ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΚΗΠΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
O χρόνος, ο χαζορολογάς, τα ρολόγια μ' όλα έχει χαλάσει. Ένα μόνο ρολόι που χτυπάει τικ-τάκ

είν' η καρδιά μου, που μετράει την αγάπη που πετάει στα όνειρά μου.

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣE ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΕΝΤΩΣΟΥ, Ω ΨΥΧΗ ΜΟΥ, Ν' ΑΨΗΛΩΣΕΙΣ ΤΡΕΙΣ ΠΟΝΤΟΥΣ,ΚΑΛΟΤΥΧΗ!







Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Χιόνια Αγιοβασιλιάτικα

Χιόνια Αγιοβασιλιάτικα
,


-Εντούτοις, είπε ο πατέρας, έχομε πει πως όπως τον βρίσκουμε τον καιρό θα τον αρμενίζουμε. Κι αφού αποφάσισε ο νέος χρόνος να μας έρθει ντυμένος στα πάλλευκα, εν λευκώ κι εμείς τον καλωσορίζουμε και βγάλτε γρήγορα τις μύτες κάτω από τα σεντόνια να πάμε να λειτουργηθούμε. Άγιος Βασίλης είναι αυτός, δεν θα τον αφήσουμε ατίμητο στην μέρα του.
- Μπαμπά γιατί τον βάλανε τον Άγιο Βασίλη την πρώτη τού χρόνου να τον γιορτάζουμε και δεν βάλανε τον Αη Γιώργη που είναι και δίπλα στο σπίτι μας η εκκλησία του, να μην τρέχουμε μέσα στα χιόνια, ρώτησε η εννιάχρονη Αργυρώ τον πατέρα της, ξεπροβάλλοντας το μελαχρινό της κεφαλάκι κάτω από τις κουβέρτες, με απροθυμία μεν στο να ξεφύγει από τη ζεστασιά του κρεβατιού , μα και με πόθο ταυτόχρονα να βγει γρήγορα έξω και να πιάσει τις χιονιές με τ’ άλλα τα παιδιά.
Σπάνιο ήταν στο νότιο νησί το να πέσει χιόνι, αλλ’ ευτυχώς το χωριό τους ήταν το ορεινότερο του νησιού κι όταν ευδοκούσαν ο Θεός κι ο Βοριάς και το έφερναν προς τα μέρη τους, άσπριζε πρώτο και καλύτερο το μικρό τους τούτο χωριό, που τα σπιτάκια του σαν πρόβατα έβοσκαν στη βορειοανατολική πλαγιά της Βίγλας, του ψηλότερου βουνού του νησιού. Επομένως, σκεπτόταν η Αργυρώ, καλό το χουζούρι, αλλά δεν πρέπει να χάσουμε και την ευκαιρία. Τα χιόνια μοιάζουν σαν όλες τις χαρές, σε δύο μέρες λιώνουν και τελειώνουν.
-Διότι ο Άη Βασίλης πάει παντού με τα πόδια ο καημένος κι επειδή κάποιος με άγια πόδια πρέπει να μας κάνει καλό ποδαρικό, γι’ αυτό τον βάλανε και τον γιορτάζουμε πρωτοχρονιά, Αργυρώ μου, είπε ο πατέρας. Να ‘ χουμε όλο το χρόνο ευλογία από καλό ποδαρικό. Ο Αη Γιώργης είναι καβάλα στ’ άλογο. Τ’ άλογο θέλατε να μας κάμει ποδαρικό με τα τέσσερά του πόδια; Άντε σηκωθείτε τώρα!
-Μπαμπά, ο Άγιος Βασίλης έχει φτερά και μπαίνει από τις καμινάδες, δεν έχει πόδια. Άλλα μας λες το βράδυ, άλλα το πρωί; φώναξε κάπως θυμωμένη με την ανακολουθία των λόγων του πατέρα, η μικρότερη , η κοκκινομάλλα η Βασιλικούλα, χωμένη μέσα στις πατανίες ακόμα κι αυτή.
- Άντε χαδούλια μου, άντε πάνω τώρα, άντε κι έχουμε  και τη γιορτούλα σου μικρό μου σήμερα και ποιος τις χάρες σου, τις χάιδεψε τρυφερά στα κεφαλάκια η μητέρα και τις δυο.

Οι εποχές λοιπόν εκείνες της υλικής φτώχειας και των ελλιπών μέσων, που οι άνθρωποι όμως ήσαν ήσυχοι και ήρεμοι και ευθείς και δίκαιοι και ζούσαν απλά, με αγάπη μέσα σε όμορφες και συμπαγείς οικογένειες, με αξίες, με ήθη, με έθιμα πολλά κι όχι με πολλούς πολλούς νόμους, όχι ως πλήθη μέσα σε μία απρόσωπη πόλη, αλλά ως πρόσωπα μέσα σε ένα ανθρώπινο χωριό, χωρίς μεγάλη ευμάρεια αγαθών, αλλά με πλήρη ευδαιμονία πνευμάτων, οι εποχές εκείνες από απόψεως ευτυχίας ήσαν απείρως ευτυχέστερες από τις εποχές τούτες που πλούσιες και καλά οργανωμένες χώρες με πομπώδεις αγορές της αφθονίας και με χρήμα ρέον ως ποταμός, βρίθουν όμως από κακέκτυπα ανθρώπων, ανθρωπάρια φοβισμένα και δυστυχισμένα, χαμερπείς υπάρξεις που δεν ζουν, αλλ’ απλώς διαβιούν επί του φλοιού του δεδοξασμένου τούτου πλανήτη. Οι λέξεις άστεγος, καταχρεωμένος, καταθλιπτικός,  μάνατζερ, τεχνοκράτης, τρομοκράτης και άλλες πολλές παρόμοιες και εξίσου επώδυνες δεν ήσαν καταχωρημένες στο λεξιλόγιο του κόσμου εκείνου. Και ο πιθανός Θεός ήταν πολύ πιο πιθανόν αν είναι εγκατεστημένος στις ψυχές εκείνων των αγνών και άρα υπαρκτός, παρά στα παλάτια των σημερινών ευδαιμόνων του χρήματος και της αδικίας που τον καθιστούν ανύπαρκτο και ξένον προς την ανθρώπινη φύση.

Μετά τον τριήμερο χιονιά,  ένας Ήλιος εκλαμπρότατος είχε ανέβει σήμερα ψηλά, στο ημικύκλιο του Νότου και μία πλήρης νηνεμία επικρατούσε επί της λευκοφορεμένης νήσου. Ένας ολόλευκος παράδεισος με φόντο το απέραντο βαθύ μπλε των γύρω του νησιού τεσσάρων πελάγων και του Λακωνικού κόλπου προς βοράν συνέθεταν μία εικόνα απερίγραπτου κάλλους και μέσα στη θεία αυτή εικόνα, κυρίαρχες οι ψυχές των ανθρώπων πάνω σε σώματα σφριγηλά που εόρταζαν την έλευση ενός νέου χρόνου, χρόνου ατελεύτητου,  απέραντου και μη μετρήσιμου μεν, μα για τις ανάγκες της ζωής, μετρημένου.
Κατά τις δέκα είχε τελειώσει η εκκλησία. Στο κατάλευκο προαύλιο της εκκλησίας είχε ξεχυθεί χαρούμενος και φωτεινός όλος ο κόσμος του χωριού, γέροντες με τα κασκέτα τους και γριές με τις τσεμπέρες τους, μεσήλικες με όμορφη την ωριμότητα πάνω τους, έφηβοι θαλεροί με κατακόκκινα μάγουλα και χείλη, παιδιά όμοια με πουλιά της απεραντοσύνης κι όλοι αντάλλασαν μεταξύ τους φιλιά και ευχές και λόγια καλά αγάπης, χαρούμενοι που αξιώθηκαν σε άλλο ένα βήμα μέσα στο χρόνο που τους αναλογεί.
Τι όμορφο που είναι να ζεις!! Να ζεις και να χαίρεσαι μέσα στο άπλετο της φύσης το κάλλος, μέσα στις άδολες καρδιές συνανθρώπων μη εγωιστών. Να ευδαιμονείς ενώπιον του ελαχίστου νοιώθοντας πολύς. Ω, μέγα μυστήριο της ζωής, ας ήταν να μη σε εξευτέλιζαν ποτέ οι ζώντες. Και τούτοι δω οι ζώντες σε τούτο τον επίγειο παράδεισο, όχι μόνο δεν εξευτέλιζαν το μέγα μυστήριο της ζωής, όπως κάνουν οι τρέχουσες σήμερα κοινωνίες των πολλών καλοταϊσμένων, αλλά τουναντίον το αναδείκνυαν σε αυτό που πράγματι είναι. Ως μέγιστη εύνοια του σύμπαντος προς την ύλη, ως μέγα δώρο του άνω όντος στα όντα τα μικρά.

