ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΚΗΠΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
O χρόνος, ο χαζορολογάς, τα ρολόγια μ' όλα έχει χαλάσει. Ένα μόνο ρολόι που χτυπάει τικ-τάκ

είν' η καρδιά μου, που μετράει την αγάπη που πετάει στα όνειρά μου.

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣE ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΕΝΤΩΣΟΥ, Ω ΨΥΧΗ ΜΟΥ, Ν' ΑΨΗΛΩΣΕΙΣ ΤΡΕΙΣ ΠΟΝΤΟΥΣ,ΚΑΛΟΤΥΧΗ!







Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

ΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ

ΚΑΙ ΔΙΗΓΩΝΤΑΣ ΤΑ


Έτσι που ξέπεσαν οι ανθρώποι, οι ιδέες, οι λέξεις,
μήτε πια που νοιαζόμαστε   
για παλιές ή για πρόσφατες δόξες,
για βιογραφίες του Αριστείδη· κι αν κανένας
κάνει καμιά φορά να θυμηθεί τους Τριακοσίους
ή τους Διακοσίους, μεμιάς οι άλλοι
τον σταματούν με περιφρόνηση, ή σκεπτικισμό τουλάχιστον.
Μα κάποιες ώρες σαν και
τούτες, που ξανοίγει ο καιρός,
– μιά Κυριακή, σε μιά καρέκλα,
κάτω απ’ τους ευκάλυπτους,
μέσα σε τούτο το αδυσώπητο φως,
– μια μυστική νοσταλγία μάς κυριεύει 
για τις παλιές λαμπρότητες –
κι ας τις λέμε φτηνές. Σαν ξεκινούσε η πομπή με τα χαράματα
–ο σαλπιγκτής μπροστά και πίσω τ’ άρματα κατάφορτα
κλώνους μυρτιάς και στεφάνια, 
ύστερα ο μαύρος ταύρος, παραπίσω οι έφηβοι με υδρίες
κρασί και γάλα για τις σπονδές των νεκρών,
κι ωραίες φιάλες με αρώματα και λάδι –
μα πιότερο θαμβωτικό, στο τέλος τέλος της πομπής,
ντυμένος ολοπόρφυρα ο άρχοντας των Πλαταιών,
που ολοχρονίς δεν του επιτρέπονταν
ν’ αγγίξει σίδερο και να φορέσει άλλο από άσπρα, τώρα,
στα ολοπόρφυρα και με μακρύ σπαθί στη μέση,
να διασχίζει μεγαλόπρεπα την πολιτεία
κρατώντας μιαν υδρία απ’ τα δημόσια σκεύη, ώς τους τάφους των ηρώων. 
Κι όταν,μετά το πλύσιμο των επιτάφιων στύλων και τις πλούσιες θυσίες,
εσήκωνε το κύπελλο με το κρασί και χύνοντάς το στους τάφους,απάγγελνε:
«Παρουσιάζω το κύπελλο τούτο στους γενναιότατους άντρες,που πέσανε
για την ελευθερία των Ελλήνων»,
– ρίγος μέγα διαπερνούσε τους γύρω δαφνώνες·
ρίγος που ακόμη ώς τώρα διαπερνά τα φύλλα ετούτων των ευκάλυπτων
κι αυτά τα μπαλωμένα ρούχα, τα πολύχρωμα,
τ’ απλωμένα στο σκοινί της μπουγάδας. 

Από τη συλλογή «Επαναλήψεις, B΄», 1972.
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Ι, Κέδρος, Αθήνα

