ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΚΗΠΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
O χρόνος, ο χαζορολογάς, τα ρολόγια μ' όλα έχει χαλάσει. Ένα μόνο ρολόι που χτυπάει τικ-τάκ

είν' η καρδιά μου, που μετράει την αγάπη που πετάει στα όνειρά μου.

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣE ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΕΝΤΩΣΟΥ, Ω ΨΥΧΗ ΜΟΥ, Ν' ΑΨΗΛΩΣΕΙΣ ΤΡΕΙΣ ΠΟΝΤΟΥΣ,ΚΑΛΟΤΥΧΗ!







Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Μα τότε;

Μα τότε;

Ρωτώ τα δέντρα, τα πουλιά,
ρωτώ…ρωτώ, την αγαπώ;
Ρωτώ τον Ήλιο , το Θεό,
ρωτώ…ρωτώ, την αγαπώ;
Ρωτώ κι εμένα το μικρό,
ρωτώ…ρωτώ,  την αγαπώ;
Κι όλοι μου λένε «Ναι,
λατρεύεις την Εκείνην!»
Μα τότε πώς και τι και πού;
Ποιος μ’ είδε να πεθαίνω
για τ’ όνομά της το έκλαμπρο.
Ποιος μ’ είδε, Λευτεριώ μου

για σένανε να ζω;

Γιωργης Π. Δρυμωνιάτης
Από την ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΠΟΙΚΙΛΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Ποιητική Αποσπερίδα στο σωματείο ΕΛΕΥΣΙΣ ΚΑΙ ΥΔΡΑΝΗ

Τα τρία ποιήματά μου με τα οποία συμμετείχα στην υπέροχη ποιητική αποσπεριδα μας στις 13.11.15 με θέμα: "Τι είναι Ποίηση μέσα από την Ποίηση"

Πες μου πουλί Ήρθε , που λες , εκείνο το πουλί που η φύση με φωνή γλυκιά το έχει προικίσει κι έψελνε πάνω στο κλαρί. Κι εγώ, που είχα ανάγκη τακτική ν’ ακούω αλλωνών φωνή να μου γλυκαίνει την ψυχή, κουβέντα έπιασα μαζί του. Τι είναι, πες μου συ μικρό χαρούμενο πουλί, τι είναι πες μου μουσική; Ποίηση πες μου , τ’ είναι; -Τι μια μαχαίρι στην καρδιά, την άλλη , γλύκα ‘πο φιλιά. Τη μια σκοτάδι που πονά, την άλλη αχτίνα εντός σου. Τι μιαν αγέρας δροσερός, την άλλη λαύρα , λίβας. Κανείς δεν ξέρει να στο πει μ’ ακρίβεια μαθηματική, μα εσύ τις βρίσκεις ακριβώς βαθιά σου πάντα μόνες τις αδερφές που τραγουδούν. Η Ποίηση κι η Μουσική, που πάν’ ανταμ’ αντάμα μέσα στο θαύμα της ζωής είναι το μέγα θαύμα. Αυτά μου είπε το πουλί και πέταξε μακριά μου. Κι εγώ τις πήρα και τις δυο, τις έκρυψα εντός μου και με τις δυο τους περπατώ στην αρμονία του κόσμου! Γράμμα σε ένα ποίημα Γράφω σ' εσένα που δεν σε ‘γραψα ακόμα, μα σ' έχω ήδη στην ψυχή μου θρονιασμένο κι Εκείνην να ‘ρθει περιμένω, να σε διαβάσει πριν γραφτείς. Γράφω σ' εσένα που δεν σ' έχω απαγγείλει, παρά μονάχα στη σιωπή σε ψιθυρίζω κι Εκείνη, αχ , και να ‘ρθει ελπίζω, ύμνος βαθιά της να γεννείς. Γράφω σ' εσένα που δεν είσαι από λόγια, μα από χούμελη και ρόδο, προπλασμένο. Με ‘Κείνην -σαν θα ‘ρθει-, προσμένω κι εσύ στα χείλη μου να ‘ρθεις. Γράφω σ' εσένα, τελευταίο ποίημά μου, ψυχοφτερούγισμα κρυφό και μυστικό μου, άγραφτο και ανείπωτό μου, που για Εκείνην θα γραφτείς όταν θα ‘ρθει η ώρα για να εκλάμψεις. Τότε, ως σιωπηλά θ' απαγγελθείς από το σώμα, δος της και την ψυχή σου ακόμα. Γλύκανε, όσο γλυκαθείς. στην κρυφή κορυφή Αναδύονταν λοιπόν εκείνο το στρόγγυλο το υψηλό, τ’ απαλοτράχηλο όρος των Πόθων μέσα από τους αφρούς του σκοταδιού που περιδιάβαινε τη ζωή των όντων. Κι η κορυφή του, όμοια με το βέλος του έρωτα, εισέδυε στο εφικτό των ονείρων κι άνοιγε τρύπα φωτός στο έρεβος. Φλόγα μικρή, τρυφερή, επιδέξια, ξεπήδησε πάνω σε ‘κείνη την κρυφή κορυφή και το φως τού παντός περιέλουσε την απλάδα του χώρου και του χρόνου. Περιέλουσε φλογερά και το σώμα το ερχόμενο κατά ‘κει, το σώμα τ’ αρσενικού εωσφόρου που ερωμένο αναδύονταν και αυτό μέσα στο σκοτεινό μεγαλείο. Μες στην καλύβα των υπαρκτών, υποτάχτηκε ο Θεός στον έρωτα των ανθρώπων. Και δάνεισε το καύμα Του στην κρυφή κορυφή κι έδωσε μιαν ηφαίστεια προσταγή «Κάψε τους φλόγα τέλεια!», φώναξε κι έσπειρε τη ζωή στο σύμπαν και χάρηκε με τη χαρά των θνητών. Εικονίστηκε και ομοιώθηκε με αυτούς κι έγινε Άνθρωπος ο Θεός εκείνη τη νύχτα που το σκοτάδι του είχε λάβει τέλειον κάλλος. Εκείνη τη νύχτα που δύο σώματα αναφλέχθηκαν μες στην καλύβα των υπαρκτών και μεγαλούργησεν πάλι το χάος. Εκείνη τη νύχτα που η ζωή ήταν Ποίηση στην κορυφή των κορυφών του σύμπαντος. Στην κορύφωση του Ανθρώπου.