- Μπάρμπα Παπά, από κόρακα σε κάμαμε γλάρο , φώναζε και γελούσε ο μικρός ο Δημητρός κι όλα μαζί τα παιδιά είχαν περιλάβει στις χιονομπαλιές τον αγαθό παπα Μανώλη που έσκυβε από εδώ, έσκυβε από εκεί, μα δεν τις απέφευγε τις μπαλιές και κάθε φορά που του ερχόταν μια στα ράσα, ευλόγαγε γελώντας τον πιτσιρικά που την αμόλυσε κι όλο μουρμούριζε:
-Ευλοημένα να είστε παιδία μου αγαπητά, λευκά σαν τα χιόνια, ψυχούλες μου γλυκές, ασπρίστε τον, ασπρίστε τον και τον παπά που είναι μαύρος από τις αμαρτίες των μεγάλων και τις δικές του. Που να φανταζόταν , ο αείμνηστος , ποιες είναι αληθώς οι αμαρτίες, που να  ‘βλέπε τούτες, που συλλήβδην πια τις ζει ο εκπολιτισμένος κόσμος που όλο για πρόοδο ομιλεί κι όλο φθορά παράγει.

Η γειτονιά τώρα μοσχομύριζε παντού ξύλο ελιάς που καιγόταν στο τζάκι. Και μέσα στα γιορτινά τραπέζια τής κάθε οικογένειας μοσχομύριζαν οι βασιλόπιτες και τα άλλα αγνά εδέσματα που όλα ήταν παράγωγα των χειρών και του ιδρώτος των ανθρώπων που καλλιεργούσαν τη γη, των ωραίων εκείνων γυναικών που μετέτρεπαν τα δώρα της γης σε εκλεχτά τραπεζώματα, όλα ήσαν παράγωγα και όχι αγοραία. Κι η ευτυχία τού να παράγεις τα όσα σε θρέφουν είναι ανεκτίμητη.
Και στο γιορτινό τραπέζι της οικογένειας του Νικόλα Καρσούρη ήσαν όλα έτοιμα, καλοστρωμένα και ευωδιαστά , αγνά και όμορφα σαν το κάλλος της ζωής. Οι δυο γονείς και τα δυο κορίτσια είχαν πάρει θέση γύρω από το τραπέζι. Έλειπε μόνο το παλληκάρι τους, ο Γιώργης. Ο γλυκύς και ευαίσθητος εκείνος δεκαπεντάχρονος έφηβος που μέσα του ήδη είχε αρχίσει και παλλόταν ο έρωτας με όλα του τα ταμπούρλα καλοκουρδισμένα. Εκείνος είχε πάει και είχε κλειστεί στην κάμαρά του  και έγραφε. Του άρεσε να γράφει, σε απομίμηση τροπαρίων, ύμνους. Αλλ’ ύμνους για εκείνον τον Θεό που τώρα κυριαρχούσε  στην ύπαρξή του. Τον φώναξαν δύο τρεις φορές, μα εκείνος αργούσε. Ο πατέρας έτρεξε προς την κάμαρά του. Τον είδε που έγραφε.
-Άσε μωρέ λεβέντη μου το γράψιμο κι έλα στο τραπέζι. Πάλι τροπάρια γράφεις;
Ο Γιώργης τσαλάκωσε βιαστικά το χαρτί, μα ο πατέρας τού το πήρε από τα χέρια. Ο νεαρός έγινε παντζάρι. Τον πήρε από το χέρι και πήγαν στο τραπέζι που η μητέρα Ειρήνη με τις δυο κόρες τους τούς περίμεναν. Ο πατέρας ξετσαλάκωσε το χαρτί και άρχισε να απαγγέλει:

Τροπάριο έρωτος

Με καταφιλείς με το στόμα των ουρανών σου,
ωραιότητα
κι από τα μάτια σου στάζει βροχή της ψυχής,
αστερόμορφή μου αγάπη,
άχραντη κι αγνή και μεγάλη
σαν του χιονιού τη μορφή.
Τα ματόκλαδά σου…τα ματόκλαδά σου
τα γεμάτα με φως προσκυνώ,
θυγατέρα του  έρωτά μου,
μέγα μυστήριο της ζωής,
θηλυκό μου απέραντο.
Μες στο χορό των ωρών,
μέσα στο άνακρο σύμπαν,
ας είναι αιώνια η ορμή σου,
η που κουμαντάρει τα σπλάχνα μου,
Έρωτα και Θεέ μου,
συ της ζωής χορηγέ,
θείε κι ακατάληπτε!

 -Εύγε, Γιώργη μου, εύγε! Μου αρέσει που θα γίνεις ποιητής, του είπε ο πατέρας και τον φίλησε στο μέτωπο. Το ποίημά σου το αφιερώνω στη μητέρα σας, τον θησαυρό του σπιτικού μας.
Οι δύο γονείς δάκρυσαν. Τι ευτυχία! Η ευλογία του έρωτα, λευκή σαν το χιόνι στην αυλή τους, είχε επικαθήσει και στην ψυχή του γιου τους. Δάκρυσαν και τα δύο κοριτσάκια, μη ξέροντας τίποτα ακόμα για τον έρωτα, μα λευκά ως η χιών, έτοιμα να τον υποδεχθούν μετά από λίγες ακόμα Πρωτοχρονιές ήσαν. Δάκρυσε και κοκκίνισε πολύ και ο Γιώργης κι είπε ψιθυριστά.  
-Σ’ ευχαριστώ πατέρα που δεν με μάλωσες, που με παίνεσες. Σας αγαπώ πολύ όλους εσάς, άνθρωποί μου!

Όταν είσαι ερωτευμένος με τη ζωή, αγαπάς όλην την ανθρωπότητα!

Ω , ανθρωπιά! Κι εσύ, ω μέγιστη αγία αμαρτία, πόσο όμορφα ξεφύτρωσες και σήμερα μέσα σε τούτο το πάλλευκο νησιώτικο τοπίο! Πόσο αισιόδοξα πρόβαλες σαν ανεμώνη μέσα στο χιόνι κάτω από αυτόν τον υπέρθεο ουρανό, περιτριγυρισμένη από τούτη τη γαλάζια απεραντοσύνη της θάλασσας! Μέσα σε τούτα τα Αγιοβασιλιάτικα χιόνια πόσο λαμπρά δόξασες πάλι τη ζωή!

Γιώργης Π. Δρυμωνιάτης


Από τη συλλογή  "ΣΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΗΜΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ"

Άνθος μου χειμωνικό

Άνθος μου χειμωνικό

Απ’ τον κήπο της καρδιάς μου
δυο τριαντάφυλλα μαδώ,
ροδοπέταλα να ράνω
το δικό σου τον ανθό.

Στο παρτέρι της ψυχής μου
έν’ αγιόκλημα φορώ
να σου στείλω άγιο μύρο
στον ξανθό σου τον ανθό.

Ανεμώνα του χειμώνα
να ‘ξερες τί λαχταρώ!
Μες στο κρύο, μες στα χιόνια
στο κορμί σου να καώ.
Κι απ’ το κόκκινο σημάδι
των χειλιών σου να βαφτώ,
ανεμώνα του χειμώνα,
λουλουδάκι μου καυτό!

Απ' το έσω της ματιάς μου
φως αστερικό τρυγώ
να σου ρίξω δυό αχτίνες
στον πολύχρωμό σου ανθό.

Κι απ’ τα χέρια της αφής μου
χάδι πιάνω τρυφερό
να χαϊδέψει την αφή σου,
άνθος μου χειμωνικό.

Ανεμώνα του χειμώνα
να ‘ξερες τί λαχταρώ!
Μες στο κρύο, μες στα χιόνια
στο κορμί σου να καώ.
Κι απ’ το κόκκινο σημάδι
των χειλιών σου να βαφτώ,
ανεμώνα του χειμώνα,
λουλουδάκι μου καυτό!

Γιώργης Π. Δρυμωνιάτης

Από την ΕΝΟΡΧΗΣΤΩΜΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Από Κυριακή σε Κυριακή Σαρλ Μπωντλαίρ

Σαρλ Μπωντλαίρ

Ο ανατροπέας ποιητής που ήρθε απ’ την κόλαση


«Από παιδί δύο συναισθήματα αντιμάχονταν στην καρδιά μου: 
η φρίκη της ζωής και η έκσταση της ζωής.»
 
«Αποτελεί θαυμαστό προνόμιο της Τέχνης, το να μπορεί να μετατρέπει την φρίκη σε ομορφιά εκφράζοντάς την καλλιτεχνικά. Ο πόνος, όταν του δίνεται ρυθμός και μέτρο, γεμίζει το πνεύμα με μια γαλήνια χαρά».

Ο Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ (Charles Pierre Baudelaireήταν Γάλλος ποιητής, ένας από τους σημαντικότερους της γαλλικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κι όσο κι αν έχει χαρακτηριστεί καταραμένος Ποιητής, η παγκόσμια Ποίηση έχει ευλογηθεί από τον μεγαλειώδη πρωτοποριακό και ανατρεπτικό ποιητικό του λόγο, τον οποίο πλήρωσε ακριβά καθώς ταρακουνούσε συθέμελα τα κάστρα της τότε ( μα και της τώρα) πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας.

Οταν το 1857 κυκλοφορούν για πρώτη φορά τα «Άνθη του κακού», τα δικαστήρια καταδικάζουν τον ποιητή και τους εκδότες του, επιβάλλουν αυστηρές χρηματικές ποινές και απαγορεύουν έξι ποιήματα («Λέσβος», «Κολασμένες γυναίκες - Δελφίνη και Ιππολύτη», «Η Λήθη», «Σε κάποια πολύ πρόσχαρη», «Τα Κοσμήματα», «Οι μεταμορφώσεις της Λάμνιας»), τα οποία θα χρειαστούν σχεδόν μία εκατονταετία για να ξαναδούν το φως της δημοσιότητας (το 1949 γίνεται αναθεώρηση της δίκης και τότε μόνο δικαιώνεται ο μέγιστος Ποιητής).