ΡΙΤΣΟΣ-ΛΕΟΝΤΗΣ-ΞΥΛΟΥΡΗΣ

ο κλέφτης των ονείρων

Παραμονεύει κάθε μου στιγμή.
Ουδέποτε κοιμάται.
Δεν κλαίει, δεν γελά,
δεν κουβεντιάζει.
Όψη δεν έχει,
ούτε μάτια ή αυτιά,
καμιά από τις όμορφες αισθήσεις.
Τρέχει μονάχα προς τα εμπρός,
σαν άλογο
(γι’ αυτόν εμπρός,
για μένα πίσω)
και πίσω δεν κοιτά.
Λένε πως είναι
αποπαίδι του Θεού,
πάντως του δαίμονα
αδέρφι είναι που είναι!
Είναι ταυτόχρονα καλός
(σαν σε γιατρεύει ή σαν έρωτα σου φέρνει),
και πάνκακος
(σαν με αρρώστια σε κερνά ή κέρατα σου βάνει).
Μου παίρνει και μου δίνει
χωρίς να του το επιτρέπω,
χωρίς να του ζητώ.
Τύραννος και Σατράπης
και διπρόσωπος κι αυταρχικός πολύ
κι ασυνεπής κι ανέντιμος,
και βίαιος κι αβέβαιος διαρκώς,
για τίποτα δεν έχει σιγουριά,
όλα σου τα σερβίρει
με μορφή πιθανοτήτων,
μπορεί και ναι,
μπορεί και όχι,
(που να του βάλει ο γάιδαρος
αυτήνε πώχει),
μου είναι εντέλει μισητός
κι αχώνευτος, ο αγύρτης.
Και πάν’ απ’ όλα
για ένα πλήρως τον μισώ:
Γιατί , εκεί που περπατώ,
πάει και μου κλέβει τ’ όνειρα
και πριν προλάβω να τα ιδώ
ακέφαλο κι αόμματο
με στέλνει στα ουράνια,
τάχα να αναπαυτώ.
Ο κλέφτης των ονείρων μου,
ο χρόνος, ο κoψόχρονος,
που κακό χρόνο νάχει.

ΑΡΙΣΤΟΚΛΗΣ ΚΑΡΣΟΥΡΗΣ
Από τη συλλογή
"ΕΠΙΒΙΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ"

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

ΡΙΤΣΟΣ-ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ-ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ

Εκατό χρόνια μετά


Στην ιερή μνήμη του Γιάννη Ρίτσου

Στα εκατό χρόνια από τη γέννηση της αιωνιότητάς σου
αφιερώνω απόψε την αγάπη μου όλη,
-ω , και να ήμουνα κι εγώ ποιητής, ποιητή μου!
να σ’ ιστορούσα με των λέξεων τη μανία ένα,
το μεγάλο μου φχαριστώ-
τώρα υποκλίνομαι κάτω απ’ τ’ άστρα
που συγκαταλέγεσαι
και προσπαθώ ν’ ακούσω με τ’ αυτί τού χρόνου
τα διαχρονικά σου μηνύματα.
Ανακατεύοντας εδώ, στο γουδί μου,
τη θλίψη με την ευμάρεια,
δεν τραγουδώ για να ξεχωρίσω.
Τραγουδώ γιατί απόψε
θέλω
να σε υμνήσω.
Στα εκατό χρόνια από τη γέννηση της αιωνιότητάς σου
υμνώ απόψε απλά τη μεγαλειότητα της ποίησης,
της εμβραχισμένης στην Άκρα Μινώα σου,
της ενσαρκωμένης
στις καρδιές των ωραίων άνω θρώπων,
της ενταφιασμένης
στις ψυχές των αγγέλων της Γης
που δεν πεθαίνουνε.

ΑΡΙΣΤΟΚΛΗΣ ΚΑΡΣΟΥΡΗΣ
Από τη συλλογή
"ΖΩΜΟΣ ΦΩΤΟΣ"

.

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

ένεκα ψυχής
Στο δρόμο με τις φάμπρικες γυρίζω.
Ψυχή εν μέρει σκοτωμένη,
εν μέρει ευτυχής.

Έτσ’ είναι όλα.
Διπρόσωπα τα πάντα, όσα γνωρίζω
κι η ύπαρξή μου όλη
αληθής κι αναληθής.

Κι όμως, μ’ αρέσει που διέρχομαι,
που όσα νιώθω τα βιώνω.
Ενώ οι πέτρες, πάντα πέτρες μένουνε,
ηλίθια ύλη
δίπλα εκεί που εγώ λιώνω.

Εγώ είμαι άλλο
κι άλλο η άλλη ύλη.
Ένεκα ψυχής.

ΑΡΙΣΤΟΚΛΗΣ ΚΑΡΣΟΥΡΗΣ
Από τη συλλογή
"ΑΝΘΟΛΟΓΟΔΟΧΕΙΑ"


Εαρινή συμφωνία ΙΙ

(Γιάννης Ρίτσος)

Είχα κλείσει τα μάτια
για ν’ ατενίζω το φως.
Τυφλός.Είχα κάψει τη φλόγα
για ν’ αναπνέω.
Τις νύχτες αφουγκραζόμουν τους θρόους τής σιγής
κ’ η ανάσα του χαμόγελουδε γνώριζε τη μετάνοια.
Να δακρύζωπάνω στα διάφανα χέρια μου
από μια διάφανη χαρά
που δεν επιθυμεί.
Όχι θωπεία. Όχι όνειρο.Πιο πέρα.
Eκεί που καταλύεται τ’ όνειρο
κι η φθορά έχει φθαρεί.
Κ’ ήρθες εσύ.
Σπασμένα οστά