Γιώργης Π. Δρυμωνιάτης



Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

Η Κατιούσκα και ο Θάνατος

Η Κατιούσκα και ο Θάνατος
Εεεεε, Κατιούσκα, που είσαι Κατιούσκα! Ξημέρωσε καλό μου , ξημέρωσε, δεν θαρρείς; Έλα να σου πω πάλι πόσο όμορφη είσαι , Κατιούσκα, κάθε πρωί, ξέρεις ..εγώ δεν κοιμάμαι, περιμένω την αυγή κι εσένα , Κατιούσκα. Να σας μιλήσω για την ομορφιά σας. Ήμουν κι εγώ όμορφος κάποτε. Αν με δεις στις φωτογραφίες θα το πεις, «ήταν όμορφο το κύριο Παυσανία» …το έχεις ξαναπεί άλλωστε όταν πρωτοήρθες εδώ και με εξαπέλυσες προς το φως. Αυτό! Να με εξαπολύεις προς το φως θέλω , πριν το χάσω παντελώς. Τι άλλο θέλω από σένα ξανθέ άγγελε; Τα χάπια μου δεν με νοιάζει, μη μου τα δώσεις ποτέ ξανά, ούτε το γάλα και την τροφή μου, μα μην αφήσεις την μορφή μου αφώτιστη, όσο έχω μορφή. Το ξέρω, είσαι ικανή. Σιδερώνεις τις ζάρες μου και με βρίσκεις, όπως ήμουν κάποτε, πριν απ’ το πέρασμα του χρόνου.
Μη φύγεις ποτέ από κοντά μου, Κατιούσκα, παρά μόνον όταν έρθει και με πάρει, μόνο τότε κορίτσι μου. Δεν είναι έρωτας, Κατιούσκα, όχι, αυτός προ πολλού εγκατέλειπέ με, μα είναι αυτό το δάνειο ωραιότητος που παίρνω από τη νεότητά σου, αυτό που εξωραΐζει το σκοτεινό λίγο μέλλον μου. Μοιάζεις με την Ειρήνη μου τις μέρες των μεγάλων μας ερώτων, έτσι κι εκείνη έλαμπε, Κατιούσκα. Αλλά τότε είχα σώμα και πνεύμα ισχυρά, τώρα το πνεύμα παραμένει ισχυρό, Κατιούσκα, βλέπεις…δεν τα έχω χαμένα , καλή μου.Ισχυρό, αλλά δεν αρέσκεται να κατοικεί σε ερείπια κι εσύ, κάθε ανατολή που το κοιτάς με χαμόγελο, μήπως και με αγάπη , Κατιούσκα, το αναστηλώνεις μέσα στα ερείπια. Όχι λύπηση όμως…ήμουν ωραίος κι εγώ κάποτε, μη με λυπάσαι, φώτιζε το ερείπιο κάθε ανατολή με αγάπη αγνή προς τον γέροντα που ήταν ερωτεύσιμος και καλός και αγαθός και λάτρευε το κάλλος όλο . Αυτό μόνο. Τώρα το κάλλος έφυγε από πάνω του, δες…έφυγε και η Ειρήνη τού απέραντου εκείνου κάλλους της ζωής του, μα είσαι εσύ εδώ. Λάμπε , όσο έχω μάτια. Δεν σε θέλω υπηρέτρα μου, μα φωτεινότητά μου στο σκοτεινό τέλος σε θέλω.