Ειρηνικέ αναγνώστη, φυσιολάτρη,
αυτό το βέβηλο, πικρό βιβλίο
το λέω της μελαγχολίας μνημείο.
Ανθρωπε του καλού, άσ' το στην άκρη.

Ρητορική αν δεν πήγες να σπουδάσεις
στου Σατανά το σκοτεινό σχολείο,
δε θα αντιληφθείς ούτε σημείο,
μπορεί και υστερικό να με ονομάσεις.

Αν, δίχως να χαθείς στη γοητεία,
την άβυσσο κοιτάζεις με ηρεμία,
έλα και διάβασε κι αγάπησέ με·

παράξενη ψυχή, που αναστενάζεις
και στον παράδεισο ψάχνεις να φτάσεις,
λυπήσου με!... Αλλιώς, σε καταριέμαι!

Το σονέτο αυτό που έχει τίτλο «Επιγραφή σ' ένα βιβλίο καταδικασμένο», το έγραψε ο Μπωντλαίρ ως εισαγωγικό στην τρίτη έκδοση των «Fleurs du mal – Τα άνθη του κακού», το 1868 (δεν πρόλαβε να τη δει τυπωμένη):

     Ο Σαρλ Μπωντλαίρ, που γεννήθηκε στο Παρίσι τότε που οι Έλληνες ξεκίναγαν τον αγώνα για τη λευτεριά τους (9 Απριλίου 1821) και πρόλαβε να ζήσει μόνο μέχρι τα 46 του χρόνια, συνέδεσε τον εαυτό του με την πιο καθοριστική στιγμή της νεωτερικότητας στην ιστορία της ευρωπαϊκής ποίησης. Δημοσιεύοντας εν έτει 1857 τα «Ανθη του κακού» («Fleurs du mal»), ο Μπωντλαίρ τινάζει στον αέρα, όχι μόνο την παράδοση, αλλά και οτιδήποτε γίνεται αποδεκτό στα μέσα του 19ου αιώνα ως πολιτική, κοινωνική, ηθική και θρησκευτική αξία. Ο ποιητής δημοσιεύει κατά τη διάρκεια της σύντομης όσο και άκρως περιπετειώδους ζωής του κι άλλα πράγματα: πριν από τα «Ανθη του κακού» κυκλοφορεί η νουβέλα του «Η Φανφαρλό» (1847), ενώ λίγο μετά την έκδοσή τους τυπώνονται τα δοκίμιά του «Οι τεχνητοί παράδεισοι» (1860), που αναδεικνύουν τις κριτικές, τεχνοκριτικές και μουσικοκριτικές του επιδόσεις, όπως και η συλλογή του «Μικρά πεζά ποιήματα» (1862), που θυμίζει πως ο εμπνευστής της είναι, μεταξύ άλλων, και ο εισηγητής ενός καινούργιου, όπως και αδιανόητου για την εποχή του λογοτεχνικού είδους: της πολυχρησιμοποιημένης και πολυφορεμένης στις ημέρες μας ποιητικής πρόζας, που θα γνωρίσει στη γραφίδα του ορισμένες από τις ευτυχέστερες ώρες της. 

Albatross

(μετ.: Αλ. Μπάρας)

Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί,
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.

Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ' ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τα κουρασμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.

Πως κοίτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός
τ' ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει
ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πως πετούσε παρασταίνει.

Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ' αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μεσ' στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.



Τα πάντα τα της γραφής στην εποχή του ωχριούν μπροστά στο μέγεθος της έκρηξης την οποία θα προκαλέσουν, από την πρώτη κιόλας ημέρα της κυκλοφορίας τους, τα «Ανθη του κακού». Διότι τα πάντα θα γκρεμιστούν εδώ σε ένα εκτυφλωτικό χάος: η τάξη και η ευνομία των αστών, τα υψηλά αισθήματα και τα πολιτικά ιδανικά των ρομαντικών, οι ηθικές απαγορεύσεις των χριστιανών, οι γλωσσικές σεμνοτυφίες και οι πολυπληθείς συμβάσεις των ποιητών (παλαιοτέρων, αλλά και συγχρόνων). Ο Μπωντλαίρ θα τιμήσει τον στίχο του με την επίμονη προβολή της παρακμής, του άκρατου ερωτισμού και της υψηλής δαιμονολογίας (ο Σατανάς απαντά στην απόσυρση του θείου ως προδομένος θεός και ως πρίγκιπας της εξορίας), θα εξυμνήσει την τρέλα των παραισθητικών ουσιών, θα αποθεώσει τη βία, θα λατρέψει τη δύναμη του σκοταδιού και της Κόλασης, θα ταυτίσει την αγριότητα της έκφρασης με την επίτευξη του ωραίου (ή, έστω, με το κυνήγι της «ουράνιας ομορφιάς», όπως θα το έλεγε ο Πόε), θα υποκλιθεί μπροστά στον θάνατο, θα διακηρύξει στα πέρατα της οικουμένης τη χαρά της λησμονιάς και της παραίτησης και θα δαφνοστεφανώσει ως αγαπημένη του μούσα την πλήξη. 

Ο βρικόλακας

Καθώς οι δαίμονες με τ'άγριο μάτι
θα σου ξανάρθω σιγά στο κρεβάτι
και θα γλιστρήσω κοντά σου αχνός
σαν τα φαντάσματα της νυχτός.

Ξανά θα σου δώσω, μελαχρινή μου,
σαν το φεγγάρι ψυχρό το φιλί μου
και χάδια τέτοια σαν του φιδιού
που σέρνεται πλάι σε τάφο νεκρού.

Και μόλις φέξει η αυγή η πελιδνή,
τη θέση μου θα βρείς εκεί αδειανή
και κρύα ώσπου να'ρθει πάλι το βράδυ.

Όπως οι άλλοι μ'αγκαλιές και χάδι,
στη νιότη σου και στη ζωή σου εδώ
θα βασιλέψω με την φρίκη εγώ!

Ο Μπωντλαίρ νιώθει διαρκώς απέχθεια για το «άθλιο πλήθος». Αυτό που τον ταλανίζει πάνω από όλα είναι ο εγωισμός και η μοχθηρία των ανθρώπων, η πνευματική τους παραλυσία και η απουσία συναίσθησης του τι είναι Ωραίο και τι είναι Καλό.Ο ποιητής υπέφερε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον εξαιτία του κόσμου που ζει. Επιτιμά διαρκώς την ηδονή που ο «χύδην όχλος» βρίσκει στο Κακό. Θεωρεί τη φαντασία «βασίλισσα όλων των προικισμάτων». Στην πραγματικότητα, η φαντασία υποκαθιστά «την παραδοσιακή μετάφραση της υλικής ζωής», υποκαθιστά την πράξη με το όνειρο. Η ποίηση έτσι ορισμένη εκφράζει σχεδόν κάθε μεταγενέστερο ποιητή.  
Αντιρομαντικός ως ο πρώτος συμβολιστής, μα μέσα στο ρομαντισμό της εποχής του, αποδρά από τα καθιερωμένα κι αντιμάχεται τα κοινώς παραδεδεγμένα. 
Τα Κυθηρα, που ο ρομαντισμός τα είχε αναγάγει σε ένα παγκόσμιο σύμβολο του ιδανικού έρωτα, έρχεται και τα απαγάγει από τον ου τόπο που τα είχαν αναδείξει οι ορμαντικοί καλλιτέχνες και τα μετουσιώνει σε αυτό που είναι, ένα νησί με όλη την σκληρή πραγματικότητα της ζωής πάνω του.

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ
(Σάρλ Μπωντλαίρ) 

Σαν το πουλί περίχαρη πετούσε και η καρδιά μου
κι ελεύτερη τριγύριζεν ανάμεσα απ' τα ξάρτια.
Κάτου απ' τον ξάστερο ουρανό κυλούσε το καράβι 
σα μεθυσμένος άγγελος από λαμπρότατο ήλιο. 

Το μαυρονήσι ποιο είν' αυτό το θλιβερό; Μας είπαν: 

- Τα Κύθηρα' των τραγουδιών η φημισμένη χώρα, 
των γεροντοπαλίκαρων η χιλιοπατημένη 
παράδεισο' και μ' όλα αυτά φτωχή του η γη, για κοίτα! 

Για τα γλυκά τα μυστικά, για όσες γιορτές γιορτάζει, 

νησί, η καρδιά, να! της αρχαίας το φάντασμα Αφροδίτης 
απάνου από τα κύματά σου υπέρκαλο αρμενίζει, 
γιομίζοντας τους λογισμούς λαγγέματα και αγάπες. 

Ωραίο νησί με τις χλωμές μυρτιές, μυριανθισμένο, 

κι απ' όλα τα έθνη δοξαστό στων αιώνων τους αιώνες, 
που σ' εσέ φέρνουν οι καρδιές τ' αναστενάσματά τους, 
σαν της λατρείας το λιβάνι απάνου από 'να κήπο 

ρόδων ή σαν περιστεριού παντοτινό το βόγγο! 

Τα Κύθηρα δεν ήταν πια παρά χωράφι χέρσο 
και μια ερημιά κακοτοπιά που την αναταράζαν 
στριγγιές φωνές. Μα ξάνοιγα παράξενο εκεί κάτι. 