Σπάσε τα κόκαλα των οχτρών σου!
Στο λίγο χρόνο προ των νεκρών π’ απομένει,
φύλαξε τα ιμάτιά σου κι άρπαξε κι άλλα,
όσα μπορείς
απ’ τ’ ανεξίτηλο χρώμα της γης
κι ετοιμάσου να τα κάνεις
όλα δικά σου. Βιάσου,
αλλά μην κιόλας τσακιστείς.
Ηδονικά , μ’ υπομονή ανάλωνε
όσα μπορείς κι ακόμα κι άλλα,
πλούτο δικό σου στο μετά, α,
μην αφήσεις! Οι επερχόμενοι,
τη φήμη σου ας βρουν
και τα έργα της καταστροφής.
Και όταν, τέλος, το έλεος
στα μάτια σου θα φέρει τέλος,
νοιώσε την ένθεη δικαίωση
του ισχυρού μηδενός
να σε κατακλύζει,
να σ΄αλαφροκοιμίζει
δίπλα στα λάφυρα του πολέμου.
«Όλ’ οι αντίπαλοί μου νεκροί», αναφώνησε
και ηδονίσου πάνω
στα σπασμένα οστά των οχτρών.
Ηδονίσου, ηδονίσου, ηδονίσου και νεκρός…..
Ελεεινέ, τα δικά σου είναι!!
ΑΡΙΣΤΟΚΛΗΣ ΚΑΡΣΟΥΡΗΣ
Από την συλλογή
"ΠΗΛΙΚΟΝ ΣΤΟ ΜΗΔΕΝ"

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

ΡΙΤΣΟΣ ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ ΡΙΤΣΟ H ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ



Χαιρετίσματα


Ας με φάει ο σκουληκαντέρας
να ξαναγίνω χώμα,
ωραία θα είναι με τη βροχή κατακόρυφα
πάνω στις ελώδεις πτυχές μου,
με αλάτι μαζί απ’ τη θάλασσα,
σαν να πνιγείς δηλαδή,
ψαροτροφή να γίνεις,
όχι σκουληκοσκυλιών έδεσμα.

Ό, τι κι αν γίνεις.
Τίποτα δεν υπάρχει πέρα από το εδώ
ενώ όμως κι εδώ
τίποτα πάλι, ίσως.
Πάντως όσοι αγαπούν τις αθροίσεις
μπορούν να προσθέτουν σταθερά
στον εαυτό τους το μηδέν
για να παραμένουν αναλλοίωτοι,
ενώ με το συν ένα, συν δύο,
γερνούν
και οι ειδήσεις δεν
θα είναι καλές στο τέλος.
Πάνω στην κολώνα της ΔΕΗ
με μαύρα γράμματα
και σταυρό περίτεχνο,
η αναγγελία του αρχητέλους.

Χαιρετισμούς στο τίποτα
κύριε πεθαμένε,
θα του πω ,
μόλις διαβάσω την αναγγελία.

Εκτός αν αναφέρεται σε μένα αυτή,
οπότε τότε βέβαια
θα τα πω αυτοπροσώπως
τα χαιρετίσματα.

ΑΡΙΣΤΟΚΛΗΣ ΚΑΡΣΟΥΡΗΣ
Από τη συλλογή
"ΕΠΙΒΙΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ"



Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

16 Νοεμβριου 1973

Ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια.
Ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
Αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
Έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, - πως μεγαλώνει
το μπόι, το βήμα και η παλάμη του ανθρώπου;

17 Νοεμβρίου 1973

Βαρειά σιωπή, διάτρητη απ΄ τους πυροβολισμούς,
πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι-
ποιος θα πει : περιμένω απ΄ το μέσα μαύρο;
Μικροί σκοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ΄ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ΄ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω
απ΄ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη
στις λεωφόρους.
Πάνω απ΄ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς
πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;

Αθάνατοι νεκροί, 17.11.1973.


