Στη μνήμη του Μεγάλου Στίβεν Χόκινγκ
που ήξερε καλά πόσο εύκολα μπορεί
η Φύση μας να εκδικηθεί τον ασεβή πολιτισμό μας.
που ήξερε καλά πόσο εύκολα μπορεί
η Φύση μας να εκδικηθεί τον ασεβή πολιτισμό μας.
Χάκερ
Και ξαφνικά ένα παράδοξο συνέβη.
Αυτό που λέγαμε μαγνητικό πεδίο
κι είχε δυο πόλους κι ήταν όλ’ η Γη
ένας μεγάλος κι ικανός μαγνήτης,
για λόγους που δεν τους χωράει ο νους
εχάθηκε εξαίφνης σε μια νύχτα.
Και τότε γκρεμιστήκαν διαμιάς
οι πιο σπουδαίες μηχανές
που είχαμ’ εφεύρει.
Καμιά δεν ημπορούσε πια
ηλεκτρισμό να παραγάγει
και σκοτεινιάσαν μονομιάς
απ’ άκρου εις άκρον όλες
οι μεγάλες πολιτείες του ντουνιά.
Χωρίς μαγνήτη και ηλεκτρισμό
τ’ αεροπλάνα δεν πετούσαν πια,
τα πλοία ακυβέρνητα κουφάρια
στων ωκεανών τη μέση,
τα αυτοκίνητα σταμάτησαν
να τρέχουν σαν τρελά
κι όλου του κόσμου τα κομπιούτερ
νεκρωθήκαν.
Το δίχτυ που είχε τυλίξει όλη τη Γη
και που τα πανθ’ ορούσε,
κουρέλι εγίνει εν μιά στιγμή.
Οι μηχανές των Τραπεζών δεν ήσαν ικανές
να εισπράξουν, να πληρώσουν
κι όλο το χρήμα το ηλεκτρονικό
-ήταν που ήταν ψεύτικο-
με μιας ανύπαρκτο εγίνει.
Σταμάτησαν οι πλειστηριασμοί,
οι εφορίες καταρρεύσαν,
τα όπλα του στρατού σχεδόν μηδενιστήκαν,
σταθερά και κινητά
δεν ομιλούσαν πια
κι η τηλεόραση, ω Χριστέ
και Βούδα μου κι Αλλάχ μου,
μια μαύρη σιχαμένη οθόνη
στα μάτια μας μπροστά.
Οι νόμοι όλοι των κλεφτών
χάσανε όλη την ισχύ τους.
Στα πρόβατα μείναν οι κάρτες αμανάτι.
Μα βοσκή δεν είχε πια.
Τ’ ΑΤΜ στέρφα μαντέμια στη γωνιά.
Σε μια τρομακτική νυχτιά
κατέρρευσε όλος ο τρανός πολιτισμός
των τάχαμου ισχυρών Βαβυλωνίων.
Βαβέλ, ωιμέ!.
Ω, Θε μου!
πόσο χάκερ είναι ο Θεός
κανείς απ’ τους σοφούς
δεν το είχε καταλάβει!
Αυτό που λέγαμε μαγνητικό πεδίο
κι είχε δυο πόλους κι ήταν όλ’ η Γη
ένας μεγάλος κι ικανός μαγνήτης,
για λόγους που δεν τους χωράει ο νους
εχάθηκε εξαίφνης σε μια νύχτα.
Και τότε γκρεμιστήκαν διαμιάς
οι πιο σπουδαίες μηχανές
που είχαμ’ εφεύρει.
Καμιά δεν ημπορούσε πια
ηλεκτρισμό να παραγάγει
και σκοτεινιάσαν μονομιάς
απ’ άκρου εις άκρον όλες
οι μεγάλες πολιτείες του ντουνιά.
Χωρίς μαγνήτη και ηλεκτρισμό
τ’ αεροπλάνα δεν πετούσαν πια,
τα πλοία ακυβέρνητα κουφάρια
στων ωκεανών τη μέση,
τα αυτοκίνητα σταμάτησαν
να τρέχουν σαν τρελά
κι όλου του κόσμου τα κομπιούτερ
νεκρωθήκαν.
Το δίχτυ που είχε τυλίξει όλη τη Γη
και που τα πανθ’ ορούσε,
κουρέλι εγίνει εν μιά στιγμή.
Οι μηχανές των Τραπεζών δεν ήσαν ικανές
να εισπράξουν, να πληρώσουν
κι όλο το χρήμα το ηλεκτρονικό
-ήταν που ήταν ψεύτικο-
με μιας ανύπαρκτο εγίνει.
Σταμάτησαν οι πλειστηριασμοί,
οι εφορίες καταρρεύσαν,
τα όπλα του στρατού σχεδόν μηδενιστήκαν,
σταθερά και κινητά
δεν ομιλούσαν πια
κι η τηλεόραση, ω Χριστέ
και Βούδα μου κι Αλλάχ μου,
μια μαύρη σιχαμένη οθόνη
στα μάτια μας μπροστά.
Οι νόμοι όλοι των κλεφτών
χάσανε όλη την ισχύ τους.
Στα πρόβατα μείναν οι κάρτες αμανάτι.
Μα βοσκή δεν είχε πια.
Τ’ ΑΤΜ στέρφα μαντέμια στη γωνιά.
Σε μια τρομακτική νυχτιά
κατέρρευσε όλος ο τρανός πολιτισμός
των τάχαμου ισχυρών Βαβυλωνίων.
Βαβέλ, ωιμέ!.
Ω, Θε μου!
πόσο χάκερ είναι ο Θεός
κανείς απ’ τους σοφούς
δεν το είχε καταλάβει!
Γιώργης Δρυμωνιάτης