Ναοί δεν ήταν που ίσκιωνα τα δεντρολίβανα, όπου 

η νέα ιέρεια των ανθών η ερωτεμένη ερχόταν 
με το κορμάκι από κρυφές φωτοκαμένο φλόγες, 
σε φόρεμα μισανοιγμένο από διαβάτρες αύρες. 

Μα να! Καθώς πλευρώνοντας άκρη - άκρη το ερμονήσι, 

ξαφνίζαμε και τα πουλιά με τ' άσπρα τα πανιά μας, 
που ήταν είδαμε στητή κρεμάλα από τρεις κλάδους' 
ξεχώριζε μαυριδερή σα να ήταν κυπαρίσσι. 

'Ορνια άγρια στο ταϊνι τους σκαρφαλωμένα απάνου 

με λύσσα τρώγανε ώριμο πια κάποιον κρεμασμένο' 
και το καθένα φύτευε τη βρωμερή του μύτη, 
χώνοντάς τη, σα σύνεργο, παντού μέσ' στη σαπίλα. 

Τρύπες τα μάτια του, κι απ' την αδιάντροπη κοιλιά του 

βαριά τ' άντερα χύνονταν απάνου στα μηριά του, 
κι από γλυκάδες βδελυρές χορτάτοι οι δήμιοί του, 
δέρνοντάς τον, ολότελα τον είχαν ευνουχίσει. 

Κάτου στα πόδια του αγριμιών ζηλιάρικα κοπάδια, 

με μούρες ανασηκωτές, γυρίζαν τριγυρίζαν, 
και ζώο πιο μεγαλόκορμο στη μέση τους κουνιούνταν 
από τους παραστάτες του τριγυριστός, ο μπόγιας. 

Στα Κύθηρα που κάθισες, παιδί ουρανού πανώριου, 

αμίλητος υπόμενες βρισιές, χτυπιές, ω φρίκη! 
για να πλερώσεις άτιμες λατρείες σου κι αμαρτίες 
που σου το απαγορέψανε το μνήμα. 
Ω κρεμασμένε 

ρεζιλεμένε, οι συφορές σου, οι συφορές σου, και όταν 

είδα να ρεύει το κορμί σου, αιστάνθηκα ως απάνου 
στα δόντια μου, σαν εμετός, να μου ξανανεβαίνει 
των πόνων του παλιού καιρού το φαρμάκι, ποτάμι. 

Μπροστά σ' εσέ, φτωχέ άμοιρε και πόσο αγαπημένε! 

όλα τα ράμφη αιστάνθηκα των που τρυπούν κοράκων 
και που πονούν, και τα σαγόνια των παρδάλεων όλα 
που άλλοτε τόσο ορέγονταν τη σάρκα μου να τρίβουν. 

-Ωραίος ήταν ο ουρανός και η θάλασσα καθρέφτης, 

για μένα αιματοσπάραχτα μαύρα στο εξής τα πάντα, 
και να! την είχα, αλίμονο! σα σε χοντρό σουδάρι 
σ' αυτό το παραμάντεμα θαμμένη την καρδιά μου. 

Δεν ηύρα στο νησί σου ορθό, Αφροδίτη, ή μια κρεμάλα, 

ένα σημείο, και κρέμοταν η εικόνα μου από κείνη. 
Το θάρρος και τη δύναμη, Θεέ μου, ν' αντικρύσω 
το σώμα μου και την καρδιά μου δίχως ν' αηδιάσω. 


(μτφ: Μαρία Ρέγκου)

Απορρίπτοντας τις πλάνες του ρεαλισμού και της «τέχνης για την τέχνη», ο Μπωντλαίρ στοχεύει να κατακτήσει την θεμελιώδη αλήθεια, την κοσμική ανθρώπινη πραγματικότητα στις συμπαντικές διαστάσεις της. Γράφει στο Καλλιτεχνικό Σαλόνι του 1846: «Η πρωταρχική απασχόληση του καλλιτέχνη είναι να αποκαταστήσει τον άνθρωπο στην φύση, ώστε να επαναστατήσει εναντίον της. Αυτή η επανάσταση δεν λαμβάνει χώρα ψυχρά, ως κάτι το δεδομένο, σαν να ήταν κάποιος κώδικας ή ρητορική. Λαμβάνει χώρα παρορμητικά και αφελώς, ακριβώς όπως η αμαρτία, όπως το πάθος, όπως η επιθυμία». Στο δε Καλλιτεχνικό Σαλόνι του 1859 προσθέτει: «Ο καλλιτέχνης—ο αληθινός καλλιτέχνης, ο αληθινός ποιητής—δεν πρέπει να ποιεί παρά μόνον όταν βλέπει και όταν ακούει. Πρέπει να είναι αληθινά πιστός στην φύση του». Με αυτόν τον τρόπο ο Μπωντλαίρ αρθρώνει την θεμελιώδη ανακάλυψη της σύγχρονης αισθητικής: «Το Ωραίο πάντα θα είναι παράξενο. Δεν λέω ότι θα είναι παράξενο εκούσια και ψυχρά, διότι τότε δεν θα ήταν παρά ένα τέρας που ξεπήδησε μέσα από τις ατραπούς της ζωής. Λέω απλώς ότι πάντα θα ενέχει ένα στοιχείο παραδοξότητας, όχι ηθελημένης αλλά υποσυνείδητης. Και σε αυτήν την παραδοξότητα θα έγκειται και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που θα το καθιστά ωραίο».


«Ο ρομαντισμός δεν βρίσκεται ούτε στην επιλογή του θέματος ούτε στην ακριβή αλήθεια, αλλά περισσότερο σε έναν τρόπο να αισθάνεσαι τον κόσμο».

Τα ποίηματά του "Οι μεταμορφώσεις της Λάμιας" και "Λέσβος" , όπως προείπα, είναι δύο από τα έξι απαγορευμένα, που αποκαταστάθηκαν με την αναθεώρηση της δικης του  το 1949.

Οι μεταμορφώσεις της Λάμιας

Όμως αυτή που είχε μια φράουλα για στόμα
σα φίδι πάνω στη φωτιά γύρναε το σώμα
και τους μαστούς μαλάζοντας μες στον κορσέ της
τις λέξεις πρόφερε τις μοσχοβολιστές της:
-Τα χείλη μου είν' υγρά, ξέρω την επιστήμη
στην κλίνη τη βαθιά να σβήνω κάθε μνήμη.
Στο θρίαμβο του κόρφου μου δάκρυα στεγνώνω
και τα γερόντια σε παιδιά μεταμορφώνω.
Γι' αυτόν που με κοιτά γυμνή έχω τη χάρη
να γίνω άστρο, ουρανός, ήλιος, φεγγάρι!
Είσαι σοφός, μα εγώ όποιον μέσα μου κι αν κλείσω,
κάθε ανείπωτη ηδονή θα του χαρίσω,
κι όταν δαγκώνουνε τα στήθη μου τα ωραία,
άσεμνη εγώ και ντροπαλή, δειλή, γενναία,
πάνω στο στρώμα μου, που από λαγνεία στενάζει,
στρατιές αγγέλων το κορμί μου αυτό κολάζει!
Όταν μου ήπιε το μεδούλι απ' τα οστά μου,
και γέρνω όλος πόθο, μες στον έρωτά μου,
να τη φιλήσω με λατρεία-βλέπω ένα
σακί γεμάτο κόκαλα, πύο και βλέννα!
Κλείνω τα μάτια μου στην παγωνιά του τρόμου
κι όταν το φως τ' ανοίγω έχω στο πλευρό μου,
αντί γι΄αυτή την κούκλα τη δυναμωμένη
που νόμιζες πως με αίμα ήταν χορτασμένη,
τα άθλια απομεινάρια σκελετού που τρέμαν
και σαν του ανεμοδείχτη την κραυγή εκλαίγαν
ή σαν ταμπέλα σε δοκάρι κρεμασμένη
που η καταιγίδα του χειμώνα ανεμοδέρνει.

Λέσβος

Μάνα ηδονής ρωμαϊκής, ελληνικής λαγνείας,
Λέσβος με τα λιγόθυμα και χαρωπά φιλιά,
όπως ο ήλιος φλογερά, δροσάτα σαν οπώρες,
στολίδια ανεκτίμητα στη μέρα, στη νυχτιά· 
Μάνα ηδονής ρωμαϊκής, ελληνικής λαγνείας, 

Λέσβος, που τα φιλιά εκεί μοιάζουν με καταρράχτες
και θαρραλέα πέφτουνε σε βάραθρο βαθύ,
τρέχουνε μ' αναφιλητά, μετά ξεσπούν σε γέλια
μεθυστικά, αμέτρητα και μυστικά πολύ· 
Λέσβος, που τα φιλιά εκεί μοιάζουν με καταρράχτες.

Λέσβος, που η κάθε Φρύνη σου ποθεί η μια την άλλη,
και βρίσκει πάντα αντίλαλο εκεί ο στεναγμός,
όσο την Πάφο εσένα σε θαυμάζουνε τ' αστέρια,
κι η Αφροδίτη δίκαια ζηλεύει τη Σαπφώ!
Λέσβος, που η κάθε Φρύνη σου ποθεί η μια την άλλη,

Λέσβος, με τις παράφορες και φλογισμένες νύχτες,
μες σε καθρέφτες κορασιές με μάτια ολοσβηστά
επιθυμώντας άγονα το άκαρπο κορμί τους
της ήβης τους μεστούς καρπούς θωπεύουν τρυφερά· 
Λέσβος, με τις παράφορες και φλογισμένες νύχτες,

τον Πλάτωνα τον αυστηρό τώρα λησμόνησέ τον· 
την άφεση στη δίνουνε τ' αμέτρητα φιλιά,
βασίλισσα χώρας τερπνής, ευγενική, εγκάρδια,
που επινοείς αέναα χάδια ηδονικά.
τον Πλάτωνα τον αυστηρό τώρα λησμόνησέ τον.