Πώς να γελάσομε και πώς να κλάψομε;
Γέλιο πια δεν έχομε στα χείλη μας,
δάκρυ δεν υπάρχει στα μάτια μας.
Κι οι νεκροί μας που είναι πεσμένοι στο χώμα;
Τι ύμνο και τι θρήνο να τους πούμε;
Εδώ λόγια πικρά, τραγούδια πένθιμα
δεν έχουμε. Εμείς μονάχα θα ορκιστούμε.
«Οι ψυχές σας δικές μας θα είναι , γενναίοι,
υπερασπιστές αντάξιοι της ελευθερίας.
Ο αγώνας μας τον αγώνα σας
πρώτιστο πρότυπο θα έχει, μέχρι τέλος».

Ήσασταν Ήλιοι σε μελανό στερέωμα.
Βασιλεύοντας απότομα, βιαστικά,
μας αφήνετε στην κρύα σκοτεινότητα μόνους,
με την ανάμνησή σας μόνο
και τη νοσταλγία των ζεστών σας αχτίνων,
ωραία αστέρια, νεκρά μας αδέρφια,
πρωτοπόροι στη μάχη της ζωής και στο θάνατο.

Τα κλειστά σας βλέφαρα κοιτάζω
και πίσω απ’ τα σβησμένα μάτια σας
ατενίζω την άνοιξη.
Έρχεται…νάτην…έρχεται!
Μας την φέρνετε μπροστά πηγαίνοντας εσείς,
χελιδόνια γοργόφτερα.
Αποδημήσατε με το βαρύ φθινόπωρο,
θα μας την φέρετε αύριο λουλουδιασμένη.
Καθισμένη στο άρμα του θριάμβου,
που το σέρνουν οι ωραίες σας ψυχές,
την βλέπω….νάτην … έρχεται, γενναίοι!

Πίσω από τα σφαλισμένα χείλη σας
φυλακισμένη η φωνή σας χάθηκε.
Στ’ αυτιά μας μένει ο ρόγχος
της τελευταίας σας πνοής,
να μας θυμίζει το θάνατο,
τ’ άριστο τίμημα της ελευθερίας , που τώρα
σεις μας τον διδάσκετε, αθάνατοι νεκροί,
πρωτοπόροι στη μάχη της ζωής και στο θάνατο.

Το αίμα σας , ποτάμι κατακόκκινο
επότισε τους δρόμους και τους έβαψε ανεξίτηλα,
που καμιά μπόρα δεν μπορεί να τους ξεβάψει.
Τώρα οι δρόμοι μας είναι πιο δύσκολοι,
μα εμπλουτισμένοι με υψηλά ιδανικά.
Θα τρέξουμε. Κάθε μας βήμα γοργά θα οδηγεί
κοντά σε σας ή στην ελευθερία.
Οι σφαίρες σε σας φέρανε το θάνατο
και σε μας το νόημα της ζωής,
τυλιγμένο στο πέπλο του ασταμάτητου αγώνα.

Τα κρύα χέρια σας δεν μας τρομάζουν
ούτε έτσι όπως είναι βουτηγμένα
στα αίματα. Θα τα φιλήσουμε.
Σιωπηλοί θα γευτούμε τη γλύκα των αιμάτων,
την αλμύρα του ιδρώτα σας.
Προπορεύσατε. Σας ακλουθούμε νεκροί μας ιεροί,
πρωτοπόροι στη μάχη της ζωής και στο θάνατο.

Κάτω απ’ τη ριγμένη καγκελόπορτα
σφαδάζει προσωρινά η ελευθερία,
ψυχορραγεί, πεθαίνει.
Ύστερα παίρνει δύναμη απ’ τα νεκρά κορμιά,
αναγεννιέται δυνατή ξανά,
φωλιάζει μέσα στις ψυχές μας,
σας δείχνει και «ομπρός» φωνάζει,
περήφανη που την τιμήσατε πολύ.
Μας λέει: « Οι ζωντανοί είστε η γη
και οι νεκροί, ο με φροντίδα διαλεγμένος σπόρος.
Σήμερα είναι η μέρα της σποράς.
Αύριο πρέπει μου καλούς καρπούς να απολαύσω!».

Χώμα που θα σκεπάσεις τα κορμιά τους,
δεν θα ντραπείς λοιπόν;
Πως θα μπορέσεις να τους κρύψεις,
να τους λιώσεις, αυτούς που σε πατούσαν
κι υποχωρούσες στα βαριά τους βήματα.
Εμείς σας σαβανώσαμε βαθιά μες στις ψυχές,
αθάνατοι νεκροί μας, νεκροί μας ιεροί,
παλικάρια στη μάχη της ζωής και στο θάνατο.

