριδισμοί
ματιών κι υδάτων.
Πόσο πολύ
το πέλαγος ποθείς!
Σκιές κάτω απ' τη στέγη
των ξανθών σου
κι αλμύρα.
Κριταμάκι μυριστό.
Μαζί σου.
Λευκή ακρογιαλιά του Παραδείσου.
Καλοκαιράκι
μες στο αίμα μας
καυτό.

ΓΙΩΡΓΗΣ Π. ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ
Από την  ΕΦΤΑΖΥΜΟΣ ΨΥΧΗ ΔΙΠΥΡΩΜΕΝΗ

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Παραλία Χαλκός, Κύθηρα. Φωτό Αλέξανδρος Τσίμπος.
 
Θαλασσόβραχε
 
Κράτα με, βράχε, κράτα με
ζεστόν στην αγκαλιά σου.
Και συ, πλατύ ορίζοντα
πάρε με στο μακριά.
Να πάω, να 'ρθω, ν' ανεβώ,
να πέσω , να γελάσω,

να κλάψω και να σ' αρνηθώ,
να σ' έχω, να σ' αντέχω,
ζωή που μοιάζεις θάλασσα,
ψυχή που βράχος μοιάζεις.
Καρδιά μου, Θαλασσόβραχε,
ορθή στο κύμα στάσου.....
 
ΓΙΩΡΓΗΣ Π. ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ
Από το ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΠΟΙΚΙΛΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ
 

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Το νεραϊδομαντήλι


Τραγούδι: Τάκης Φάβιος-Κατερίνα Φατσέα
Στίχοι-Μουσική: Γιώργης Δρυμωνιάτης
Στα πλήκτρα: Γιώργος Τσοκάνης


Αυτό είναι το Καλαδί, στα Κύθηρα.
Φωτο Γ. Δρυμωνιατης

Το νεραϊδομαντήλι
Άλλα δεν έχει στον ντουνιά
μάτια, δεν έχει ίδια,
σαν τούτα που προβάλανε
στου Καλαδιού τα φρύδια.
Δεν έχει μάτια ολόλαμπρα
άλλα σαν τα δικά της,
σαν θάλασσα, σαν ουρανός
σαν άνεμος, σαν μπάτης.

Οπού, σαν φλόγα αφανού,
από μακριά σε καίνε,
σε ζώνουν μ’ έρωτα φωτιές,
όταν σου γλυκοκλαίνε.
Κι όταν γλυκά σ’ αναθωρρούν,
κρυφά σαν σου γελάνε,
πιο πάνω κι απ’ τον έβδομο
τον ουρανό σε πάνε.

Μάτια που σαν τ’ ολόγιομου
του φεγγαριού την λάμψη
φέγγουνε, λες κι ο Ουρανός
και ‘κείνα τα ‘χει ανάψει
την ίδια ώρα π’ άναβε
τ’ άστρα και το φεγγάρι
και τα ‘στειλε στο Καλαδί
το νου να μου ξωπάρει.

Βόηθα με Άγιε Θόδωρε,
βόηθα να μη λελέψω,
το νεραϊδομαντήλι της
βόηθα με να τση κλέψω,
το νεραϊδομαντήλι της
πίσω να μην μου πάρει,
μ’ όταν κρυφτούμε στην σπηλιά,
φιλί να με τρατάρει.

ΓΙΩΡΓΗΣ Π. ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ
Από την: ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΑΙΜΑΤΑ ΚΙ  ΕΡΩΤΑΣ

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013


Νεφέλη

Αιματοδάκρυα στα μάγουλά της.
Στις παρειές τού Ουρανού
Στην άκρη τού βουνού
ένας γκρεμός ουρλιάζει
κι ένα κυκλάμινο μικρό
στο βράχο, συνδακρύζει.

Μη , Ουρανέ, μη σκοτωθεί.
Κάμε ζωή να θέλει.
Κι αν δεν την θέλει τη ζωή,
πλάσ’ την με φως και με φιλί
και κάμε την Νεφέλη.
 
Με μέλι άλειψε τα σωθικά της.
Δος της και νέκταρ λουλουδιού.
Καρδιά μικρού παιδιού
στο στέρνο της φωλιάζει.
Και μια ψυχή δυο ημερώ
στ’ εντός της φτερουγίζει.
 
Μη , Ουρανέ, μην πληγωθεί.
Κάμ’ Έρωτα να θέλει.
Κι αν δεν διψάει για έρωτα,
μην απαντάς σαν σε ρωτά,
μα κάμε την Νεφέλη.

ΓΙΩΡΓΗΣ Π. ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ
Από την συλλογή
ΕΝΟΡΧΗΣΤΡΩΜΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013
















Κοιμήθηκε ο έρωτας
Για πάντα θα κοιμάται
Μα όλο θα θυμάται...
Το τι μη με ρωτάς...

ΓΙΩΡΓΗΣ Π. ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ
Από τα ΕΡΩΤΑΡΩΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΔΑΚΡΥΩΝ

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

έργα και ημέραι...

έργα και ημέραι...

ευχαριστώ θερμά τις φίλες και τους φίλους που τα κόσμησαν





Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

Πορφυρίς
 
 
 
Στα πλατιά τα πέλαγα,
τ’ ασύνορα,
στων ουρανών τις αυλές
γυρεύω  πατρίδα.
Αναζητώ τη φωνή του καλού
στην ανάσα σου,
ματωμένη χώρα,
γη μου κυρτή.
Ξεπεταρίζω εδώ κι εκεί,
ουρανό και γη.
Πατρίδα δεν έχω, δεν βρίσκω.
Ένα μαύρο πτώμα η θάλασσα έφερε
στα παράλιά μου.
Συντρίμμια ελπίδων στους βράχους,
τσακισμένα όνειρα παιδιών,
θάνατοι στην άμμο μας κείτονταν.
Γλάροι και κόρακες μαζί,
ασπρόμαυρο της ζωής το χρώμα
σκεπάζει την αχλύ  των ματιών
με ψέμα βαρύ.
Μου κλέψαν τη γη οι ταγοί
και σκλάβο,
στο χρήμα με πουλήσαν.
Μα εγώ Σπάρτακος.
Πεθαμένες πέτρες
και κοχύλια μάζεψα
και νησί έχτισα στη Μεσόγειο.
Και λόγο ανύψωσα
ν’ ακουστεί στα έγκατα
της νόθας συνείδησης των πεπλανημένων.
«Τη σημαία του κόσμου
να υψώσω εκεί,
στο νησί των ερώτων,
βόηθα καρδιά μου!»
Πατρίδα μου, κρίνα, κοχύλια,
ματιές φεγγαριών, Ηλιολούλουδα,
ανάσα ανέμου, βουή του σεισμού,
ποιος πρόδωσε τ’ άσπιλο χώμα σου;
Κραταιός ο Θάνατος.
Μα κι εγώ κραταιός.
Θα σ’ αντέξω φόβε.
Θα σ’ αντέξω πόνε της ξενιτιάς.
Στην πατρίδα μου ξένος θα σ’ αντέξω, Θάνατε.
Και θα χτίσω ξανά
το νησί της χαράς.
Με κοράλλια, με κεραυνούς,
με πέτρες  και ψυχή
το νησί μου θα χτίσω εκεί
που η γη το φως της μου χάρισε
και την πρώτη ζωή.
Εκεί που η Γη ζυγώνει
τα χείλη της αβύσσου.
Εκεί που κρυφά στης νυχτιάς τη σιωπή,
θηλυκιά μου ζωή,
πρωτενώθηκα μαζί σου.
Θα ‘ ρθουν καρδερίνες πολύχρωμες πάλι
στ’ αγκάθια του να κεραστούν
κι ουράνια τόξα
θα το στεφανώσουν.
Κι η μουσική του Ζέφυρου,
με συγχορδία εύηχων κυμάτων,
στ’ αέναο φως θα κυλιστεί.
Ηχώ θα ηχήσει στο ρηχό νησί
η φωνή:
Χαίρε, ω Θάλασσα, ψυχή μου υγρή!
Στους σεισμούς απάνω θα κοιμηθεί
κι ο στόλος των όλων δικός του.
Φοίνικες και Πελασγοί κι άλλοι λαοί νεκροί
ψυχή θα του δανείσουν
και πολύ θα ποθήσουν την πορφύρα του πάλι.
Κι ο βυθός θα δώσει στο χώμα του χρώμα.
Οι ελιές θ’ ανθίσουν κι οι αμυγδαλιές
και το θυμάρι μέλι θα δώσει γλυκί.
Ο αχός  της θάλασσας
θα δροσοποτίσει τις καρδιές των κοριτσιών
που στ’ αγριολούλουδα θα παραβγαίνουν
στις πλαγιές των βουνών,
π’ έρωτα θα περιμένουν
και τα καρπερά αγόρια θ’ αναζητούν
ζωή για να γεννήσουν μαζί τους.
Ε, σεις Νεράιδες,
Δρυάδες των δασών
και  Νηρηίδες, θυγατέρες  των Πόντων.
Μην είδατε της πορφύρας το νησί;
Είναι στη γη του άραγε;
Μα ναι, πείτε το , ναι,
είναι εκεί!
Χτισμένο από πέτρες και κοχύλια.
 
Ένας όμορφος κόσμος υπάρχει βαθιά
στις ψυχές των απλών. Δεν θα νικηθεί.
Ο πλούτος των εθνών
δεν θα λυγίσει τα όνειρα της ύπαρξής μας.
Εκεί , καταμεσής στη Μεσόγειο,
υπάρχει το ονειρονησί.
Ο Έρωτας ξανά θ' αναδυθεί
απ’ την ηφαίστεια γη του.
Έλα και Συ, Ερατώ μου εκεί,
δώδεκα Ποιητές να σου γεννήσω.
Κι ας ξαναζήσω εκεί,
διαρκώς ευτυχής,
ως την ώρα που θα σβήσω εντός του.
Νησί, ω νησί, που με πέτρα καρδιά
και κοχύλι ψυχή,
που με άρωμα πόθου και πόνου
σε έχω χτισμένο!
Σώμα μου! Πορφυρίς!
Τάλαινα κι ένδοξη γη μας!
Εγώ κι η Ερατώ σ' υμνούμε ,
δακρύζοντας στη λευτεριά μπροστά,
στη στέρεη ζωή μας…
 
ΓΙΩΡΓΗΣ Π. ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ
Από τη συλλογή
ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΑΙΜΑΤΑ ΚΙ  ΕΡΩΤΑΣ