ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΚΗΠΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
O χρόνος, ο χαζορολογάς, τα ρολόγια μ' όλα έχει χαλάσει. Ένα μόνο ρολόι που χτυπάει τικ-τάκ

είν' η καρδιά μου, που μετράει την αγάπη που πετάει στα όνειρά μου.

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣE ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΕΝΤΩΣΟΥ, Ω ΨΥΧΗ ΜΟΥ, Ν' ΑΨΗΛΩΣΕΙΣ ΤΡΕΙΣ ΠΟΝΤΟΥΣ,ΚΑΛΟΤΥΧΗ!







Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Πέτρα
Ο κόσμος μου είναι πέτρα μαύρη.
Ηφαίστεια  γη σκληρή.
Απάνω της φυτρώνει ένα κατάρτι.
Φυτρώνει κι ένα κάτι,
άυλος ατμός της πέτρας,
κάτι που έχει και δεν έχ' υφή.

Ψυχή. Μονάδα τ' όλου!
Τανύζεται στα όρια  ως άχρωμη φωνή.
Στον Ήλιο πάνω περπατάει ως  πουλί.
Γελάει.
Συνηθισμένη σ' ώρες θλίψης πιο πολύ.
 
Εκεί και το μικρό μου εγώ.
Μοναχικό σ' όλο αυτό εκεί.
Εγώ.
Κατάρτι στου χαμού τον ερχομό.
Στυλώνω τη ματιά στ' απείρου την ηχώ.
Μαθαίνω μέρα με τη μέρα 
πως ν' αγκομαχώ!
Κι όπως σφυράω στον άνεμο
αδιάφανο  τραγούδι της ερήμου,
χάνεται κι η φωνή μου
στον πλησιέστερό μου αστερισμό.

Μικρή ζωή....Πέτρα μου μαύρη......

Άχαρη ψυχή!
Κι αν όλα είναι γύρω θλίψη
και ματιών υγρή ροή
κι αν δεν υπάρχει αρχή χαράς
πάνω στην πέτρα τη σκληρή,
ένα τραγούδι της ερήμου
είν' η φωνή μου,
μα την λατρεύω την πανάρχαια ζωή!!

Γιώργης Π. Κασιμάτης-Δρυμωνιάτης
Από τη συλλογή
ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011


δεν είναι να χασομεράς ζωή μου.
....περνά γοργά η ώρα της Ηούς,
το μεσημέρι, το εσπέρας, το λυκόφως.
κι ύστερα θάρθ' η νύχτα...
... κι όλα τού εγώ τα ξάρτια θα σπαστούν....
κι εκείνο το λυχνάρι, το γλυκύφωτο,
οπού έφεγγε στο πέλος των ματιών,
θα σβήσει και ξανά το σκότος θάρθει....
...κι όλα, χωρίς εμένα στο παρόν,
ωσάν να μην υπάρχουν θάναι....
όλα, χωρίς εμένα τίποτα.....
....μηδέν διασπασμένο τ' όνομά μου θάναι.....

γι' αυτό ας μη χασομερώ...
σήμερ' ας δείξω πόσο αγαπώ
κι όσο μπορώ πιότερο ας δοθώ,
πιότερο κι απ' το εγώ μου ας αγαπήσω...

Γιώργης Π. Κασιμάτης-Δρυμωνιάτης
Από τη συλλογή
ΕΦΤΑΖΥΜΟΣ ΨΥΧΗ ΔΙΠΥΡΩΜΕΝΗ
 

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011


Καληνύχτα Ηλιοβελουδένια


Ήταν ένας γλάρος που πέρασε και είδε
μονάχη της
να κλαίει στο βράχο της.
... Σταγόνες ζωής τα δάκρυα
έσμιγαν με το νερό. Θάλασσα μπλάβη!
Ένας αγέρας, Ζέφυρος, λυπητερός,
«ο Ήλιος θα δύσει» , μουρμούρισε,
…της ξεχτένισε τα μαλλιά,
«απλή σε θέλει ο χρόνος τη νύχτα», της είπε
κι έπιασε κι έβαψε τα χείλη της με πορφυρό,
καθώς από το δάγκωμα τα είχε κόψει….
Ένας μικρός πετάλαγας πήδηξε κι έκατσε
στο στήθος της…
«φλογίσου απ’ την αγάπη σου
και κλάψε να ευφρανθείς», της είπε
κι έφυγε γι’ άλλο κλαρί να πάει να κάτσει…
Ω, να και τ’ αγριοκάτσικο
που πάει βράχο βράχο…θάλασσα να πιει.
Θα ξεδιψάσει με αλάτι και νερό , ζωή!
«Ε συ, μικρή και όμορφη
και Ηλιοβελουδένια,
πάρε το Ζέφυρο άλογο
και τράβα αλλού να βρεις», της φώναξε…
Ο γλάρος στροφάριζε πάνω απ’ τη θλίψη.
«Λευκό, λευκότερο κι από το φόρεμα του Ήλιου ,
το πέπλο σου
και των ματιών σου η φωτιά
πύρινη δρόσος έρωτος,
κάπου άλλού ζωή σε περιμένει,
μην απεμπολείς».
«Ω γλάρε! μη μου τραγουδάς
απόψε που πεθαίνω!!!»
του φώναξε θλιμμένη….
…κι έκλαιγε όπως πριν,
σταγόνες φωτιάς τα δάκρυα
έσμιγαν με τη θλίψη. Θάλασσα μαβιά!

Ήταν ηλιοβασίλεμα, στη δύση των καημών.
Ήταν έξω όλα όμορφα, το φως,
η γη, ο Ήλιος, το πέλαγος….
Ήτανε μέσα της νεκρά τα όνειρα
κι ο πόνος ραδιενεργός,
ο καπετάνιος χάθηκε στον ωκεανό!!
Ήτανε όλα ελλείποντα για της ψυχής της τη δίψα
και μίσησε τα νόστιμα της φύσης τ’ αναγκαία…
Ήταν έν’ ανακάτεμα, νους, ψυχή,
άμπωτις, πλημμυρίς…
Πριν καν τη ζήσει τη ζωή, την είχε μπαϊλντίσει….
Ο θάνατος της άρπαξε τον άντρα π’ αγαπούσε,
ας της αρπάξει τώρα πια και το λευκό της πέπλο….
Κρεμάστηκ’ από τ’ άπειρο..
Ποιο το σωστό; Ποιο λάθος;

Άνοιξε τα χεράκια της
και τάκανε φτερά.
Προς τον γκρεμό επέταξε,
στη θάλασσα επνίγει,
χάθηκε πριν αγαπηθεί,
πριν έρωτα χορτάσει.

Ο Ήλιος βυθιζότανε
κι όλα τριγύρω κλαίγαν.
Κι ο γλάρος κι ο πετάλαγας
και τ΄άγριο κατσίκι
κι ο Ζέφυρος κι η ολότητα
της φύσης και του πόντου,

όλα γι’ αυτήν εκλαίγανε
πούκοψε τον ιμάντα
και στους βυθούς των θαλασσών
θα κοιμηθεί για πάντα.

Όλα γι’ αυτήν εκλαίγανε
που στους βυθούς εχύθει
να βρει τον που αγάπησε
κι η γη της τον αρνήθει.

Όλα γι’ αυτήν εκλαίγανε,
τη θλίψη και την έγνοια
π’ έσβησε , καθώς σβήστηκε,
η Ηλιοβελουδένια……

Από τη μικροσυλλογή
"ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ"

ΓΙΩΡΓΗΣ Π. ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011


Όσα ο Ήλιος δεν μπορεί


Όσα ο Ήλιος δεν προλάβει να σου φέρει,
θα σου τα φέρω εγώ ζωντανός το πρωί,
αγαπημένη των ματιών και της ψυχής μου.

Κι αν ξεχαστεί και σου φέρει μονάχα το φως,
ένα χαμόγελο άπλετο θα σου φέρω εγώ το πρωί ,
αγαπημένη των ματιών και της ψυχής μου.

Κι αν καλημέρα απλά ο Πατέρας σου πει,
ένα φιλί, θα στο φέρω θερμότατο εγώ το πρωί
αγαπημένη των ματιών και της ψυχής μου.

Κι ως θα χαρίσει το χρώμα και τ’ άρωμα γύρω, παντού,
τον μυροβόλο ανθό της καρδιάς θα στον φέρω εγώ το πρωί,
αγαπημένη των ματιών και της ψυχής μου.