Την άφεση σ' τη δίνει εσέ το αιώνιο μαρτύριο,
που τις φιλόδοξες καρδιές επίμονα εξαντλεί,
όμως το παίρνει μακριά ένα καθάριο γέλιο
μισοϊδωμένο τώρα πια σε άλλη ανατολή!
Την άφεση σ' τη δίνει εσέ το αιώνιο μαρτύριο!

Λέσβος, μα ποιος τολμά να γίνει δικαστής σου,
εξαντλημένη και ωχρή να σε κατηγορεί,
αν δε ζυγίσει σε χρυσό ζυγό τα δάκρυά σου,
ποτάμια δάκρυα στη θάλασσα που έχουν χυθεί;
Λέσβος, μα ποιος τολμά να γίνει δικαστής σου;

Τι κι αν οι νόμοι μάς μιλούν για δίκιο ή αδικία;
Παρθένες απαράμιλλες, του Αιγαίου δοξασμός,
είναι η θρησκεία σας σεβαστή σαν κάθε άλλη θρησκεία,
και του έρωτα περίγελος ο Άδης κι ο Ουρανός!
Τι κι αν οι νόμοι μάς μιλούν για δίκιο ή αδικία;

Εμένα η Λέσβος διάλεξε να ψάλλω το τραγούδι,
των ανθισμένων κοριτσιών να πω το μυστικό,
εμέ που γνώρισα παιδί το σκοτεινό μυστήριο
που σμίγει γέλιο ξέφρενο και θρήνο γοερό· 
Εμένα η Λέσβος διάλεξε να ψάλλω το τραγούδι.

Και από τότε αγρυπνώ στην άκρη του Λευκάτα,
φρουρός με μάτια σίγουρα, διαπεραστικά,
παραφυλώντας για να δω γολέτα ή φρεγάτα,
σκιές που τρέμουν μακριά σε πλάτη γαλανά· 
Και από τότε αγρυπνώ στην άκρη του Λευκάτα,

να μάθω αν είν' η θάλασσα πονετική, γαλήνια
και μέσα στ' αναφιλητά που ο βράχος αντηχεί
στη Λέσβο, που όλο συγχωρεί, εάν θα φέρει πίσω
το λατρεμένο της Σαπφώς λείψανο που είχε βγει
να μάθει αν είν' η θάλασσα πονετική, γαλήνια!

Της Ψάπφας της αρρενωπής που έγραφε κι αγαπούσε,
πιο όμορφη απ' την Κυπρίδα, θλιμμένη και χλωμή!
- Τα γαλανά νικήθηκαν από τα σκούρα μάτια
με κύκλους μαύρους, μελανούς από τη συντριβή
Της Ψάπφας της αρρενωπής που έγραφε κι αγαπούσε!

- Πιο όμορφη απ' την Κυπρίδα την αναδυομένη,
που χύνονταν τριγύρω της γαλήνιος θησαυρός
τα ολόφωτα, τα θεϊκά, τα ολόξανθά της νιάτα,
και θαύμαζε ο πατέρας της γερο-Ωκεανός· 
 Πιο όμορφη απ' την Κυπρίδα την αναδυομένη!

- Ναι, της Σαπφώς που πέθανε της προδοσίας τη μέρα,
όταν τους όρκους πάτησε και έγινε βορά
προσφέροντας τ' ωραίο κορμί υπέρτατη θυσία
σ' ένα χυδαίο εγωιστή που χτύπησε σκληρά
αυτή που έτσι πέθανε της προδοσίας τη μέρα.

Κι είναι από κείνο τον καιρό που η Λέσβος χύνει δάκρυα
και στέκεται ατάραχη που ο κόσμος την τιμά
μα κάθε νύχτα απ' την κραυγή της θύελλας μεθάει
σαν η παντέρμη ακρογιαλιά στον ουρανό μιλά!
Κι είναι από κείνο τον καιρό που η Λέσβος χύνει δάκρυα!

Με αυτήν την μικρή μου αναφορά στη ζωή και στο έργο του Σαρλ Μπωντλαίρ θέλησα να σας δώσω μια εικονα της φυσιογνωμίας του πολύ μεγάλου αυτού στοχαστή-ποιητή, που το έργο του και κυρίως τα μεγαλειώδη Άνθη του κακού, είχε τεράστιο αντίκτυπο σε όλη τη Γαλλική , αλλά και την παγκόσμια ποίηση, καθώς αποτελεί την κριτική και τη σύνθεση του ίδιου του Ρομαντισμού, για άλλους δε είναι η θεμελίωση  του συμβολισμού και για άλλους πάλι, αμφότερα. Ο Μπωντλαίρ θεωρείται επίσης ο πατέρας του πνεύματος της παρακμής με στόχο τον σκανδαλισμό της αστικής τάξης. Όλοι πάντως συμφωνούν στο ότι το έργο του άνοιξε ένα νέο εξαιρετικό δρόμο για την σύγχρονη ευρωπαϊκή ποίηση.

Ελπίζω κάπως να τα κατάφερα, μέσα από τον προσωπικό μου θαυμασμό και την αγάπη μου προς το έργο του, να σας σκιαγράφησα την αξία του μεγάλου αυτού Ποιητή.

Γιώργης Δρυμωνιάτης

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Πάω...

Οι αντίρροπες δυνάμεις
του παρελθόντος και του μέλλοντος,
η επιείκεια του παρόντος,
η εξουσία του μηδενός.
Νιώθω την απειλή εναντίον τού εγώ
απ’ τον πυρήνα του θανάτου,
μα δεν φρενάρω τις περιστροφές μου
στον ουρανό.
Τραβολογιέμαι στ’ άδυτα
του νου και της ψυχής
με τόση αγάπη για τα πάντα!
Ευδαιμονώ εν μέσω των δαιμόνων μου,
λίγος εν τω πολλώ,
πολύς μές στο υπάρχω.
Να μην εξοικειώνεσαι με το τίποτα,
μου λέω,
και τραβώ κατά τους ορίζοντες
των δεκάξι ανέμων. Πάω…



Γιώργης Δρυμωνιάτης
Από την ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΉ

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Επίκληση

Επίκληση

Κρύο στο κρανίο, εσωτερικά, εξωτερικά, πιθανόν χειμώνας στις σκέψεις μου,
λέω τώρα… Ίσως να φταίει το παγόβουνο, το ντακα-ντουκ στο στέρνο,
ειδάλλως οι άλλοι, που επιδιώκουν να με καταστήσουν μη ον.
Ωστόσο, ανεξαρτήτως Θεού, εγώ νάμαι υπάρχω.
Κι αν η ψυχή θαρρούν πως είναι  από βενζίνη,
δεν ξέρω, αναλώσιμη, λένε, αλλά όχι, όχι αφού μπορώ και μιλώ,
αφού υπάρχεις κι ακούς…όχι, όχι, ποτέ κάρβουνο η ψυχή.
Πες μου κάτι εσύ.
Υπάρχει ένας Μεσσίας ανάμεσά μας;
 Ο Έρωτας, λες, καταμεσής της γης, λυτρωτής .
Κι η μεγάλη των όλων  μητέρα, η αγάπη.
Μία για όλη την ανθρωπότητα.
Βολές αέρος-αέρος, εδάφους-εδάφους,
αλλ’ εμείς στις υπερβολές των πνευμάτων,
 μακριά από τους τάφους θεμελιώνουμε τη ζωή.
Κι όσο κι αν το σώμα την υπηρετεί,
η ύλη αδυνατεί να μας υποτάξει.
Κρύο στο κρανίο σήμερα, εσωτερικά, εξωτερικά,
σκοτάδι κατά μεσημβρίαν, συγκυρίες κακής εξουσίας,
πιθανόν χειμώνας οι σκέψεις μου,
αλλά τι πάει να πει κρύο, αφού μπορεί ν’ αχνίσει στο χιόνι κερί!
Δεν πα να χιονίζει!
Κουμαντάρω το άυλο είναι μου, τα φώτα μου μες στην ομίχλη,
προκαλώ το μηδέν και το άπειρο,
υπερπατώ πάνω στο εφικτό, στο ιδεατό, στο ανείπωτο,
χοροπηδώ πάνω σ’ ονείρων αλαλαγμό!
Πυρπολείστε με Ουρανοί με αγάπη!
Κι εσύ, θηλυκιά μου! Ω, Ερατώ, εράσμια Ερατώ μου,
δος μου των μαστών σου τον ορό, να ενωθώ με το φως.
Να μου γεννήσεις κάλλος πάλι θέλω.
Λόγο λευκό. Χειμωνανθό μες στον πάγο μου.
Γέννα με, γέννα  Ερατώ.
Στη μήτρα σου ποθώ να διασωθώ,
ω μήτρα του σύμπαντος, τέχνη!