ΑΡΙΣΤΟΚΛΗΣ ΚΑΡΣΟΥΡΗΣ
Από την μικρή ποιηματική μυθιστορία του
"ΡΟΤΑ ΠΡΟΣ ΔΡΑΓΟΝΑΡΕΣ"
(το ποίημα αυτό γράφτηκε στις 19.11.1973,
από τον δευτεροετή, τότε, φοιτητή της ΑΣΟΕΕ,
Αριστοκλή Καρσούρη,
κάτω από το βάρος των γεγονότων,
στα οποία συμμετείχε και υπό τους ήχους
πλέον των ερπυστριών των τανκς
και των κροταλισμών
των πολυβόλων βεβαίως.)

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

ΡΙΤΣΟΣ-ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ-ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ 36 ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

Ο χώρος μου είναι παράγωγο

Το μήκος μου, το πλάτος μου,
η φάτσα μου, ο όγκος μου,
το χόντρος μου , η ύλη μου,
όλα μικροπαράγωγα
του μεγαχρόνου είναι.
Τ’ αδίσταχτου παιδοφονιά,
π’ όσους γεννά,
τόσους σκοτώνει.

Το μήκος μου, το πλάτος μου,
τη φάτσα μου, τον όγκο μου,
το χόντρος μου , την ύλη μου,
απ’ όταν εγεννήθηκα,
σ’ αυτόν τον σκατοέργατο
τάχω παραδομένα!
Ο μικροχώρος , που κρατώ
στο μεγαχρόνο ανήκει.
Τσάμπα σκοτώνομ’ ο χαζός,
να φάω τον αδερφό μου.

ΑΡΙΣΤΟΚΛΗΣ ΚΑΡΣΟΥΡΗΣ
Από τη συλλογή "ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ"

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

Λουντμίλα

…κι η Λουντμίλα τα βράδια
δεχόταν πολλούς
στ’ αχούρι της καλής χαράς,
τους περιποιούταν μ’ ευγένεια,
χάδια στα μαλλιά,
γλυκά λόγια,
τους γέλαγε πάντα στα Ελληνικά,
τους έδινε σάρκα απλόχερα
κι όταν σχόλαγε
και της έπαιρνε ο απάνθρωπος
όλες τις εισπράξεις,
ολομόναχη έμενε
στο σκυθρωπό δωμάτιο
του βρώμικου ξενοδοχείου
και τότε,
χωρίς καθόλου να μιλά,
έκλαιγε στα Ρώσικα.
Αλλά η μάνα της
ήταν μακριά, μακριά , μακριά,
στη στέπα και δεν άκουγε,
κανείς άλλος Θεός δεν υπήρχ’ εδώ
ν’ ακούσει το κλάμα της,
πήρ’ ένα μαχαίρι μια μέρα
κι απείλησε το ‘κόνισμα,
-την Παναγιά του Κόνεβιτσ-,
ύστερα το έμπηξε
στην εικοσάχρονη καρδιά της
και δεν ξαναγέλασε Ελληνικά,
ούτε ξανάκλαψε στα Ρώσικα.

ΑΡΙΣΤΟΚΛΗΣ ΚΑΡΣΟΥΡΗΣ
Από τη συλλογή "ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ"

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΡΙΤΣΟ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΝΑΛΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΜΕΡΟΣ 2ο

Το σημάδι στο κεφάλι
του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.


 
Είπαν πως τον ακούμπησε
ο διάβολος εκεί
με την ουρά του.
Άλλοι είδαν αποτυπωμένο ‘κει
το δάχτυλο Θεού.
Κι εγώ , π’ είχα πιστέψει
στην ελευθερία των ανθρώπων,
κάτι σαν τρία γράμματα πικρά
διάβασα εντέλει εκεί,
στο καραφλό κεφάλι του Μιχαήλ,
διάβασα προδοCIA μάλλον.
Έτσι γκρεμίστηκε
το τείχος του αίσχους
και χτίστηκε το αίσχος
του αόρατου τείχους,
της τεράστιας πληγής
μιας παγκοσμιοποιημένης
φαύλης απατεωνίας
κι ανελευθερίας των λαών,
που πάει γοργά τον κόσμο
προς τον άλλο κόσμο.
Ζήτω οι καμόρες
της δημοκρατίας,
φωνάζουν σήμερα οι πρώην
μπολσεβίκοι,
αγκαλιασμέν’ αδελφικά
μετά "κακούργων" καπιταλιστών,
πλέοντας σε πελάγη
πετρελαίων.
Κι εγώ , που πάντα λίγος μένω,
σταθερός υποταχτικός,
αχ ρε Μιχάλη, λέω,
εγώ το πέρασα
εκείνο το σημάδι
στο κεφάλι σου,
τότε το πέρασα
για μήνυμα καλό!
Μα ήταν κι αυτό απατηλό,
σαν κάθε τι
που αφορά κάθε λαό!!!
Είναι χωρίς αντίκρισμα,
συνήθως,
οι ελπίδες ανθρωπάκων.