Που είσαι, Κατιούσκα; Η αυγή έφτασε, εσύ δεν ξύπνησες ακόμη; Έχουμε κι εκλογές αύριο, αλλά εγώ δεν θέλω να ψηφήσω το μη μέλλον. Πολλές χαρές μα και πολλές απογοητεύσεις ήταν η ζωή. Το ρεζουμέ της σήμερα είναι το φως σου εδώ, έλα να σε δω άλλη μία φορά ακόμα.
-Ορίστε, εδώ είμαι κύριε Παυσανία μου…πάμε στο παράθυρο να δούμε την αυγή.
-Ω, όχι…σήμερα θέλω να δω μόνο εσένα..το τελευταίο σώμα που θα δω θα είσαι εσύ, όχι ο Ήλιος....την ανατολή αύριο από αλλού…Κοίτα με στα μάτια Κατιούσκα.
-Σας κοιτάζω όπως με κοιτάτε και βλέπω το σύμπαν μέσα στα μάτια σας κι όλη του την ωραιότητα και τη μεγαλειότητα μέσα στο βάθος σας. Μου αρέσει που με κοιτάτε και σας κοιτάζω. Είστε όμορφος, κύριεΠαυσανία!
Επήλθε ξαφνικά ενός λεπτού σιωπή. Ή μάλλον σιγή μιας αιωνιότητας.
…………………….
Ωωωωω, κύριε Παυσανία!! Κύριε Παυσανία!!!!!! Γιατί κλείσατε τα μάτια σας αγαπημένε μου κύριε;; Γιατί; Να ξέρατε πόσο δάνειο φωτός είχα να σας δώσω ακόμα..πόσο κάλλος έπαιρνα εγώ από εσάς!!
……………………..
Η Κατιούσκα είδε μόνη της σήμερα από το παράθυρο την αυγή και της φάνηκε τόσο φτωχή, χωρίς το πνεύμα του ωραίου γέροντα , το φορτωμένο με την αγνή ωραιότητα κι ωριμότητα της ζωής. Πόσον έρωτα έκρυβε η αγάπη τού μη έρωτα, η αγνή του ψυχή, που ποτέ δεν την είδε ως σώμα φτηνό. Πόσες φορές δεν επιθύμησε να τον φιλήσει καθώς κοίταζαν κι αντάλλασαν το φως!
Γύρισε στην βαθιά πολυθρόνα που καθόταν μακάριος. Τον φίλησε πάνω στις ζάρες τού μετώπου. Πρώτη φορά τον φίλησε. Πεθαμένον.
Η Κατιούσκα και ο θάνατος θώπευαν τώρα τον αμόλυντον Εκείνον. Το Θηλυκό και ο Θάνατος. Πόση αιωνιότης!!! Όσο ο Θεός.Όσο ο κύκλος και η γραμμή. Θ....
Θηλυκό, Θεός, Θάνατος.-


ΓΙΩΡΓΗΣ Π. ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ
Από την ΣΤΙΓΜΙΑΙΑ ΠΕΖΟΠΟΙΗΜΑΤΑ