 Γιώργης Π. Δρυμωνιάτης

Από την ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

Απαγγέλθηκε στις 14/12/2015 στον κινηματογράφο ΑΛΚΥΟΝΙΣ , στα πλαίσια απονομής των βραβείων ΟΔΥΣΣΕΥΣ του LONDON GREEK FILM FESTIVAL 2015

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Από Κυριακή σε Κυριακή Ράινερ Μαρία Ρίλκε


Ράινερ Μαρία Ρίλκε

Ο μοναχός της Ποίησης

Θα ξεκινήσω την αναφορά μου σε αυτόν τον πολύ μεγάλο, γεννημένο στη Τσεχία,  γερμανικής καταγωγής, Ποιητή, με ένα κείμενό του που τα τελευταία τριάντα χρόνια το έχω διαβάσει πάνω από 30 φορές.

(Είναι το  πρώτο του από τα "ΓΡΑΜΜΑΤΑ Σ' ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΟΙΗΤΗ")

                                                                                                                  Παρίσι, 17 του Φλεβάρη 1903

Φίλε Κύριε,

Εδώ και λίγες μέρες πήρα το γράμμα σας. Θέλω να σας ευχαριστήσω για τη μεγάλη και πολύτιμη, για μένα, εμπιστοσύνη που μου δείχνετε. Δε μπορώ όμως να κάνω τίποτα περισσότερο. Δε μπορώ να μπω στην τεχνική των στίχων σας: κάθε είδους κριτική βλέψη είναι κάτι τόσο ξένο από μένα... Η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για ν' αγγίξεις ένα έργο τέχνης: καταντάει πάντα σε πετυχημένες, λίγο ή πολύ, παρανοήσεις. Δε μπορούμε όλα να τα συλλάβουμε και να τα εκφράσουμε —όσο κι αν θέλουν πολλοί να μας πείσουν για το αντίθετο. Τα περισσότερα απ' όσα μάς συμβαίνουν δε μπορούμε να τα εκφράσουμε, ξετυλίγονται μέσα σε μια σφαίρα, που ποτέ καμιά λέξη δεν την καταπάτησε. Και απ' όλα πιο αδύνατο είναι να εκφράσουμε τα έργα τής τέχνης, τις μυστηριακές αυτές υπάρξεις που η ζωή τους δε γνωρίζει τέλος, καθώς πορεύεται πλάι στη δική μας την περαστική, την πρόσκαιρη ζωή.

Πρέπει, έπειτ' από τούτη την παρατήρηση, να προσθέσω ακόμα πως οι στίχοι σας δεν έχουν δική τους ατομική έκφραση, κι ωστόσο βρίσκω μέσα κει, δειλό κι αβλάστητο ακόμα, το έμβρυο μιας προσωπικότητας. Το 'νιωσα αυτό εντονότερα στο τελευταίο σας ποίημα: "Η ψυχή μου". Εκεί, κάτι Δικό σας γυρεύει να βρει έκφραση και μορφή. Και μέσ' απ' τ' όμορφο ποίημά σας "Στο Leopardi" αναδίνεται μια κάποια συγγένεια μ' εκείνο τον Μεγάλο Ερημίτη. Ωστόσο, τα ποιήματά σας δεν έχουν δική τους υπόσταση, δεν έχουν αυθυπαρξία —ούτε καν το ποίημα για το Leopardi. Το γράμμα σας, που τα συντρόφευε, δεν παρέλειψε να μου εξηγήσει μια κάποιαν ατέλειά τους, που την ένιωσα διαβάζοντάς τα, χωρίς όμως και να μπορώ να της δώσω ένα όνομα.

Ρωτάτε αν είναι καλοί οι στίχοι σας. Ρωτάτε εμέναν. Ρωτήσατε, βέβαια, κι άλλους πριν. Τους στέλνετε στα περιοδικά. Τους συγκρίνετε μ' άλλα ποιήματα, αναστατωνόσαστε όταν κάποιοι αρχισυντάχτες σάς γυρνάνε πίσω τα ποιητικά σας δοκίμια. Από δω κι εμπρός (μια και μου επιτρέψατε να σας δίνω συμβουλές) σας παρακαλώ να τ' απαρνηθείτε όλ' αυτά. Η ματιά σας είναι γυρισμένη προς τα έξω˙ αυτό, προπάντων, δεν πρέπει να κάνετε τώρα πια. Κανένας δε μπορεί να σας συμβουλέψει ή να σας βοηθήσει, κανένας. Ένας μονάχα δρόμος υπάρχει: βυθιστείτε μέσα στον εαυτό σας, αναζητήστε την αιτία που σας αναγκάζει να γράφετε, δοκιμάστε αν οι ρίζες της φυτρώνουν απ' τις πιο βαθιές γωνιές τής καρδιάς σας. Εξομολογηθείτε στον εαυτό σας: θα πεθαίνατε τάχα, αν σας απαγόρευαν να γράφετε; Τούτο, πρώτ' απ' όλα: αναρωτηθείτε, την πιο σιγηλή ώρα τής νύχτας σας: Πρέπει να γράφω; Σκαλίστε βαθιά μέσα σας, να βρείτε την απόκριση. Κι αν η απόκριση τούτη αντηχήσει καταφατικά, αν απέναντι στο βαθυσήμαντο τούτο ρώτημα μπορείτε να υψώσετε ένα στέρεο κι απλό Πρέπει, τότε πλάσετε τη ζωή σας σύμφωνα μ' αυτή την ανάγκη. Η ζωή σας, ακόμα και στην πιο αδιάφορη, την πιο άδειαν ώρα της, πρέπει να γίνει σημάδι και μάρτυρας αυτής της ορμής. Ζυγώστε, τότε, τη φύση. Πασχίστε, τότε, να πείτε, σα να 'σαστε ο πρώτος άνθρωπος πάνω στη γη, τι βλέπετε, τι ζείτε, τι αγαπάτε, τι χάνετε. Μη γράφετε ερωτικά τραγούδια. Αποφύγετε, πρώτ' απ' όλα, τούτα τα πολύ τρεχούμενα και συνηθισμένα θέματα: είναι τα πιο δύσκολα, κι ο ποιητής πρέπει να φτάσει σ' όλη την τρανή ωριμότητα τής δύναμής του για να μπορέσει να δώσει κάτι δικό του, εκεί όπου, σίγουρη και λαμπερή —κάποιες φορές— η παράδοση παρουσίασε τόσην αφθονία. Μακριά απ' τα μεγάλα γενικά θέματα, σκύψετε σ' εκείνα που σας προσφέρει η καθημερινότητα. Ιστορήστε τις θλίψεις και τους πόνους σας, τους φευγαλέους στοχασμούς σας, την πίστη σας σε κάποιαν ομορφιά —ιστορήστε τα όλα τούτα με βαθιά, γαλήνια, ταπεινή ειλικρίνεια, και μεταχειριστείτε, για να εκφραστείτε, τα πράματα που σας περιτριγυρίζουν, τις εικόνες των ονείρων σας και τις πηγές των αναμνήσεών σας. Αν ίσως η καθημερινότητά σας σάς φαινεται φτωχή, μην την καταφρονήσετε. Καταφρονήστε τον ίδιο τον εαυτό σας, που δεν είναι αρκετά ποιητής και δε μπορεί να καλέσει κοντά του τα πλούτη της. Για το δημιουργό δεν υπάρχει φτώχεια, ούτε φτωχοί κι αδιάφοροι τόποι. Και μέσα σε φυλακή ακόμα αν ήσαστε κλεισμένος, κι οι τοίχοι της δεν αφήνανε τους ήχους τού κόσμου να φτάσουν ως εσάς —δε θα σας έμεναν, ωστόσο, αμόλευτα μέσα σας, τα παιδικά σας χρόνια, ο ακριβός, βασιλικός τούτος πλούτος, ο θησαυρός αυτός των αναμνήσεων; Γυρίστε κατά κει το νου σας. Πασχίστε ν' ανασύρετε, απ' το βυθό αυτών των περασμένων, τις βουλιαγμένες εντυπώσεις. Η προσωπικότητά σας θα δυναμωθεί, η μοναξιά σας δε θα 'ναι πια άδεια και θα σας γίνει ένα καταφύγιο ονείρου, όπου κανένας θόρυβος απ' έξω δε θα φτάνει. Κι αν από τούτη την επιστροφή στον εαυτό σας, από τούτη την καταβύθιση στον δικό σας κόσμο, στίχοι ξεπηδήσουν, δε θα σκεφτείτε να ρωτήσετε τους άλλους αν είναι καλοί στίχοι. Κι ούτε θ' αποζητήσετε να ενδιαφερθούν τα περιοδικά γι' αυτούς: οι στίχοι σας δε θα 'ναι, για σας, παρά ένα αγαπημένο φυσικό σας χάρισμα, ένα κομμάτι κι ένας φθόγγος απ' τη ζωή σας. Ένα έργο τέχνης είναι άξιο μόνο σαν ξεπηδάει από μιαν ανάγκη. Για να το κρίνεις, πρέπει να δεις ποια είν' η πηγή του. Γι' αυτό, φίλε Κύριε, δε μπορώ να σας δώσω παρά τούτη μόνο τη συμβουλή: βυθιστείτε στον εαυτό σας, ψάξτε στα βάθη, απ' όπου πηγάζει η ζωή σας. Εκεί θα βρείτε την απόκριση στο ρώτημα: πρέπει να δημιουργείτε; Δεχτείτε την, όπως θ' αντηχήσει, χωρίς να γυρέψετε το νόημά της. Ίσως βγει πως η Τέχνη σάς καλεί. Τότε, αγκαλιάστε αυτή τη μοίρα, κρατήστε την για πάντα απάνω σας, μ' όλο το βάρος και το μεγαλείο της, χωρίς ποτέ ν' αποζητήσετε καμιάν αμοιβή απ' έξω. Γιατί ο δημιουργός πρέπει να 'ναι ολόκληρος ένας κόσμος για τον εαυτό του, να βρίσκει τα πάντα στον εαυτό του και στη Φύση, που μαζί της είναι δεμένος.

Μπορεί όμως, έπειτ' απ' αυτή την "κάθοδο" μέσα στον εαυτό σας και στον εντός σας "ερημίτη", να πρέπει ν' απαρνηθείτε τη μοίρα τού ποιητή. (Φτάνει, όπως σας είπα, να νιώσει κανένας πως μπορεί να ζήσει και χωρίς να γράφει —κι ευθύς το γράψιμο του είναι απαγορευμένο.) Μα και τότε ακόμα, αυτή η αυτοσυγκέντρωση, που σας ζητώ, δε θα 'χει σταθεί μάταιη. Η ζωή σας θα βρει, δίχως άλλο, μέσ' από κει, τους δικούς της δρόμους˙ κι εύχομαι, περισσότερο απ' όσο δύνονται τα λόγια μου να σας πουν, οι δρόμοι σας τούτοι να 'ναι άξιοι, πλατιοί κι ευτυχισμένοι.

Τι άλλο μπορώ να πω; Νομίζω πως τόνισα ό,τι έπρεπε. Κι ακόμα μια φορά, ένα θέλω να σας συμβουλέψω: ν' αναπτυχθείτε, γαλήνια και σοβαρά, σύμφωνα με το δικό σας νόμο. Θα συνταράζατε, όσο γίνεται πιο βίαια κι ολέθρια, την εξέλιξή σας, αν στρέφατε τη ματιά σας προς τα έξω κι αν προσμένατε απ' έξω απόκριση σε ρωτήματα, όπου μόνο το πιο βαθύ αίσθημά σας, στην πιο χαμηλόφωνη ώρα σας, μπορεί ίσως ν' αποκριθεί.

Με χαρά μου βρήκα το όνομα τού καθηγητή Horaček στο γράμμα σας. Διατηρώ πάντα, από τα χρόνια κείνα, βαθύ σεβασμό κι ευγνωμοσύνη για τον αγαπητόν αυτό σοφό. Θα είχατε την καλοσύνη να του το πείτε; Είναι τόσο καλός που με θυμάται ακόμα, και του χρωστώ χάρη γι' αυτό.

Σας στέλνω πίσω τους στίχους, που φιλικά μού εμπιστευτήκατε. Και σας ευχαριστώ, άλλη μια φορά, για τη μεγάλη κι εγκάρδια εμπιστοσύνη σας. Προσπάθησα, στην ανυπόκριτη τούτη απάντησή μου, γραμμένη όσο δυνόμουν καλύτερα, να φανώ της εμπιστοσύνης αυτής κάπως περισσότερο άξιος απ' ό,τι πραγματικά είμαι, ο ξένος εγώ.
                                                                       Μ' αφοσίωση και συμπάθειαRAINER MARIA RILKE

(Πηγή: Rainer Maria Rilke, Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ) 

Δύο από τα πρώιμα ποιήματά του (μετάφραση Άρης Δικταίος)


Αυτό είναι η νοσταλγία : να κατοικείς στο κύμα
και να μην έχεις πατρίδα μες στον χρόνο.

Κ’ οι επιθυμίες αυτό ‘ναι : σιγαλή ομιλία

Της αιωνιότητας με καθημερινές ώρες.

Κ’ η ζωή ΄ναι αυτό : ώσπου από ένα χτες

να βγει η μοναχικότερη απ’ όλες τις ώρες ώρα,

που διαφορετικά απ’ τις άλλες αδερφές της
γελά και μπρος στο αιώνιο μόνο, θα σωπάσει


*********


Το σπίτι μου είναι ανάμεσα μέρας κι ονείρου

που τα παιδιά, ζεστά απ’ το τρέξιμο, κοιμούνται,

που κάθονται οι γονείς το βράδυ και τα τζάκια
λαμποκοπούνε και την κάμαρα φωτίζουν.


Το σπίτι μου είναι ανάμεσα μέρας κι ονείρου

που καθαρά τα βραδινά σήμαντρα ηχούνε,

και αμήχανα, από τον αντίλαλο, κορίτσια,
κουρασμένα ακουμπούν στων πηγαδιών τα χείλια.


Κ’ έχω πιο αγαπημένο δέντρο μου, κάποια φιλύρα

κι όλα τα καλοκαίρια, που σιωπούν εντός της,

στα χείλια της κλαδιά σαλεύουνε πάλι και πάλι,
κι αγρυπνούν πάλι ανάμεσα μέρας κι ονείρου.


Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε (Rainer Maria Rilke4 Δεκεμβρίου 1875 - 29 Δεκεμβρίου 1926) καταγόταν από γερμανική γενιά και γεννήθηκε ως René Karl Wilhelm Johann Josef Maria Rilke στην Πράγα. Τα παιδικά του χρόνια χαρακτηρίστηκαν από ανησυχία. Έζησε σε μια ταραγμένη εποχή τα χρόνια της νεότητάς του - θρησκευτικές διαμάχες, ηθική κατάπτωση, παγκόσμια αναστάτωση. Οι πρώτες αυτές παιδικές μνήμες ήταν και το πρώτο υλικό για το κατοπινό έργο του. Ήταν ακόμη η αιτία που τον έσπρωξε να περιπλανηθεί σ' όλη σχεδόν την Ευρώπη, από την κοντινή Ιταλία και Γαλλία έως τη μακρινή Ρωσία.

Ο πατέρας του, Γιόζεφ Ρίλκε (Josef Rilke, 1838-1906), έγινε ανώτερος υπάλληλος στους σιδηροδρόμους μετά από μια ανεπιτυχή στρατιωτική σταδιοδρομία. Η μητέρα του, Sophie ("Phia") Entz (1851-1931), καταγόταν από μια ευκατάστατη οικογένεια βιομηχάνων της Πράγας, τους Entz-Kinzelbergers, οι οποίοι κατοικούσαν σε ένα μέγαρο στην οδό Herrengasse (Panská) 8, όπου ο μικρός Ρενέ μεγάλωσε. Ο γάμος των γονέων του έγινε το 1884. Η σχέση μεταξύ της Phia και του μοναδικού γιου της βαρυνόταν από το παρατεταμένο πένθος της για τη μεγαλύτερη κόρη της. Οι γονείς του τον πίεσαν να ακολουθήσει σταδιοδρομία στρατιωτική. Φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή του Ζανκτ Πλέτεν (Sankt Ploeten) της Αυστρίας για μια πενταετία (1886 - 1891), όταν έφυγε λόγω ασθένειας. Το 1895 άρχισε να φοιτά στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα, όπου σπούδασε γερμανική λογοτεχνία, ιστορία της τέχνης και φιλοσοφία. Το 1896 εγκαταστάθηκε στο Μόναχο.

Το 1892 άρχισε να συμμετέχει σε φιλολογικούς κύκλους της Πράγας. Την εποχή αυτή χρονολογούνται και οι πρώτες ποιητικές συλλογές του. Επηρεάστηκε από τo ύφος του Δανού ποιητή Γενς Πέτερ Γιάκομπσεν (Jacobsen, 1847 - 1885) και του Βέλγου δραματουργού Μωρίς Μαίτερλινκ (Maeterlinck, 1862 - 1949), από το χριστιανικό υπαρξισμό του Σαίρεν Κίρκεγκωρ (Kierkegaard, 1813 - 1855), τον γλύπτη Ροντέν και την ψυχανάλυση του Φρόυντ και μαζί με τον Αυστριακό ποιητή και δραματουργό Χόφμανσταλ (Hofmannsthal, 1874 - 1929) και το λυρικό Γερμανό ποιητή Γκέοργκε (George, 1868 - 1933) αποτελούν την τριάδα της νεωτεριστικής ποίησης στην Κεντρική Ευρώπη. Ιδιαίτερα όμως ο γαλλικός ιμπρεσιονισμός στη ζωγραφική και ο συμβολισμός στην ποίηση διαμόρφωσαν το στίχο του.

Το 1899 και το 1900 ταξίδεψε στη Ρωσία και συνάντησε τον Λέοντα Τολστόι. Τα δύο αυτά ταξίδια του στη Ρωσία του ενέπνευσαν "Το Βιβλίο των Ωρών" (Das Stundenbuch, 1900 - 1904). Την εποχή αυτή έγραψε και "Το τραγούδι της αγάπης και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε. Έγινε γραμματέας του Ροντέν από το 1905 μέχρι το 1906. Αφού διακόπηκε η σχέση του με το διάσημο γλύπτη, ταξίδεψε στη Γερμανία και στην Ιταλία.

Η φιλία του με τον Ροντέν, η ζωή του Παρισιού, ο γάμος του τον Απρίλιο του 1901 με τη νεαρή γλύπτρια Κλάρα Βέστχοφ από τη Βρέμη διαμόρφωσαν μια μυστικιστική διάθεση στη δεύτερη περίοδο της ποίησής του. Στα Νέα Ποιήματα (1907 - 1908) διαφαίνεται μια μεταφυσική ανησυχία μπροστά στο μυστήριο της δημιουργίας και του σύμπαντος. Το 1910 ο Ρίλκε ταξίδεψε στη Δαλματία, στη Βόρεια Αφρική και στην Αίγυπτο. Κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο εγκαταστάθηκε στο Μόναχο. Τότε δημοσίευσε και τα αριστουργήματά του Ελεγείες του Ντουίνο (Duineser Elegien, 1911 - 1922), που άρχισε να γράφει κατά τη διάρκεια της παραμονής του στον Πύργο του Ντουίνο της Δαλματίας, κοντά στη Τεργέστη, και τα Σονέτα στον Ορφέα (Sonette an Orpheus, 1922). Με τα δυο αυτά του έργα, με τον πλούσιο λυρισμό τους, το υμνητικό ύφος και την όρεξη για ζωή, ο Ρίλκε έφθασε στο αποκορύφωμα του ποιητικού του έργου.

Το μυθιστόρημα "Οι Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε" (Die Aufzeichnungen des Malte Laurids Brigge, 1910), που άρχισε να το γράφει στη Ρώμη το 1904, "μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρόδρομος της γραφής των Υπαρξιστών". Το 1929 δημοσιεύθηκε το πολύ ενδιαφέρον έργο του, που διαβάστηκε κι αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους νέους, Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή (Briefe an einem jungen Dichter). Η πλούσια αλληλογραφία του Ρίλκε περιέχει πολύτιμες πληροφορίες για το έργο του. Πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου 1926 από λευχαιμία στο Βαλμόν της Ελβετίας.
Πηγή: Βικιπαίδεια 

Ρίλκε: 
Ανεκπλήρωτος 'Eρωτας 
«Ο έρωτας είναι η υψηλότερη αφορμή για έναν άνθρωπο να αποκτήσει οντότητα, να γίνει ο κόσμος» [Πηγή: www.doctv.gr]

Ο ποιητής έγραψε στη διάρκεια της έντονης και γεμάτης ζωής του έντεκα ποιητικές συλλογές και έντεκα χιλιάδες γράμματα. Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ο ποιητής που επηρέασε βαθιά τη σύγχρονη γερμανική ποίηση, παρότι λάτρεψε τη μοναξιά σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, δεν σταμάτησε στιγμή να αλληλογραφεί με πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους -«αριστοκράτες και καθαρίστριες, εμπόρους και πολιτικούς, τη γυναίκα του, διάφορους πάτρωνες, εκδότες, φίλους, ερωμένες, άλλους ποιητές και καλλιτέχνες και άγνωστους θαυμαστές»- και απελευθερωμένος πια από τους περιορισμούς του στίχου να εκφράζει σκέψεις και απόψεις για κάθε ζήτημα της ψυχής και της ζωής.
Ο μελετητής Ulrich Baer επέλεξε αποσπάσματα μέσα από χιλιάδες σελίδες αμετάφραστων επιστολών, και συγκέντρωσε τα καλύτερα κείμενα και τις πιο εύστοχες φιλοσοφικές παρατηρήσεις στο βιβλίο «Η σοφία του Ρίλκε - Ο οδηγός του ποιητή για τη ζωή»,(κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκης»). 
Ο ίδιος ο Ρίλκε από τα 17 του μόλις χρόνια είχε δηλώσει πως προτιμά να γράφει γράμματα παρά στίχους: «Θα μπορούσα να σας τα πω όλα αυτά σε στίχους - και παρότι οι στίχοι έχουν γίνει δεύτερη φύση μου, τα άτεχνα, απλά, κι όμως εκφραστικότατα, λόγια (ενός γράμματος) βγαίνουν πιο εύκολα απ' την καρδιά μου για να αγγίξουν τη δική σας καρδιά», έγραφε το 1893 στην πρώτη του αγάπη, Βαλερί φον Ντάβιντ-Ρόνφελτ. Καθόταν και αντέγραφε επιμελώς «σελίδες ολόκληρες από τα γράμματά του καθισμένος στο ψηλό γραφείο του, που ήταν ειδική παραγγελία για κείνον, εάν εντόπιζε έστω και ένα ορθογραφικό λάθος ή μια μικροσκοπική κηλίδα μελανιού πάνω σε μια σελίδα, και ξεκινούσε πάλι απ' την αρχή κάθε φορά που ο ειρμός της σκέψης του διακοπτόταν ή δεν ήταν ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα», σημειώνεται στον πλούσιο και κατατοπιστικό πρόλογο του βιβλίου για τον κόσμο και την αντίληψη του Ρίλκε.
Και ήταν τόσο συνεπής επιστολογράφος, ώστε λίγες μέρες πριν πεθάνει, στις 4 Δεκεμβρίου 1926, στα πεντηκοστά πέμπτα γενέθλιά του, από το νοσοκομείο ζήτησε να του τυπώσουν κάποιες κάρτες που έστειλε σε πάνω από 100 άτομα με τα οποία αλληλογραφούσε και που περίμεναν έστω μία λέξη του. Η κάρτα έγραφε: «Ο μεσιέ Ράινερ Μαρία Ρίλκε, σοβαρά άρρωστος, ζητεί να τον συγχωρέσετε. Δεν είναι σε θέση να επιληφθεί της αλληλογραφίας του».
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

WAS WIRST DU TUN, GOTT

Όταν πεθάνω, Θε μου, τι θα κάνεις;
Εγώ ’μαι  το κανάτι σου (κι αν σπάσω;)
Εγώ ’μαι το πιοτό σου (κι αν χαλάσω;)
Κι είμαι το φόρεμά σου κι η δουλειά σου,
κι όταν χαθώ, χάνεις κι εσύ την έννοιά σου.

Αν λείψω, σπίτι πια κι εσύ δε θάχεις,
όπου θερμά και κοντινά λόγια να σε
καλωσορίζουν.
Κι από τα κουρασμένα πόδια σου χαμαί θα πέσουν
τα βελουδένια σάνταλα, αυτά που εγώ είμαι.

Ο μέγας σου μανδύας θα σ’ αφήσει.
Το ανάβλεμμά σου, που θερμά
σα μαξιλάρι τόπαιρνε το μάγουλό μου,
θάρθει και θα με ψάχνει για πολύ –
κι όταν ο ήλιος πια θα βασιλέψει
στην αγκαλιά θα γείρει που θ’ απλώνουν
κρύα λιθάρια.
Ω Θε μου, τι θα κάνεις; Πώς φοβάμαι.

ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ από το «ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΩΡΩΝ» μετάφραση Δ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 807, 15/2/1961

Ακούστε εδώ ένα θαυμάσιο ποίημα του Ρίλκε, μεταφρασμένο από το μεγάλο μας Κωστή Παλαμά και μελοποιημένο από το Δημήτρη Παπαδημητρίου, με τη φωνή της Φωτεινής Δάρα.



Κλείσε τα μάτια μου
Μπορώ να σε κοιτάζω
Τ' αυτιά μου σφράγισ' τα
Να σ' ακούσω μπορώ

Σταμάτησέ μου την καρδιά και θα καρδιοχτυπώ με το κεφάλι
Και αν κάνεις το κεφάλι μου συντρίμμια στάχτη
Εγώ μέσα στο αίμα μου θα σ' έχω πάλι

Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να 'ρθω σ' εσένα
Και δίχως στόμα θα μπορώ να σε παρακαλώ
Χωρίς τα χέρια μου μπορώ να σ' αγκαλιάσω
Σαν να 'χα χέρια όμοια καλά με την καρδιά


Η βαθιά φιλοσοφική , λυρική και τόσο ανθρώπινη ποιησή του δεν χάθηκε με το θάνατό του.

Ο Θάνατος του Ποιητή

Πλάγιαζε. Κι ήτανε το ανασηκωμένο πρόσωπό του
χλωμό, κ’ εκεί, στα μαξιλάρια, τα σκληρά, παρατημένο,
αφ’ότου ο κόσμος κι ό, τι είναι απ’ αυτόν μάθος,
απ’ τις αισθήσεις του αρπαγμένος
στ’ αμέτοχο ξανάπεσε έτος.

Αυτοί, που έτσι τον είδανε να ζει, δεν ξέραν
πόσο πολύ ήταν ένα μ’ όλα τούτα,
γιατί, όλα αυτά : τα βάθη αυτά, αυτά τα λειβάδια,
και τούτο το νερό ήτανε το πρόσωπό του.

Ω, το πρόσωπό του, όλη η έκταση τούτη ήταν,
Που τώρα ακόμη πάει σ’αυτόν κι αυτόν γυρεύει
Κι η μάσκα του, που τρομαγμένη σβήνει τώρα
Είναι απαλή κι είναι ανοιγμένη σαν οπώρας
Καρδιά που, στον άνεμο, σαπίζει

Ακούστε εδώ την Όλια Λαζαρίδου να διαβάζει αποσπάσματα από το σημαντικότερο έργο του μεγάλου δημιουργού, τις Ελεγείες του Ντουίνο.

Κλείνοντας θα ήθελα να παροτρύνω τους αναγνώστες μου να ψάξουν και να μάθουν πολύ περισσότερα γι' αυτόν τον μεγάλο Ποιητή, για τον οποίο τόσο λίγα εδώ σας είπα.

Γιώργης Π. Δρυμωνιάτης