Δεν είμαι Ήλιος, μα είμαι ψυχή
κι απ΄την ψυχή μου βαθιά , όσην έχω ζωή, πάρτην…να…,
αγαπημένη των ματιών και της ψυχής μου.

ΓΙΩΡΓΗΣ Π. ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ
Από τη συλλογή
ΕΡΩΤΑΡΩΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΔΑΚΡΥΩΝ

 


Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011

Όλα τα των Ουρανών

Περιπλανήθηκα περί τον έναστρο
χρόνους και χρόνους!
Ώσπου ήρθες και φωταγώγησες
εσύ την καλύβα μου.
Κι ο νους μου έγινε παλάτι στο χώμα
κι η σκέψη μου έγινε αιθέρας στο σύμπαν
κι η αγάπη μου όρμησε σαν χάος στο χάος!!
Όλα τα των Ουρανών
επί Γης τ' ανακάλυψα,
ως περιεχόμενο του "σ' αγαπώ"
που, με τα μάτια κλειστά,
καυτερά μου ψιθύρισες
ακουμπώντας τα χείλη
στ' αυτί της ψυχής μου!!!
Τι νύχτα που μου χάρισες
τ' άπειρο του κορμιού σου....
Γιώργης Π. Κασιμάτης-Δρυμωνιάτης.
Από τη συλλογή
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

Η Ζωή και το έργο του Κώστα Βάρναλη


Δάσκαλος του αγώνα στην νιότη μου...με σεβασμό μπρος από τ' όνομά του!!!

μόνο και μόνο

Μόνο και μόνο

στην κόρη της ποίησης

…κατάλαβε, λατρεμένη των αισθήσεών μου,
πως ο Ουρανός δεν γεννήθηκε παρά μόνο
για ν’ αποτρέψει το άστρο σου να κατέλθει στη Γη
κι οι θάλασσες γεννηθήκανε μόνο
για ν’ αντικατοπτρίζουν εν ηρεμία τη θεότητά σου,
…κατάλαβε πως ο Ήλιος γεννήθηκε κι ανατέλλει τα πρωινά
μόνο για να παραβγεί στη λαμπρότητά σου
κι οι άνεμοι γεννηθήκανε στα βουνά
μόνο για να δροσίζουν το πυρ της ύπαρξής σου,
….κατάλαβε πως κι εγώ γεννήθηκα μόνο και μόνο
επειδή στο σχέδιο του μέλλοντος ήταν εγγεγραμμένο,
ως σημείο συμπλήρωσης του παντός μου,
το στόμα σου στο πρώτο φιλί μας,
ως σημείο έκρηξης του πυρήνα της ζωής,
η ένωση των ψυχών μας τη νύχτα με στρώμα το σώμα
….ναι , γεννήθηκα μόνο και μόνο εγώ
επειδή στο σχέδιο του μέλλοντος
είχε περιληφθεί η εντολή αποθέωσης της ύλης μας
την μέρα του Έρωτά μας...
..μόνο και μόνο γι’ αυτό γεννήθηκα,
Φως των ματιών μου!!!!

Γιώργης Π. Κασιμάτης- Δρυμωνιάτης
από τη συλλογή
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ


Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Σ ΑΓΑΠΩ-ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ-ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ



Αποχαιρετώντας την κορυφαία του έρωτα την ποιήτρια με το πιο ερωτικό τραγούδι που έχει δεχτεί ποτέ η ακοή μου. Μυρτιώτισσα, Μάνο, Φλέρυ, κορυφαίοι θα είστε παντα στη ζωή μου!!!! Σύμβολα και οδηγοί μου!!!
Σώμα της νύχτας .

κοιμήσου ανάσα μου
...στο στέρνο μου επάνω
και μέτρα τους κτύπους μου
για σένα που κάνω....

...πλανιέμαι μες στ' όμορφο,
στο λάγνο σκοτάδι,
το χέρι μου σύννεφο
σ' αέρινο χάδι!

Το σώμα στο σώμα σου!
Φωτιά να σου δώσω,
στο πνεύμα και στ' όμμα σου
το φως μου να ενώσω,

να γίνω επέκταση
του θείου εγώ σου.
Απάνω στην έκσταση,
ψυχή μου, λιγώσου!

Αστέρι της νύχτας μου,
ωραία φθορά μου,
λατρεία αμέτρητη,
γυναίκα , χαρά μου,

αφέσου και δώσε μου
το όλον του όλου,
γυναίκα μου, υπέρτερη
Θεού και διαβόλου !!! ♥


Γιώργης Π. Κασιμάτης-Δρυμωνιάτης
από τη συλλογή
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ,

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Που;

 
Σε ψάχνω στα βουνά των ονείρων μου...
Σε ψάχνω στις κοιλάδες της λύπης...
Σε ψάχνω στ' άπειρο του φωτός...
μα εσύ λείπεις...λείπεις..λείπεις....

και μου μένει στα χείλη το που;
πουθενά και παντού....
όπως πάντα......

πεταλούδα μου πέτα στα ωραία τα άνθη του κόσμου...
μου αρκεί να σ' υμνώ
εντός μου......

Γιώργης Π.Κασιμάτης-Δρυμωνιάτης
από τη συλλογή
ΕΡΩΤΑΡΩΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΔΑΚΡΥΩΝ

Στο Γιο Μου - Μυρτιωτισσα


Στον Γιο Μου... **

Τα πλοία που λαχτάριζες μακριά για να σε φέρουν
στις χώρες που 'ν' σαν όνειρο, στις χώρες που μαγεύουν

κάθε παιδιού τη νια καρδιά π' όλο ποθεί και θέλει
να δει, ν' αγγίξει, να γευτεί της γης όλο το μέλι!

Την άγια θύρα της ζωής τρεμάμενη σ' ανοίγω
και κρύβω τη λαχτάρα μου και τον καημό μου πνίγω.

Μα είναι μεγάλος μου καημός κι είναι πικρή η ψυχή μου...
Ω! διάφανο αγριολούλουδο βγαλμένο απ' τη πνοή μου.

Μονάχα συ, φωτίζοντας βαθιά τη σκοτεινιά μου,
το νεκρωμένο ξύπναγες, παλμό μες στη καρδιά μου.

Τώρα σε χάνω. Αμίλητη, αδάκρυτη και μόνη,
βλέπω τη νύχτα να 'ρχεται βαριά και να με ζώνει...

Mυρτιώτισσα
** (ο γιος της ήταν ο γνωστός τότε πρωταγωνιστής του δραματικού θεάτρου Γιώργος Παππάς, που χάθηκε νεότατος)

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

στην άκρη του χρόνου

Η αγάπη μου είν' ένας άνεμος
απαλός , σαν του Νότου το χάδι.
Η αγάπη μου είναι μια δύναμη
ισχυρή, σαν των άστρων την έλξη.
Η αγάπη μου είναι διάσπαρτη,
σαν τη σκόνη στην άκρη του χρόνου.
Η αγάπη μου είναι το ήμισυ
του φωτός , του ενός, του εγώ μου!!!!
.
Η αγάπη μου είσαι ολόκληρη Συ ,
ω καρδιά του Σύμπαντός μου!!!!

Γιώργης Π. Κασιμάτης-Δρυμωνιάτης
από τη συλλογή ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ,

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Νεκρέ Έρωτά Μου!


Νύχτα, φεγγάρι,
και συ μπροστά μου
ζωντανεμένος,
νεκρέ Έρωτά μου!

Κάτι μου δείχνει
το θείο σου χέρι,
πότε το κύμα
πότ' ένα αστέρι.

Σου λέω: "Καλέ μου
άργησες τόσο!
Τί θα μπορέσω
πια να σου δώσω";

Μου λες: "Το φως μου
θα σε φωτίζει
κι η άυλη ζωή μου
θα σε στολίζει"!

Και περπατούμε
και το φεγγάρι
μας στεφανώνει
ουράνια χάρη!

Ξάφνου σε χάνω.
Κι αντικρινά μου
το ξέρο δέντρο
για συντροφιά μου!

ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ

Fontana Amorosa-Α. Αρτέμης-Θέλω να ξέρεις (Μυρτιώτισσα)


Ποίηση Μυρτιώτισσα

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

η μελωδία της θλίψης


Νόμιζα πως θα ήσουν πάντα….
…αλλά συ έφυγες νωρίς…
έσπασες το μικρό ιμάντα
και για αλλού αναχωρείς.

Δεν κοίταξες καθόλου πίσω
να δεις που βρέχει ολημερίς.
Το σπίτι μας το πελαγίσο
μοιάζει με δάκρυ της βροχής.

Μοιάζει με κάστρο εμπολέμων
που θλίψη πια το κατοικεί,
π’ έγινε σπίτι των ανέμων.
Kι εσύ δεν είσαι πια εκεί.

Δεν είσ’ εσύ που ισορροπούσες
το λόγο μέσα στη σιωπή
και μες τα μάτια ζωγραφούσες
φως απ’ των άστρων την κλοπή.

Ναι, σε ζηλέψανε τα άστρα
και βρήκαν την κλοπή αφορμή,
μια νύχτα, μια Θεοδαμάστρα,
ψυχή σού πήραν και κορμί.

Νόμιζα πως θα ήσουν πάντα…..
αλλά συ μίσεψες γοργά
και στην ψυχή μου , μια γιρλάντα
η θλίψη, δρα ραδιενεργά...

Γιώργη Π. Κασιμάτη- Δρυμωνιατη
από τη συλλογή του ΕΡΩΤΑΡΩΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΔΑΚΡΥΩΝ

.::Μυρτιώτισσα - Ερωφίλη::. (Myrtiotissa - Erofeely)


Yπέροχοι στίχοι της Μυρτιώτισσας!!!

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Στη γέννηση του γιου μας


Καλώς όρισες μικρέ μας στο σπίτι μας,
καλώς ήρθες χαρά της ζωής μας.
Τις αγκάλες διάπλατ' ανοίγουμε,
καλώς ήρθες κοντά μας, ψυχή μας.

Ηρθες κι έφερες όμορφην άνοιξη,
ελουλούδιασαν όλα, ανθέ μας,
κι η ζωή μας απόχτησε νόημα
με το πρώτο σου κλάμα, καλέ μας.

Ελα μπες στη ζεστούλα την κούνια σου.
'Κει κοντά τα πολλά όνειρά μας
φτερουγίζουν και σχήματα παίρνουνε,
που σου μοιάζουνε όλα, χαρά μας.

Η μανούλα σού στρώνει προσκέφαλο
του λαιμού της το πλάϊ και λέει
νανουρίσματα χίλια για σένανε,
σε ζεσταίνει μ' ανάσα που καίει.

Κι ο πατέρας, γλυκέ κανακάρη του,
χίλιες πόρτες ν' ανοίξει ορμάει,
να σε δει αϊτόν ονειρεύεται
κάθε που τρυφερά σε φιλάει.

Πάρε ό,τι για σένανε κρύψαμε
τόσα χρόνια βαθιά στην ψυχή μας.
Πάρ' την άπειρη κι άφατ' αγάπη μας
κι εσαεί νάχεις κάθε ευχή μας.

Καλώς μπήκες γλυκέ μας στον σπίτι μας.
Καλώς ήρθες καινούργια πνοή μας.
Από τώρα και μπρος κάθε βήμα μας
σ' ακλουθεί. Η ζωή σου, ζωή μας.
12.3.1996

Γιώργης Π. Κασιμάτης-Δρυμωνιάτης
από τη συλλογή
ΕΦΤΑΨΥΧΟΣ ΨΥΧΗ ΔΙΠΥΡΩΜΕΝΗ

Στο Γιο Μου - Μυρτιωτισσα

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

κάτω απ’ τον αμμόλοφο ας είμαι


άσε με να πεθάνω μοναχός στην έρημο των ονείρων μου.
οι αμμόλοφοι της χαράς να με σκεπάσουν εν ώρα ευτυχίας.
να μην καίγομαι πια απ' τις αχτίνες σου, Ήλιε μου.
να μην διψώ για το ύδωρ το απεσταγμένο του έρωτά σου.
αν νοιώθεις πως αμαρτάνεις που ζεις,
πρέπει να κόβεις τους ιμάντες που σε συνδέουν..

Άμμος της ερήμου τα όνειρα που με σκέπασαν,
όμορφος αμμόλοφος ο τύμβος μου…
όμορφο τριαντάφυλλο εσύ , ανοιχτό,
μοσχομυριστό, στου εχθρού μου τον κήπο…..

....σκέφτομαι ….διαγωνίως ανακλώντας την όρασή μου.....
στην έρημο των ονείρων μου μοναχός,…
..μα είμαι όμορφος......!
πιο όμορφος κι απ' το θάνατο ακόμα!!
Έτσι σκέφτομαι σ’ οριζόντια στάση………
ερωτευμένος με το τίποτα πλέον…………
κάτω απ' τις σκιές της άμμου και του χρόνου....

Γιώργης Π. Κασιμάτης-Δρυμωνιάτης
από τα ΕΡΩΤΑΡΩΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΔΑΚΡΥΩΝ

Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Πάθος ΑΛΕΚΑ ΜΑΒΙΛΗ


Πάθος

Ω! τα μάτια, τα μάτια σου
που όλο χρώματ' αλλάζουν,
με γητεύουν τα μάτια σου
και βαθιά με σπαράζουν.

Μες στα χέρια - τα χέρια σου -
τα γερά, τ' ατσαλένια,
τρεμουλιάζουν τα χέρια μου
σαν πουλιά λαβωμένα!

Και το σώμα, το σώμα σου,
νευρικό κι ανδρειωμένο,
πώς το λιώνει το σώμα μου
το βαριά κουρασμένο.

ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ

Τρίτη 31 Μαΐου 2011

"Ερωτικός Λόγος" του Γιώργου Σεφέρη



(από την έκδοση "Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα", Ίκαρος, 1989)

Έστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον,
όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω,
μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν.
ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Α'
Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.

Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ' αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ' αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.

Β'
Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια...
Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό

ξεκίνημά της... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί...
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να 'σουν εσύ που θα 'φερνες την ξεχασμένη αυγή!

Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού...

Η νύχτα να 'ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.

Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.

Γ'
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς

τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ' ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:

"Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.

Με του ματιού τ' αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ' αστέρια.

Την ακοή μου ως να 'σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.

Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου..."

Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ' ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ' αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.

...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...

Δ'
Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
για μιαν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.

Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.

Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...

Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.

Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.

Ε'
Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;

Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά

τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.

Αθήνα, Οχτώβρης '29 - Δεκέμβρης '30

Γ.ΝΤΑΛΑΡΑΣ : ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΣΠΗΛΙΕΣ

ότι άνθρωπος έτυχε να ‘μαι.


Χάθηκα στη χάση του φεγγαριού,
σαν αστεράκι χλωμό στον ουρανό των ονείρων,
χάθηκα φτωχή μου ψυχή πλασμένη από πετρέλαιο,
χάθηκα στην χάση του φεγγαριού,
πως χάνονται κι οι αέρηδες και πίσω λυσσομανούν, φυσούν,
λες κι ο χρόνος ανέτρεψε τους μελλούμενους δρόμους,
Χάθηκα στη χάση του φεγγαριού
ολομόναχος στα τρίσβαθα καταβόθρας δαιμόνων,
εγώ που Θεό δεν εδόξασα και χαρά δεν απόδιωξα.,
ααα αααααα ααα αα ααααααα
στην αμαρτία μου αφήστε με να ζήσω
φίλοι, Θεοί και Δαίμονες
στην αμαρτία μου αφήστε με να ζήσω
άγγελοι, άγγελοι δειλοί,
ότι άνθρωπος στο σύμπαν , το μέγα εντός ,
ότι άνθρωπος μικρός πενιχρός
στο σύμπαν το μέγα εντός,
ότι άνθρωπος έτυχε νάμαι…..

Γιώργης Π. Κασιμάτης-Δρυμωνιάτης
από την ΕΠΙΒΙΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΙΣΤΟΣ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ


ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΙΣΤΟΣΠΟΙΗΣΗ:
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
ΜΟΥΣΙΚΗ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΧΟΡΩΔΙΑ(Mονωδίες: ΛΙΛΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΑΚΗΣ ΧΑΛΚΙΑΣ)
Ο τόπος μας είναι κλειστός,
όλο βουνά που έχουνε σκεπή
τον χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος, κούφιος,
ίδιος με τη μοναξιά μας,
ίδιος με την αγάπη μας,
ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο
που κάποτε μπορέσαμε
να χτίσουμε τα σπίτια,
τα καλύβια και τις στάνες μας.
Και οι γάμοι μας, τα δροσερά
στεφάνια και τα δάχτυλα,
γίνουνται αινίγματα
ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν,
πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Δεν έχουμε ποτάμια,
δεν έχουμεπηγάδια,
δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ο τόπος μας είναι κλειστός.
Τον κλείνουν οι δυο μαύρες
Συμπληγάδες.
Στα λιμάνια την Κυριακή
σαν κατεβούμε ν' ανασάνουμε,
βλέπουμε να φωτίζουνται
στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα,
απο ταξείδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια
πώς ν' αγαπήσουν.
Έγκωμη

Σεφέρης Γιώργος


Ήταν πλατύς ο κάμπος και στρωτός· από μακριά φαι-
νόνταν
το γύρισμα χεριών που σκάβαν.
Στον ουρανό τα σύννεφα πολλές καμπύλες, κάπου-κάπου
μια σάλπιγγα χρυσή και ρόδινη· το δείλι.
Στο λιγοστό χορτάρι και στ' αγκάθια τριγυρίζαν 5
ψιλές αποβροχάρισσες ανάσες· θά 'χε βρέξει
πέρα στις άκρες τα βουνά που έπαιρναν χρώμα.
Kι εγώ προχώρεσα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν,
γυναίκες κι άντρες με τ' αξίνια σε χαντάκια.
Ήταν μια πολιτεία παλιά· τειχιά δρόμοι και σπίτια 10
ξεχώριζαν σαν πετρωμένοι μυώνες κυκλώπων,
ανατομία μιας ξοδεμένης δύναμης κάτω απ' το μάτι
του αρχαιολόγου του ναρκοδότη ή του χειρούργου.
Φαντάσματα και υφάσματα, χλιδή και χείλια, χωνεμένα
και τα παραπετάσματα του πόνου διάπλατα ανοιχτά 15
αφήνοντας να φαίνεται γυμνός κι αδιάφορος ο τάφος.

Kι ανάβλεψα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν
τους τεντωμένους ώμους και τα μπράτσα που χτυπούσαν
μ' ένα ρυθμό βαρύ και γρήγορο τούτη τη νέκρα
σα να περνούσε στα χαλάσματα ο τροχός της μοίρας. 20

Άξαφνα περπατούσα και δεν περπατούσα
κοίταζα τα πετούμενα πουλιά, κι είταν μαρμαρωμένα
κοίταζα τον αιθέρα τ' ουρανού, κι είτανε θαμπωμένος
κοίταζα τα κορμιά που πολεμούσαν, κι είχαν μείνει
κι' ανάμεσό τους ένα πρόσωπο το φως ν' ανηφορίζει. 25
Tα μαλλιά μαύρα χύνουνταν στην τραχηλιά, τα φρύδια
είχανε το φτερούγισμα της χελιδόνας, τα ρουθούνια
καμαρωτά πάνω απ' τα χείλια, και το σώμα
έβγαινε από το χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο
με τ' άγουρα βυζιά της οδηγήτρας, 30
χορός ακίνητος.

Kι εγώ χαμήλωσα τα μάτια μου τριγύρω:
κορίτσια ζύμωναν, και ζύμη δεν αγγίζαν
γυναίκες γνέθανε, τ' αδράχτια δε γυρίζαν
αρνιά ποτίζουνταν, κι η γλώσσα τους στεκόταν 35
πάνω από πράσινα νερά που έμοιαζαν κοιμισμένα
κι ο ζευγάς έμενε μ' ανάερη τη βουκέντρα.
Kαι ξανακοίταξα το σώμα εκείνο ν' ανεβαίνει·
είχανε μαζευτεί πολλοί, μερμήγκια,
και τη χτυπούσαν με κοντάρια και δεν τη λαβώναν. 40
Tώρα η κοιλιά της έλαμπε σαν το φεγγάρι
και πίστευα πως ο ουρανός ήταν η μήτρα
που την εγέννησε και την ξανάπαιρνε, μάνα και βρέφος.
Tα πόδια της μείναν ακόμη μαρμαρένια
και χάθηκαν· μια ανάληψη.
O κόσμος 45
ξαναγινόταν όπως ήταν, ο δικός μας
με τον καιρό και με το χώμα.
Aρώματα από σκίνο
πήραν να ξεκινήσουν στις παλιές πλαγιές της μνήμης
κόρφοι μέσα στα φύλλα, χείλια υγρά·
κι' όλα στεγνώσαν μονομιάς στην πλατωσιά του κάμπου 50
στης πέτρας την απόγνωση στη δύναμη τη φαγωμένη
στον άδειο τόπο με το λιγοστό χορτάρι και τ' αγκάθια
όπου γλιστρούσε ξέγνοιαστο ένα φίδι,
όπου ξοδεύουνε πολύ καιρό για να πεθάνουν.

(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1974)

Γιώργος Σεφέρης «ΕΛΕΝΗ»

Σάββατο 21 Μαΐου 2011

Ελένη

Σε βρήκα στα περβόλια
των δώδεκα αγγέλων
να σιγοτραγουδάς
και δυο δροσοσταλίδες,
σαν άστρα στολισμένα,
στα μάτια να φοράς.

Σε βρήκα μες στ’ αμπέλια
των δώδεκα ανέμων
φτερά να κουβαλάς.
Αερικό γινόσουν,
τα νέφη προσπερνούσες.
Μ’ άρεσε να πετάς!

Σε βρήκα στα πελάγη,
υγρήν κι αλλοπαρμένη,
μ’ αλμύρα να μεθάς
κι από αγάπης χείλη,
ρόδινες πυρπολίες,
άλλο να μην ζητάς

Ελένη, μικρή μου φωτιά,
απόσταγμ’ αγάπης στο Είναι μου,
Ελένη, σου δίνω καρδιά.
Για πάντα τον έρωτα δίνε μου!!

Σε βρήκα μες στον Ήλιο
στα χρυσαφιά μαλλιά σου
αχτίνες να φοράς,
με την αγνότητά σου ,
με το λευκό το φως σου
να με πυροβολάς!

Σε βρήκα τρεις αιώνες
βαθιά μου θρονιασμένη,
σχεδόν παντοτινή,
εντός μου εντοιχισμένη,
από κομμάτι ψέμα
πλευρά αληθινή

Σε βρήκα σκαλωμένη
στην ταπεινή μ’ αγκάλη
φιλί να εκπορθείς.
Σε βρήκα όλη εντός μου,
δαίμονας και Θεός μου.
Τόξερα πως θα ρθείς!!!

Γιώργης Π.Κασιμάτης-Δρυμωνιάτης
από τα ΕΡΩΤΑΡΩΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΔΑΚΡΥΩΝ

Τρίτη 17 Μαΐου 2011

για ένα μαγισσάκι, ποιηματάκι.


Ένα μαγισσάκι
μούφερ' ένα όνειρο
σ' αγάπη τυλιγμένο
και σ' ανθόνερο.
.
"Πάρτο , μου λέει, πάρτο
το γυμνούλικο...
είναι ο θησαυρός σου,
που κοιμότανε
σαράντα τόσους χρόνους
στον ίσκιο της καρδιάς.
Πάρτο και βάλτο εντός σου
τ' ονειράκι αυτό,
που σαράντα χρόνους
σε νάρκη ήτανε.
Σιγά να το ξυπνήσεις,
να του απαλομιλήσεις,
σιγά-σιγά το φως,
μην το τρομάξει ο Ήλιος
και φύγει και χαθεί.
Ω ναι , να το λατρεύεις,
να το κρυφομεθάς
κι αιώνια να δίνεις
το μαξιλάρι σου,
για να μην το χάσεις
τ' ονειράκι αυτό,
τον αφροανθό
των ονείρων σου".
.
Ω μάγισσα του Χρόνου,
πόσο σ' ευχαριστώ!!!
Σ' αγάπη τυλιγμένο
και σ' ανθόνερο
μούφερες μαγισσάκι
το μεγαόνειρο!!!
Όπου σαράντα χρόνους
το περίμενα,
το γυμνούλικο,
να ρθει να με χαϊδέψει
με της φλογός τα μάτια,
την ξωτικοψυχή του,
την πύρινη!!!

Γιώργης Π.Κασιμάτης Δρυμωνιάτης
από τη συλλογή

ΕΡΩΤΑΡΩΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΔΑΚΡΥΩΝ

Η Λυπημένη-Μελίνα Κανά [Ποίηση Γ. Σεφέρης]


Η Λυπημένη

Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης

Στην πέτρα της υπομονής
κάθισες προς το βράδυ
με του ματιού σου το μαυράδι
δείχνοντας πως πονείς•

κι είχες στα χείλια τη γραμμή
που είναι γυμνή και τρέμει
σαν η ψυχή γίνεται ανέμη
και δέουνται οι λυγμοί•

κι είχες στο νου σου το σκοπό
που ξεκινά το δάκρυ
κι ήσουν κορμί που από την άκρη
γυρίζει στον καρπό•

μα της καρδιάς σου ο σπαραγμός
δε βόγκηξε κι εγίνη
το νόημα που στον κόσμο δίνει
έναστρος ουρανός.

Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Γιώργος Σεφέρης "Το Φως" - Giorgos Seferis "To Fos"

Ύμνος στο ξερό του έρωτα λουλούδι

Λουλούδι της πέτρας και του ονείρου μου,
κομμάτι τρυφερό της ψυχής μου,
αιώνια ομορφιά του νόστου μου,
άρωμα δροσερό στον αέρα της ερήμου!
Σκαρφαλωμένος στο βράχο σου σ’ αγκαλιάζω,
να σ’ αποκόψω ποθώ, να ενωθώ,
έτσι κι αλλιώς ένα μαζί σου η ζωή μου!
.
Στο βράχο σου οι ρίζες μου εμπηγμένες,
στο απρόσιτο μετέωρο της μαγείας σου
λαμνοκοπά η καρδιά μου..
Εκεί στη ρωγμή π’ αναβλύζει ενέργεια πάθους,
στην τομή του χρόνου και του φωτός,
αιωρούμενος ανάμεσα στο μέγα και στο μικρό,
σε φιλώ φιλήδονο άνθος του πόθου!
.
Τα διαπιστευτήρια από κοινού του υπαρκτού μας
στο Κάστρο κρέμονται, στο βράχο καρφωμένα.
Λουλούδι και Άνθρωπος Ένα!
Εσύ κι Εγώ. Δόξα χωμάτων κι αιμάτων!!
.
Ρουφώ με τα μάτια μου το κίτρινο,
με την ψυχή μου το αιώνιο φως
κι ακολουθώ, δυνατός σαν το τέλος των πάντων,
τ’ ονόματός σου τον συμβολισμό…
Sempre Vivere!! Πάντα Ζω!!
.
Στον Άγιο Ου Τόπο των ονείρων, που φυτρώσαμε,
σου μαρτυρώ του έρωτά μου το πάθος,
ω, σεμπρεβίβα, κόρη των Κυθήρων μου,
ω, επέκταση τρυφερή της ψυχής μου,
ω άνθος μου ξερό της γης του έρωτά μου!!
.
Γιώργης Π. Κασιμάτης Δρυμωνιατης
Από τη συλλογή
ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΑΙΜΑΤΑ ΚΙ ΕΡΩΤΑΣ

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Ύγρά Ύπαρξης
Άντλησα τα νερά του αίματός μου
με την αντλία της καρδίας μου.
Αίμα και νερό! Άμπωτις και πλημυρίς!
Παλλίροια η ζωή μου..
Κουράστηκα κάτω απ' τους ιδρώτες των προσώπων....
Διψώ!!!
Και τι να πιώ από τούτο το ποτήρι;
Ποιο είναι πιο υγρό ύπαρξης;
.
Αναπαυόμουν κι όπως θυμόμουν πάλι
εκείνες τις εκλάμψεις
των μεγάλων οφθαλμών,
πήρα και την εικόνα σου,
να προσκυνήσω, ο αμαρτωλός.
.
Αίμα και νερό έρεε στα σπλάχνα μου.
Τα μάτια εκείνα!! Τα ηλιοτρόπια!!
Πολύρροη αύρα δακρύων ωραίων
ωραία ,ωραία κελάριζε
στη μοναξιά του ονείρου μου....
περιεχόμενο της σιωπής μου
ο ουρανός σου.....
.
Ήμουν πάντα περήφανος για σένα.
Πιότερο σήμερα που διψώ και συ
καρδία και μάτια μού έδωσες,
πηγές, προς χάριν μου ρέουσες
υγρά ύπαρξης!!!!
.
Γιώργης Π. Κασιμάτης-Δρυμωνιάτης
από την ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ του

Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ


-Παπά, μια κόρη αγάπησα
και μ' αγαπούσε σαν τρελή
μια μέρα την αγκάλιασα,
πήρα το πρώτο της φιλί.
Παπά τι συλλογάσαι;

-Αν την αγάπησες πολύ,
συχωρεμένος να` σαι.

-Μια μέρα εκείνη ερίχτηκε
στην αγκαλιά μου ντροπαλή,
κι αμάρτησα κι αμάρτησε
όχι μονάχα με φιλί.
Παπά τι συλλογάσαι;

-Αν την αγάπησες πολύ,
συχωρεμένος να' σαι.

-Μια μέρα την παράτησα
την όμορφην αμαρτωλή
και δεν της ξαναζήτησα
μητ` αγκαλιά μήτε φιλί.
Παπά, τι συλλογάσαι;

-Δεν την αγάπησες πολύ,
καταραμένος να` σαι.

Ιωάννης Πολέμης

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Μικροδώρο


Θάθελα
να σου κάνω δώρο από ψυχής
ένα φιλί μου,
πρωτόφιλο, αλλοιώτικο φιλί,
που πέρ' από τα χείλη σου
και της ψυχής σου τ' απαλά
κι ευαίσθητα σημεία της χαράς
θάθελα ν'ακουμπήσει.

Θάθελα
τη μέρα της γιορτής,
κρυφά και μυστικά,
να σε φιλήσω ολικά
Κόρη των τραγουδιών μου!!!


Κι ενδιαμέσως,
μεταξύ τεσσάρων χαλαρά
κλειστών ματιών
και του ωραίου ρίγους,
ψιθυριστά να σου εκπέμψω
την ηχώ του εντός μου.

Θάθελα, στο γεννέσιό σου,
στη γιορτή σου, στη χαρά σου,
να σου κάνω δώρο
ένα μικρό χλωρό φιλί,
συσκευασμένο σ' ασημένιο
περιτύλιγμα ψυχής,
που δίχως λόγια,
"σ' αγαπώ"
εντός σου ν' αντηχήσει.......

Γιώργης Π. Κασιμάτης-Δρυμωνιάτης
Από τη συλλογή
ΕΡΩΤΑΡΩΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΔΑΚΡΥΩΝ

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Ὁ ἀποχαιρετισμὸς τῆς Μάννας



Μισεύεις γιὰ τὴν ξενητιὰ καὶ μένω μοναχή μου
σύρε παιδί μου στὸ καλὸ καὶ σύρε στὴν εὐχή μου.
Τριανταφυλλένια ἡ στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οἱ δρόμοι,
γιὰ χάρη σου ν᾿ ἀνθοβολοῦν καὶ τὰ λιθάρια ἀκόμη.

Τὰ δάκρυά μου νὰ γεννοῦν διαμάντια σ᾿ ὅ,τι ἀγγίζεις
καὶ τὸ ποτήρι τῆς χαρᾶς ποτὲ νὰ μὴ στραγγίζεις.
Νὰ πίνεις καὶ νὰ ξεδιψᾶς καὶ νἆν᾿ αὐτὸ γεμάτο,
σὰ νἆσαι ἡ βρύση ἀπὸ ψηλὰ κι ἐσὺ νἆσαι ἀποκάτω.

Ἐκεῖ, παιδί μου, ποὺ θὰ πᾶς, στὰ μακρινὰ τὰ ξένα,
δίχτυα πολλὰ κι ὀξόβεργες θὰ στήσουνε γιὰ σένα.
Παιδί μου ἂν ἐμένανε πάψεις νὰ μὲ θυμᾶσαι,
μὲ δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος νἆσαι.

Κι ἂν πάλι τὸ φτωχὸ καλύβι μας ντροπὴ σοῦ φέρνει,ὡστόσο
Καὶ πάλι θά ῾μαι πρόθυμη, συχώρεση νὰ δώσω.
Μ᾿ ἂν τὴν πατρίδα ἀπαρνηθεῖς ποὺ τὴ λατρεύουμε ὅλοι,
νἆσαι ἡ ζωή σου ὅπου κι ἂν πᾶς ἀγκάθια καὶ τριβόλοι.

Iωάννης Πολέμης

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011




Το πιο ακριβό μου συννεφόνειρο

...κι έλεγα.....
Αγάπη. Φόρτωσέ με ,
φόρτωσέ με μ' όνειρα.
Δώσε μου ώθηση
ιπτάμενος στα σύννεφα....
...ας το γελούν οι άλλοι....
Όνειρα στα σύννεφα!!!
Άϋλο όφελος ζωής!!!
Κι όταν θα ρθει να τα σκοτώσεις,
γκρέμισέ με από ψηλά...
Να σπαστεί το σύννεφο...
Με πάταγο να πέσω.
Όχι αθόρυβα στη λάσπη....
όχι σκουλήκι, όχι σκουλήκι,
....μη με αφήσεις να συρθώ ποτέ....
Το πιο ακριβό μου συννεφόνειρο,
 Αγάπη,
τούτο είναι...

ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΣΙΜΑΤΗ -ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
Από τη συλλογή
"ΔΕΙΚΤΕΣ ΣΠΑΣΜΕΝΩΝ ΡΟΛΟΓΙΩΝ"

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Νερωμένο κρασί
(μεταγενέστερος τίτλος: Παραδειγματικόν, συλλογή: Τὸ παλιὸ βιολί)

Ὅ, τι κι᾿ ἂν εἶχε τόχασε, γυναῖκα, βιός, παιδιά του·
τίποτε δὲν τ᾿ ἀπόμεινε στερνὴ παρηγοριά.
Πέταξ᾿ ἡ ἔννοια ἀπὸ τὸ νοῦ κι᾿ ἡ ἐλπίδ᾿ ἀπ᾿ τὴν καρδιά του
κι ἡ ὑπομονὴ ἐμαρμάρωσε στὰ στήθη του βαριά.

Ὅπως τὰ λείψανα περνοῦν, περνάει ἀργὰ ὁ καιρός του
καὶ ζεῖ δίχως ὁ δύστυχος νὰ ξέρει τὸ γιατί.
Μὲς στὴν ταβέρνα ὁλημερὶς μὲ τὸ ποτήρι ἐμπρός του
τοῦ κάκου ἐκεῖ ἀνώφελα τὴ λησμονιὰ ζητεῖ.

«Καταραμένε κάπελα καὶ κλέφτη ταβερνιάρη,
τί τὸ νερώνεις τὸ κρασί, καὶ πίνω ἀπ᾿ τὸ ξανθό,
καὶ πίνω κι᾿ ἀπ᾿ τὸ κόκκινο κι᾿ ἀπὸ τὸ γιοματάρι
κι᾿ ἀπὸ τὸ σῶσμα τὸ τραχύ, πίνω καὶ δὲ μεθῶ;

Δὲν ᾖρθα γιὰ ξεφάντωμα, μήτε γιὰ πανηγύρι,
ᾖρθα νὰ βρῶ τὴ λησμονιὰ στὸ θάνατο κοντά!»
Κι᾿ ὁ κάπελας γεμίζοντας καὶ πάλι τὸ ποτήρι
μὲ θλιβερὸ περίγελο στὰ λόγια του ἁπαντᾷ:

«Τί φταίω ἐγὼ ἂν τὰ δάκρυα ποὺ ἀπελπισμένος χύνεις
πέφτουν μὲς στὸ ποτήρι σου, σταλαγματιὲς θολές,
καὶ τὸ νερώνουν τὸ κρασὶ κι᾿ ἀδύνατο τὸ πίνεις;
Τί φταίω ἐγὼ κι᾿ ἂν δὲ μεθᾷς, τί φταίω ἐγὼ κι᾿ ἂν κλαῖς;»

Ιωάννης Πολέμης

Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011


Έτσι περνώ τις ώρες μου

Γιατί η φύση μ' έπλασε από φτερά ονείρου
κι από πηλό, ναι , δεν λέω, κι από πηλό,
μα κυρίως από άνεμο μ' έπλασε,
που τον ζύμωσε με υγρά ματιών
και με μικρές ακτινοβολίες σπινθήρων.
Ύστερα κύματα ψυχής μετέωρα στο φως.
Σταγόνες εκχυλίσματος σκέψης, άρωμα.
Επτά αισθήσεις για συναισθήματα.
Ρυθμό με το τικ-τακ του εντός μου ύμνου.
Και αίμα κόκκινο , καυτό, για χρώμα εικόνας.
Από τετοια μ' έπλασε μια νύχτα έρωτος
κι εραστής προσήλθα , ήδη εραστής
του ποικίλου ωραίου και
 -εραστής ερασιτέχνης πάντα,
αθώος ασήμαντος υποτεχνουργός
του αναβράζοντος θεοτικού μέρους μου-,
ορειβατώ στην ομορφιά,
ελπίζοντας πως δεν την καταστρέφω.
Έτσι περνώ τις μέρες μου.
Χορταίνω πάθος!!! Ζώντας τραγουδώντας!!!
Ως Τζίτζικας
φτωχός και ευτυχής!!!

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ


Καλημέρα συννεφάκι
π' ήρθες στο παράθυρο
να μου΄φέρεις τη Δευτέρα,
...της ανάγκης το χορό.

Καλημέρα αστεράκι
π' ήρθες στην αναφορά
να μου φέρεις τη Δευτέρα
αδειανή από χαρά.

Καλημέρα στεναχώρια
π' ήρθες άλλη μια φορά
να μου φέρεις μια Δευτέρα
με τσαλάκα τα φτερά!!!

Καλημέρα κι όνειρό μου,
όνειρο της Κυριακής
που στα δίχτυα της Δευτέρας
μπλέχτηκες κι αιμορραγείς...

Ποιηματάκια του
Γιώργη Π. Κασιμάτη - Δρυμωνιάτη
από τη συλλογή του
"ΕΝΟΡΧΗΣΤΡΩΜΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ"

Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΒΙΟΛΙ


Άκουσε τ΄ απόκοσμο το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί
με τ΄ αχνά κι' απάρθενα της αγάπης χείλη.

Και τ' αηδόνι τ' άγρυπνο και το ζηλευτό
ζήλεψε κι εσώπασε κι έσκυψε κι εστάθη
για να δει περήφανο τι πουλί ειν' αυτό
που τα λέει γλυκύτερα της καρδιάς τα πάθη.

Ως κι ο γκιώνης τ' άχαρο, το δειλό πουλί,
με λαχτάρ' απόκρυφη τα φτερά τινάζει
και σωπαίνει ακούγοντας το παλιό βιολί,
για να μάθει ο δύστυχος πως ν` αναστενάζει.

Τι κι αν τρώει το ξύλο του το σαράκι; τι
κι αν περνούν αγύριστοι χρόνοι κι άλλοι χρόνοι;
Πιο γλυκιά και πιο όμορφη και πιο δυνατή
η φωνή του γίνεται, όσο αυτό παλιώνει.

Ειμ` εγώ τ' απόκοσμο το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παλιό κουφάρι μου μια ψυχή λαλεί
με της πρώτης νιότης μου τα δροσάτα χείλη.

Τι κι αν τρώει τα σπλάχνα μου το σαράκι; τι
κι αν βαδίζω αγύριστα χρόνο με τον χρόνο;
Πιο γλυκιά πιο όμορφη και πιο δυνατή
γίνεται η αγάπη μου, όσο εγώ παλιώνω.

Ιωάννης Πολέμης

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011



Ο Άνθρωπος, ο Κόσμος και η Ποίηση


Ανάσκαψα όλη τη γη να σε βρω.
Κοσκίνισα μες την καρδιά μου την έρημο ήξερα
πως δίχως τον άνθρωπο δεν είναι πλήρες
του ήλιου το φως. Ενώ, τώρα, κοιτάζοντας
μες από τόση διαύγεια τον κόσμο,
μες από σένα - πλησιάζουν τα πράγματα,
γίνονται ευδιάκριτα, γίνονται διάφανα -
τώρα
μπορώ
ν' αρθρώσω την τάξη του σ' ένα μου ποίημα.
Παίρνοντας μια σελίδα θα βάλω
σ' ευθείες το φως.

από την "Φιλοσοφία των λουλουδιών"
του Νικηφόρου Βρεττάκου

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Στο φόβο του πόνου


παλινδρόμησε η καρδιά μου μπροστά στη θλίψη….
γλυκύτερος είν’ ο θάνατος απ’ τον πόνο, το ήξερα,
μα να κι ο ρυθμός των χαμένων λόγων, νύχτας μαύρο
μού έφερε στα τοιχώματα κι αίματα σκοτωμένα,
πηχτή ξεχασμένη θλίψη εντός των λαβύρινθων του νου μου.
Πόνος, ο μόνος εχθρός των ονείρων μου
κι εσύ
μου τον έφερες όλον εκεί, στην πληγή της καρδιάς
που πρόσφατα άνοιξε με το νυστέρι στο ανοιχτό μου στέρνο.
Σπέρνω θύελλα και θερίζω καταστροφή.
Εφυγες και χάθηκα, χάθηκες και πόνεσα,
πόνεσα και πενθώ στο σκοτάδι του εγώ.
Τώρα όλα στη χροιά του μπλακ,
σκιές οι ανταύγειές μου.
Και το φως που το λάτρεψα, δολοφόνος μου.

ΓΙΩΡΓΗ Π. ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
Από τη συλλογή του
ΔΕΙΚΤΕΣ ΣΠΑΣΜΕΝΩΝ ΡΟΛΟΓΙΩΝ

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011


Οἱ μικροὶ γαλαξίες


Πᾶνε κι ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ.
Σταματᾶνε γιὰ λίγο, στέκονται ὁ ἕνας
ἀντίκρυ στὸν ἄλλο, μιλοῦν μεταξύ τους.
Ἔπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σὰν πέτρες ποὺ βλέπονται.
Ὅμως, ἐσύ,
δὲ λόξεψες, βάδισες ἴσα, προχώρησες
μὲς ἀπὸ μένα, κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα μου,
ὅπως κι ἐγώ: προχώρησα ισα, μὲς ἀπὸ σένα,
κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα σου. Σταθήκαμε ὁ ἕνας μας
μέσα στὸν ἄλλο, σὰ νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυὸ κόσμους σὲ πλήρη
λάμψη καὶ κίνηση, σαστίσαμε ἀκίνητοι
κάτω ἀπ᾿ τὴ θέα τους -
Ἤσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου ὅλες τὶς στέρνες.
Ἤσουνα φῶς, διαμοιράστηκες. Ὅλες
οἱ φλέβες μου ἔγιναν ἄξαφνα ἕνα
δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια,
στὸ στῆθος, στὸ μέτωπο.
Τ᾿ ἄστρα τὸ βλέπουνε, ὅτι:
δυὸ δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες καὶ πλέον
κατοικοῦμε τὴ γῆ.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ


Απαγγελία
αυτοπροσώπως

http://www.facebook.com/#!/profile.php?id=100005195374951

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Γυναίκα, του έρωτα ανήμερη χαρά.


Το σώμα σου θάλασσα,
κύματα εφαπτόμενα
των ακτών της ερήμου μου.
Το πνεύμα σου αφρός,
αλμύρα επικαθισμένη
στο άβατο της ψυχής μου.
Ελπίζω να παραμείνω αθάνατος
ίσαμ’ αύριο,
που ο καιρός προμηνύεται καλός,
για ν’ απολαύσω, γυναίκα, ξανά
των κυμάτων και της αλμύρας σου
το βάσανο , το έλεος και τη δόξα!
Εννοώ βέβαια να σε αγαπώ
κατά συρροή , κατ’ εξακολούθηση,
αλλά και όπως έλθει, ως λέω,
δηλαδή και με θύελλα
και εν καιρώ νηνεμίας.
Ο χρόνος μόνο να είναι δίκαιος
και να μου το επιτρέπει
και ο νους να συγχρονίζεται
με τις επιθυμίες του αίματος μου.
Στην αλληλουχία της μιας καθημερινότητας
να σε συναντώ, όσο ζω,
ασυνεχώς μεν,
διαρκώς όμως,
σε τέλεια ταλάντωση
και χωρίς να εμπλέκεται
το κέρδος ανάμεσά μας.
Και να φλέγομαι ενίοτε
μεταξύ των ατελεύτητων,
απείρου κι ονείρου.
Ηφαίστειο υπερενεργό.
Υγρή λάβα τού σ’ αγαπώ να μας λούζει,
σαν μας δει ιδρωμένους.
Κάπως έτσι εξισορροπώ
τη βάρβαρη θεϊκή ανισότητα.
Ξεγελώ το Θεό
την ώρα του έρωτα.
Περικλείω το μέγιστο
στου κορμιού το ελάχιστο.
Εγκλωβίζω το αιώνιο
σε μικρόβιες στιγμές.
Σαν κι αυτές που σε χαϊδεύουν,
ω, σώμα μου!
Σαν κι αυτές, που μέσα σου
μακροβουτώ και βαπτίζομαι,
πατρίδα μου, γη μου, πηγή μου
θάλασσα, του έρωτα , ω θάλασσα,
γυναίκα, παγίδα, χαρά μου,
απέραντη,
εφήμερη,
ανήμερη
αιωνιότητά μου!

Γιώργη Π. Κασιμάτη-Δρυμωνιάτη
από τη συλλογή
ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΑΙΜΑΤΑ ΚΙ  ΕΡΩΤΑΣ

Ἀνάμνηση ἀπ᾿ τὸν Ταΰγετο


Ἔστηνε ἡ Ἄνοιξη τὴν προτομή μου
σὲ μικροὺς λόφους εἰρήνης,
ἔλαμπε καθισμένο στὸ ραβδί μου ἕνα πουλὶ ἀπὸ φῶς
κ᾿ ἔβρεχε ἰριδισμοὺς στὰ πρόβατα τὸ αἰώνιο σέλας τῆς ἀγάπης.
Μὲς στὴ σιωπή, τὸ θαλασσὶ φλοίβησμα τοῦ αἱματός μου
ἀνάδινε τὸν ἦχο τοῦ ἀδραχτιοῦ τῆς μητέρας μου,
ποὺ ὕφαινε στῶν σταχτιῶν τὸ πράσινο καὶ τὸ λευκὸ μαλλὶ τοῦ αὐγερινοῦ.
Μικρὸς Ἑωσφόρος τοῦ φωτὸς στοῦ Εὐρώτα τὶς ροδοδάφνες,
ἔπαιρνα δίπλα τὰ βουνὰ βρεγμένος ἀπὸ τὸ φεγγάρι
μὲ δυὸ ἄσπρους κρίνους στὴν καρδιά,
μ᾿ ἑφτὰ σημαῖες στὰ χείλη,
κι ἀπάνω ἀπὸ τῶν γερακιῶν τὶς ἀτελεύτητες μοναξιὲς
ἐπόπτευα τὸ σύμπαν, θησαυρίζοντας τοπία
κι ἀλλοτινὰ φῶτα στὴ μνήμη μου.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ


Τα λευκά τα κύτταρα του προσώπου σου
αντικαθρεπτίζουν το πέλαγος.

Σαν τον Ήλιο στάθηκαν τα δυο μάτια σου
πάν’ απ’ της ζωής μου τ’ απόγειο.

Το κορμί σ’ ανόθευτο κι απροστάτευτο,
είδωλο Σελήνης, στο πέλαγος.

Φως εκ φωτός
η αγάπη σου έλαμψε
και μ’ ανέβασε στ’ άστρα.
Ουρανός και με σκέπασε
με απέραντο πόθο.

Γιώργη Κασιμάτη-Δρυμωνιάτη
ένα τραγούδι από το μουσικοιποιητικό του εργο:
ΥΜΝΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΣΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
γράφτηκε στα 1990
μελλοποιήθηκε πέρσι από τον
νεαρό συνθέτη Αλέξανδρο Κυπριώτη
Ὁ ἀγρὸς τῶν λέξεων


Ὅπως ἡ μέλισσα γύρω ἀπὸ ἕνα ἄγριο
λουλοῦδι, ὅμοια κ᾿ ἐγώ. Τριγυρίζω
διαρκῶς γύρω ἀπ᾿ τὴ λέξη.

Εὐχαριστῶ τὶς μακριὲς σειρὲς
τῶν προγόνων, ποὺ δούλεψαν τὴ φωνή,
τὴν τεμαχίσαν σὲ κρίκους, τὴν κάμαν
νοήματα, τὴ σφυρηλάτησαν ὅπως
τὸ χρυσάφι οἱ μεταλλουργοὶ κ᾿ ἔγινε
Ὅμηροι, Αἰσχύλοι, Εὐαγγέλια
κι ἄλλα κοσμήματα.

Μὲ τὸ νῆμα
τῶν λέξεων, αὐτὸν τὸ χρυσὸ
τοῦ χρυσοῦ, ποὺ βγαίνει ἀπ᾿ τὰ βάθη
τῆς καρδιᾶς μου, συνδέομαι· συμμετέχω
στὸν κόσμο.
Σκεφτεῖτε:
Εἶπα καὶ ἔγραψα, «Ἀγαπῶ».

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011



στ' όλβιο κλέος ζώντας



απαγγέλει ο γ.π.κασιμάτης-δρυμωνιάτης


τούτ' η ζωή των μεθυσμένων σου στιγμών,
των άνομων κι αιθέριων μικρών ατοπημάτων,
των μύχιων, αδήλωτων κι αδούλωτων λαθών,
...των εξαιρετικών της εντροπίας σου ρηγμάτων,
τούτ' η ζωή των φλογερών σου μυστικών ανθών,
των συμπεπυκνωμένων ουρανίων αισθημάτων,
της συνονθύλευσης παλμών ιδεατών τε κι υπαρκτών,
της ένωσης των άυλων πολύχρωμων αιμάτων,
τούτ' η ζωή , η άλλη σου, η άφοβη φυγή,
περίληψη που μοιάζει να ναι του απείρου,
είν' η ζωή η αληθής, που μόνη εν ζωή σε οδηγεί
στ' όλβιο κλέος του αγίου της ζωής ονείρου!!!

αναζητώντας την τελειότητα πριν το τέλος,
θα κρυφτώ στο μυστικό σου τόπο,
-ω τι τιμή!!!!-
και θα σου τραγουδάω ψιθυριστά
τον αιθέριο ύμνο με λόγια απλά:

Στην εφαπτομένη των συγκινήσεων
ακολούθησέ με
Συνημίτονο ένα είμαστε
στη γωνία των ουρανών,
μετέωροι και υπαρκτοί
πλάι στο τέλειο,
εσύ,
συνονηρεύτρια,
τύχη εκλεκτή,
άνθος του λόγου!!!!!

σε φιλώ απ' εδώ, απ' την όχθη τ' ονείρου
....ναι, μου λάμπει το άστρο σου, ναι....!!!
αγγελούδ' η ψυχή σου, μυρωδιά άγιου μύρου,
σε φιλώ στ' όνειρό μου μακρινέ μου ουρανέ!!

ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΣΙΜΑΤΗ -ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
Από τη συλλογή
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

Γράμμα


Δὲν ἔχω ἕνα φύλλο ἀπ᾿ τὰ παλιὰ πράσινα δέντρα.

Σοῦ γράφω τὴ λύπη μου σ᾿ αὐτὸ τὸ χαρτί.
τόσο ἐλαφριὰ ποὺ νὰ στὴ φέρει ὁ ἄνεμος,
τόσο καλὴ καὶ τρυφερὴ ποὺ νὰ μὴ παραξενευτεῖ ὁ ἥλιος,
εὐγενικὴ σὰν τὴ σιωπὴ ποὺ περπατεῖ στὸ χορτάρι
τὴ νύχτα, ἁπλὴ καὶ καθαρὴ σὰν τὸ νεράκι ποὺ τρέχει
καὶ δὲ μαντεύεις πὼς τὸ γέννησε ἡ χτεσινὴ καταιγίδα.

Πολλοὶ σκοτώθηκαν. Πολλοὶ ζοῦμε. Ὅλοι μας εἴμαστε
λαβωμένοι. Εἶναι βαρὺς ἀπὸ τὸν πόνο μας ὁ κόσμος.

Μὲ τὴ σιωπὴ τῆς θάλασσας θὰ λάβεις τὴ λύπη μου.
Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ αἰώνιό μου Μή με λησμόνει!
Εἶναι ἕνα φῶς διπλωμένο ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα μικρὸ συννεφάκι.
Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ ἀρνάκι, μιὰ κ᾿ εἶσαι κοντὰ στὸ θεό,
νὰ τ᾿ ὁδηγήσεις σ᾿ ἕνα πράσινο κῆπο του.

Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ βρέφος μὲ τὸ τσακισμένο ποδαράκι.
Ἀνεβασέ το στὸ παράθυρο μὲ τὸν αὐγερινό,
κοντὰ στὸν κόσμο, κοντὰ στὸ ὄνειρο,
κοντὰ στὴν καλοσύνη σου,ποὺ εἶναι ζεστὴ σὰ μιὰ ἀνάσα μητέρας,
κοντὰ στὸ τζάκι ποὺ ὀνειρεύεσαι μὲ τὸ χέρι στὸ μέτωπο
τὴν εὐτυχία τοῦ πεινασμένου, τοῦ στρατιώτη, τοῦ ἄρρωστου.
Βάλτο κοντὰ στὴν πράσινη σημαία. Κοντὰ στὸ κόκκινο
ἄλογο. Στὴ μητέρα σου πλάι, ποὺ τριγυρισμένη
ἀπ᾿ τοῦ Γενάρη τοὺς σπουργῖτες, γνέθει τὴν ἐλπίδα.

Βἄλτο κοντὰ στὸ στεναγμὸ τῆς φιλίας. Κοντὰ-κοντά.
Βάλτο νὰ κάτσει, κι ἄνοιχτου σὰν ἕνα γέλιο τὸ παράθυρο
νὰ ἰδεῖ τὸν κόσμο.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011


στάρι του Άδη

Τις νύχτες τις αμαρτωλές,
που κάναμ’ έρωτα
θυμήθηκα
και μού ‘ρθε αξημέρωτα
την πόρτα να χτυπήσω
του σπιτιού σου
και να έμπω πάλι
μες στη γλύκα
του κορμιού σου.

Μα όταν είδες τις ουλές
απ’ το μαχαίρωμα,
τραβήχτηκες,
μου ‘κρυψες το ξημέρωμα
και μ’ άφησες να σβήσω
στα εντός μου,
στο υγρό κεφάλι,
μες στη λάσπη
τ’ άγριου κόσμου.

Ο θάνατος δεν έχ’ αυλές
για να χορέψουμε.
Πληγώθηκα,
μα πώς να τ΄ αντιστρέψουμε,
τα βήματά μου πίσω;
Του κορμιού σου
πάει,…. πάει η γλύκα.
Είμ’ ο τάφος
τ’ ουρανού σου.

«Φύγε φονιά και μη μου λες
πως ν’ αγαπάς μπορείς»,
μ’ είπες κοφτά.
«Φύγ’ απ’ εδώ νωρίς-νωρίς
μη τη ζωή μολύνεις.
Του φιλιού σου
οι πληγές πονάνε
πιότερ’ απ’ του
μαχαιριού σου».

Ω, αγνό μου χθες, δίκαια κλαις
δίπλα στο δάκρυ μου.
Πάω να κρυφτώ.
Μαύρο το φως στην άκρη μου.
Μαύρη ζωή κομμάτια!
Σαν σκοτώνεις,
σπέρνεις μια σκοτάδι,
δυο θερίζεις
στάρι τ΄ Άδη.
γιώργη π.κασιμάτη-δρυμωνιάτη
από την ανέκδοτη συλλογή του
ΕΠΙΒΙΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ


Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια


Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια νὰ σοῦ στείλω λίγω ψωμί,
μαζεύω μὲ τὸ σπασμένο χέρι μου ὅ,τι ἔμεινε ἀπ᾿ τὸν ἥλιο
νὰ σοῦ τὸ στείλω νὰ ντυθεῖς. Ἔμαθα πὼς κρυώνεις.

Τὴν πράσινή σου φορεσιὰ νὰ τὴν φορέσεις τὴν Λαμπρή!
Θὰ τρέξουν μ᾿ ἄνθη τὰ παιδιά.Θὰ βγοῦν τὰ περιστέρια,
κ᾿ ἡ μάνα σου μὲ μιὰ ποδιά, πλατιά, γεμάτη ἀγάπη!

Πάρε ὅποιο δρόμο, ὅποια κορφή, ρώτα ὅποιο δένδρο θέλεις
Μ᾿ ἀκοῦς; Οἱ δρόμοι ὅλης της γῆς βγαίνουνε στὴν καρδιά μου!
Μὴν ξεχαστεῖς κοιτάζοντας τὸ φῶς. Τ᾿ ἀκοῦς;... Νἀρθεῖς!

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

Νέκταρ θνητών

Δεν είναι αίμα το κόκκινο τούτο,
είν’ η χαρά τού ονείρου μου,
είναι η ευτυχία της ύπαρξής μου
μέσα στο σέλας της αγάπης της ,
είναι το εγώ μου εντός της,
ρόδινο, κόκκινο, πορφυρό,
της ζωής μου απόσταγμα
ο έρωτάς της….
...κάτι σαν νέκταρ
για θνητούς.
Αυτό είναι η αγάπη μου.
Πίστεψέ με....κάτι σαν νέκταρ
για θεούς θνητούς...θα έλεγα....
κόκκινο, σαν το αίμα,
καυτό σαν την υψικάμινο της ζωής....
ναι, η ίδια μου η ζωή
είναι το νέκταρ για θνητούς
που στο στόμα μού δίνει Εκείνη.

γιώργη κασιμάτη-δρυμωνιάτη
από τη συλλογή
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

μουσική Τερψιχόρη Παπαστεφάνου στίχοι Νικηφόρος Βρεττάκος

Ἂν δὲν μοῦ ῾δινες ποίηση Κύριε


Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.

Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.

Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