ΑΡΙΣΤΟΚΛΗΣ ΚΑΡΣΟΥΡΗΣ
Από τη συλλογή "ΖΩΜΟΣ ΦΩΤΟΣ"



Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009


Δρόμοι

Στα μέρη που ο Αύγουστος είναι μεγάλος ταξίδεψα
κι είδα το φημισμένο φεγγάρι να βγαίνει
σαν το νεκρό κεφάλι ενός Καίσαρα,
μέσ’ απ’ το αίμα. Κόκκινο!
Κι ενώ όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη,
εγώ πισωγύρισα, την απαρνήθηκα,
εγώ μόνος μου πήρα τον κακό καγαθό παράδρομο
π’ οδηγεί στη μοναξιά των ονείρων αστέρων.

Καλώς ήρθες Άνοιξη τώρα να μου κάνεις ωραία παρέα.
Καλώς ήρθες Άνοιξη της ολιγοημέρου ανάστασης.
Με τη φωνή του Γκιώνη δεν θα τρομάξει τ’ Αηδόνι.
Ας μείνουμε λοιπόν του λοιπού εδώ, να χορέψουμε
-κι εγώ μαζί σας-
σαν μέλισσες πάνω σε στήμονες,
σαν πολύχρωμες ψυχές πάνω στον ύπερο,
μικροί δρόμοι εδώ, κυκλωτικά στης ζωής τ’ αμπέλια

και ποτέ ας μη φτάσουμε στη Ρώμη
των πολλών μωρών,
ποτέ ας μη μας βγάλουν οι δρόμοι
στα μέρη που το φεγγάρι ανατέλλει νεκρό.

ΑΡΙΣΤΟΚΛΗΣ ΚΑΡΣΟΥΡΗΣ
Από τη συλλογή "ΖΩΜΟΣ ΦΩΤΟΣ"

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΡΙΤΣΟ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΝΑΛΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΜΕΡΟΣ 1ο

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

Εντέλει
Μα τι λοιπόν;
Πρέπει να ρίξω μια στον κρόταφό μου;
Ώι καημένε Κώστα Καρυωτάκη,
σε σκέφτομαι κάθε φορά που Ιθάκη
δεν βρίσκω για προορισμό μου.

Αλλά λοιπόν;
Να στείλω πρέπει τη ζωή στον Άδη
΄πειδή δεν βρίσκω πόντους για ταξίδι;
Κι αν μείνω στάσιμος σ’ ένα στασίδι;
Κάλιο απ’ του τάφου το σκοτάδι.

Λέω λοιπόν:
εγώ ποτέ δεν θα πυροβολήσω
το ύψιστο που μέσα μου κουρνιάζει.
Καθόλου δεν θα το ’χω για μαράζι
το ότι γέρος θέλει σβήσω.

Άκου λοιπόν:
Το λάθος ήταν άπειρα μεγάλο.
Μπορεί να σ’ έκαμε ευρύ ο πόνος,
μα ο αυτόχειρας άθλιος φόνος
είναι του δαίμονα ρεγάλο.

Αυτά λοιπόν.
Ποτέ δεν θα φιλέψω το κεφάλι,
τον κρόταφο με σφαίρα, μα θ΄ αντέξω
κι άσημος ας χαθώ, ας μη διατρέξω
στης διασημότητας τα κάλλη.

Αμ,....εντέλει
κανείς ποτέ ας μη διαβάσει ένα
απ’ τα θολά μου ασήμαντα τετράδια.
Ας φύγω ως ποιητής με χέρια άδεια.
Να ζω μ’ αρέσει προπαντός εμένα!
ΑΡΙΣΤΟΚΛΗΣ ΚΑΡΣΟΥΡΗΣ
Από τη συλλογή " ΩΡΙΜΗΣ ΝΥΚΤΟΣ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΙ".