ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΚΗΠΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
O χρόνος, ο χαζορολογάς, τα ρολόγια μ' όλα έχει χαλάσει. Ένα μόνο ρολόι που χτυπάει τικ-τάκ

είν' η καρδιά μου, που μετράει την αγάπη που πετάει στα όνειρά μου.

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣE ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΕΝΤΩΣΟΥ, Ω ΨΥΧΗ ΜΟΥ, Ν' ΑΨΗΛΩΣΕΙΣ ΤΡΕΙΣ ΠΟΝΤΟΥΣ,ΚΑΛΟΤΥΧΗ!







Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

ΛΥΧΝΑΡΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ


Να γίνω αστέρι μικρό, στων ονείρων το χώρο,

να φέγγω ελαφρά στις ψυχές των αγνών.

Ποτέ ας μη γίνω αστέρας των Μάγων λαμπρός.

...Μου φτάνει να φέγγω στα μάτια αγγέλων λιγνών,

στα σπλάχνα ανθρώπων που ψάχνουν φως δώρο,

....μου φτάνει να φέγγω ....κι ας φέγγω αμυδρώς....

Γιώργης Π. Κασιμάτης-Δρυμωνιάτης
Από τη συλλογή του
ΖΩΜΟΣ ΦΩΤΟΣ
Σαν Πεθάνω


Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική τ' Απρίλη
όταν αντικρύ θ' ανοίγει μες στη γλάστρα μου δειλά
ένα ρόδο -μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σα τη ζωή μου,
που η δροσιά της, κόμποι δάκρι θα κυλά πονετικό
στ' άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζει τη γιορτή μου,
στ' άγιο χώμα που θα μου 'ναι κρεβατάκι νεκρικό.

Όσ' αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν
και θ' αφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.
Όσα μ' αγαπήσαν μόνο θα 'ρθουν να με χαιρετίσουν
και χλωμά θα με φιλούνε σαν αχτίδες φεγγαριού.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική τ' Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θα 'ρθει να στο πει και τότε πια,
όση σ' απομέν' αγάπη, θα 'ναι σα θαμπό καντήλι
-φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
 
Κρυφός λυγμός

Όλα μου τα φιλάκια μου, πουλάκι μου, για σένα,
που η μοίρα μου σε άρπαξε και σ’ έριξε στα ξένα,
σου τα ποστάρ΄η σκέψη μου κι απόψε, που ολομόνη
με βρίσκει η Πανσέληνος να κλαίω στο μπαλκόνι.
Καθημερνά στη χόβολη τη φάβα σού ζεσταίνω,
λες και δεν έφυγες ποτέ, τραπέζι έχω στρωμένο.
Κι εκειά, το κρεβατάκι σου, στην πέρα τη γωνία
σου το ζεσταίνει απαλή, πουλάτη πατανία.

Να με θυμάσαι όσο μπορείς. ‘Δωδά θα περιμένω,
μες στην αυλή να ξαναρθείς, πουλάκι αγαπημένο.

Πότε θα ρθεις, πουλάκι μου, γλυκά να σε κοιμίσω
σ’ αυτό το κρεβατάκι σου; Να σε χαϊδολογήσω
σαν τότε που ήσουνα μικρό, δεν είχες βγει στι ρούγες
κι ερχόμουν και σου ‘βλόγαγα τα’ αδύναμες φτερούγες,
σαν τότε που σε ζέσταιναν το χνώτο κι η ματιά μου
κι ο κόσμος σου ολόκληρος , ήταν η αγκαλιά μου.
Μ’ ύστερα ορφοφτέρουγα τ’ άνοιξες τα φτερά σου,
σε μάγεψαν τ’ οράματα, πέταξες στη χαρά σου,

Να με θυμάσαι όσο μπορείς. ‘Δωδά θα περιμένω,
μες στην αυλή να ξαναρθείς, πουλάκι αγαπημένο.

μου ‘φυγες κι όλο πνίγονται στον πόνο τ’ όνειρά μου,
σε λαχταρώ και κολυμπώ μέσα στα δάκρυά μου,
μπροστά σ’ ένα εικόνισμα τάματα όλο κάνω:
«Αχ, φέρτο , Παναγία μου, φέρτο μου πριν πεθάνω.
Φέρτο μου το πουλάκι μου, ν’ ακούσω τη φωνή του,
να του χαϊδέψω τα μαλλιά, ν’ αγγίξω την ψυχή του,
να μου ποτίσει την ψυχή με της χαράς το δάκρυ,
να μ’ ανεβάσει μια στιγμή ως τ’ ουρανού την άκρη!»

Να με θυμάσαι όσο μπορείς. ‘Δωδά θα περιμένω,
μες στην αυλή να ξαναρθείς, πουλάκι αγαπημένο.

Α…και να ‘ρχόσουν μια στιγμή! Για μια μόνη στιγμούλα!
Να ξαναγίνω η αγαθή, η πιο ζεστή μανούλα!
Να σ’ αγκαλιάσω μια σταλιά, - πάρε όλην την ψυχή μου-
κι ύστερ’ ας έφευγα ευτυχής, μακριά κι εγώ παιδί μου…..

Να με θυμάσαι όσο μπορείς. ‘Δωδά θα περιμένω,

μες στην αυλή να ξαναρθείς, παιδί μου λατρεμένο.....

Γιώργη Π.Κασιμάτη-Δρυμωνιάτη
Από τη συλλογή του
ΕΦΤΑΖΥΜΟΣ ΨΥΧΗ ΔΙΠΥΡΩΜΕΝΗ

Κοντά σου

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είνε η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
Ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ’ αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι’ ανύποπτα περνά μέσ’ στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι’ όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010




ΙΔΙΑ ΚΙ ΟΙ ΔΥΟ

Άκου! Ακούς τα βογκητά που έρχοντ’ από πέρα;
Να είναι αναστεναγμοί ή ρόγχοι να ‘ναι ίσως;
Ένας βογκάει μόνος του ή δυο μαζί παρέα;
Κι είν’ από πόνο ή χαρά; Απ’ ηδονή ή πίκρα;

Άκου! Ακούς π’ ησύχασε η Φύση όλη γύρω
μετά το τόσο βογκητό; Που χάθηκαν οι ήχοι;
Πως ηρεμήσαν ξαφνικά τα βάσανα κι οι πόνοι
κι οι ηδονές γαλήνεψαν και οι χαρές; Τι ύπνος;

Δεν ξέρω αν ήταν θάνατος ή έρωτας αν ήταν.
Δεν ξέρω αν ήτανε χαρά ή βάσανο αν ήταν.
Δεν ξέρω αν γεννούσανε ή αν ίσως ξεψυχούσαν.
Κι ο έρωτας κι ο θάνατος, ίδια κι οι δυο βογκάνε!

ΓΙΩΡΓΗ Π.ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
Από τη συλλογή
ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ



Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ


Μ᾿ ἀπάντησες στὸ δρόμο σου, Ποιητή.
Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ δίψα τῆς ἀγάπης ποὺ ζητεῖ
σοῦ φλόγιζε τὴ σκέψη καὶ τὰ χείλη.

Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο. Κλειστὴ
τότε ἡ πηγὴ τῶν στοχασμῶν μου, ἐμίλει
μόνο ἡ καρδιά μου ἀθώα καὶ λατρευτή,
ὅταν τὸ πρῶτο βλέμμα μου εἶχες στείλει.

Μὲ τὸν καιρό, τὸν πόθο σου σ᾿ ἐμὲ
νὰ φανερώσης σίμωσες. Ὠιμέ,
εἴμασταν μιᾶς γενιᾶς παιδιά. Ἡ καρδιά μας

Ἀγάπαε μὲ τὸ πάθος ποὺ ζητᾶ
νὰ πάρη, τὸ αἰσθανθήκαμε φρικτὰ
καὶ πήραμεν ἀλλοῦθε τὴ ματιά μας.

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

στο βυθό


....κι έτσι παρέμεινε ένας μύθος στην φαντασία του
η όμορφη εκείνη με τα σαρκώδη χείλη και τη φλογώδη ψυχή
και του 'ρχόταν τα βράδυα, γεμάτη χυμούς,
στης φαντασίας του το κρεβάτι, εκεί, πηγή ζωής,
χωρίς ύλη να φέρνει, παρά μόνο Ήλιο μέσα στη νύχτα
κι έλαμπε τότε στα χέρια του μέσα κάτι σαν κορμί
που δεν ήταν, ηταν αέρας,
στ' αυτιά του εγκαταστάθηκε αρμονία, κάτι σαν φωνή,
που δεν ήταν, ήταν στεναγμός,
στα μάτια του άστραφταν κάτι σαν αστραπές πολύχρωμες
που δεν ήταν φως, ήταν αστράφτον δάκρυ,
όλα σαν κάτι ήταν,
αλλά τι ήταν ο έρωτας τούτος; ποιος μπορεί να πει;
Σίγουρα δεν απαιτούσε τη μοναδικότητα,
αλλά όμως γιατί όχι μια στιγμή αφής....
Έλειπε, έλειπε...έλειπε πολύ η αλήθεια
από τον μύθο του....
Μακάρι, σκεπτόταν, να παραμεριζόταν ο μύθος
και να ' ρχόταν , καράβι τρικάταρτο, πανιά ανοιχτά,
στο λιμανάκι των ευχών του ,
στη δέστρα των ονείρων του
εδώ, στο ουσιώδες σημείο του επάνω να καθίσει
ο μύθος του ένσαρκος, φλογερός,
μακάρι.......λέει ψιθυριστά,
ψαρεύοντας πάθος μοναχός,
στο υπόγειό του που μοιάζει με βυθός.........

ΓΙΩΡΓΗΣ Π.ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
Από τη συλλογή
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ


Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ


Μ᾿ ἀπάντησες στὸ δρόμο σου, Ποιητή.
Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ δίψα τῆς ἀγάπης ποὺ ζητεῖ
σοῦ φλόγιζε τὴ σκέψη καὶ τὰ χείλη.

Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο. Κλειστὴ
τότε ἡ πηγὴ τῶν στοχασμῶν μου, ἐμίλει
μόνο ἡ καρδιά μου ἀθώα καὶ λατρευτή,
ὅταν τὸ πρῶτο βλέμμα μου εἶχες στείλει.

Μὲ τὸν καιρό, τὸν πόθο σου σ᾿ ἐμὲ
νὰ φανερώσης σίμωσες. Ὠιμέ,
εἴμασταν μιᾶς γενιᾶς παιδιά. Ἡ καρδιά μας

Ἀγάπαε μὲ τὸ πάθος ποὺ ζητᾶ
νὰ πάρη, τὸ αἰσθανθήκαμε φρικτὰ
καὶ πήραμεν ἀλλοῦθε τὴ ματιά μας.


ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Για τ' άγνωστα μάτια της

Ήταν εκείνες οι στιγμές του χαλασμένου χρόνου
π' ήρθ' η φωνή της, σαν ηχώ του πόνου τ' ηχηρού,
να μ' ακουμπήσει στα φτερά της παραπέουσας ψυχής,
δαμάστρα του κακού, του αγαθού εφαλτήρας.
Όμορφα λόγια είχε να μου πει κι εγώ λειψός
από αγάπη κι από δάκρυ, άκουσα και δάκρυσα.....
Τι θαλπωρή που δίνει μια ανάσα καυτερής ψυχής!!!!

Μα δεν την είδα....Ήταν κάτι σαν στεγνή βροχή,
σαν ουρανός της νύχτας από σύγνεφα γεμάτος,
αόρατη γλυκιά μορφή ονείρου και αγάπης απαλής.
Που γέμισε ανέγγιχτα τον κόσμο των κρυφών ματιών μου.

Τώρα εγώ εδώ για τα δυο μάτια τ' άγνωστά μου τραγουδώ,
θερμός από φωτιά ψυχής, υγρός από νοτιά χαράς, με σώμα,
καθρέφτες τα δυο μάτια μου,
ποθούν να καθρεφτίσουν τα δικά της,
λίγο πριν σβηστεί το φως , μάτια κλειστά, αφή ψυχής,
λίγο, ναι λίγο πριν ο ύπερος του στόματός της με φιλήσει.
Ναι, να καθρεφτιστούν τα μάτια της στα μάτια μου ποθώ,
τ' άγνωστα μάτια της φως μου να γεννούν
......γνωστό , ζεστό, σαν έρως , φως μου.....

ΓΙΩΡΓΗΣ Π. ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ
από τη συλλογή
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010


ΠΑΡΕ ΜΕ ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΚΑΝΕ ΜΕ ΑΣΤΡΟ

Τούτο το ρίγος δεν μου 'ναι ουδόλως συγγνωστό.
Ποιος Ουρανός να το στέλνει στο χτένι μ' απόψε;
Ποιος ποταμός θεϊκών σφριγηλών στεναγμών
φέρνει στη στήλη μου ρεύμα και πνεύμα δαιμόνων;

Έρωτα θείε, Συ Δαίμονα, αναρχικέ,
του αναπήρου απείρου πατέρα,
φέρε και δος μου ακτίνες βαρειές , κοσμικές,
μες στης ψυχής μου το αίμα καρφώσου.

Να μεγαλώσεις το είναι μου ως το εκτός
και το εγώ μου να γίνει φωτιά των αιώνων,
να λυτρωθώ, να χαραχθώ, να υψωθώ
ως τ' άκρα τόξα του σύμπαντος κόσμου.

Κι όταν θα 'ρθεί της ψυχής μου η ψυχή
κι από τα σπήλαια βγει η αυγή του νοός μου,
πάρε μ' αιθέρα, πουλί να γεννώ στο Βουνό
ή στην κοιλάδα εκεί να χαθώ, να ταφώ , των μαστών της.

Πάρε με νύχτα και κάνε με άστρο, να λάμψω,
στων ουρανίων ματιών της να μπω τον βυθό.
Χώρε και χρόνε κι ελπίδα των πάντων, Απάντων!!
Μη μ' αρνηθείτε μαζί της να γίνω Θεός!!!

Γιώργης Κασιμάτης -Δρυμωνιάτης
Από τη συλλογή
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
Εκδόσεις ΖΑΘΕΟΝ ΠΥΡ
Κύθηρα , 2010.

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Όταν άνθη εδένατε...
Όταν άνθη εδένατε στα τεφρά μαλλιά σας,
και μες στην καρδιά σας
αντηχούσαν σάλπιγγες, κι ήρθατε σε χώρα
πιο μεγάλη τώρα ―
οι άνθρωποι με τα έξαλλα πρόσωπα, τα ρίγη,
είχαν όλοι φύγει.

Όταν άλλο επήρατε πρόσταγμα, άλλο δρόμο,
σκύβοντας τον ώμο,
τη βαθιάν ακούγοντας σιωπή, τους γρύλους,
στην άκρη του χείλους
ένα στάχυ βάζοντας με πικρία τόση ―
είχε πια νυχτώσει.

Kι όταν εκινήσατε λυτρωμένα χέρια
πάνω από τ' αστέρια,
κι όταν στο κρυστάλλινο βλέμμα, που ανεστράφη,
ο ουρανός εγράφη,
κι όταν εφορέσατε το λαμπρό στεφάνι ―
είχατε πεθάνει.

Καρυωτάκης Kώστας


ΥΜΝΟΣ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Ω εσύ που έχεις γίνει
πικρή, κρυφή, αλόγιστη,
υποχρεωτική συνήθεια ανθρώπων,
και πουλιών κι εντόμων και ψαριών,
εσύ , ο ίδιος,
που βασιλεύεις στο απέραντα μεγάλο,
στο απίστευτα μικρό
και στο παντού,
εσύ που καταλύεις ό,τι δημιουργεί ο Μέγας
και φτιάχνεις απ' αρχής
όσα εκείνος μοναχός δεν καταφέρνει,
φοβερέ στα όρια της φαντασίας μου,
γλυκύτατε στα περιθώρια των αστέρων,
ω, μην αργήσεις να μου ρθεις κι εμένα
στο κελάρι εδώ,
στο υπόγειο των προσωρινών αναμνήσεων,
εδώ, που πίνω νέκταρ οράματος
και φιλώ τη χούμελη των ονείρων,
μην αργήσεις.
Ένα μονάχα , ετσι κρυφά και με πολλήν
εμπιστοσύνη σου ζητώ.
Ω θείε θάνατε!
βέβαιε κι ακριβέ
και λατρεμένε μου Θεέ,
έντιμε Θεέ, που μου δείχνεις πάντα
το άγιο πρόσωπό σου,
παρακαλώ, σαν έρθεις,
ναι,  να έρθεις να με βρεις,
ναι, έλα να με βρεις,
μα όχι απάνω εκεί που λιώνω και πονώ,
όχι την ώρα της μεγάλης σκοτοδίνης,
όπου, χωρίς κανένα βέβαιο Θεό,
ολοθλίβομαι και πάσχω.
Έλα την ώρα που είμαι ευτυχής.
το κορμί πούχει ορμή
και έπαρση ο νους μου.
Τη ώρα που, απ' την πολλ' ηδονή,
με γέλιο στεφανώνω
το απόγειο της δόξας.
Εγώ για σένα τότε , με χαρά,
τα όνειρα και τη ζωή
θα σβήσω εν ευλογία.
Θα σου οριζοντιωθώ λευκός.
Δικό σου το εγώ μου!
Και θα σ' αφήσω πίσω μου
τον λόγο τον καλό
να σε υπηρετεί, ως σου οφείλει.

ΓΙΩΡΓΗ Π. ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
Από την ομώνυμη ποιητική του συλλογή

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010


Δον Κιχώτες


Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε σ' το 'λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων, αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ' άλογό μου!»

Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες.

Τους είδα πίσω να 'ρθουνε -- παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι' ανύπαρχτο βασίλειο --
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά, πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

η μελωδία της θλίψης


Νόμιζα πως θα ήσουν πάντα….
…αλλά συ έφυγες νωρίς…
έσπασες το μικρό ιμάντα
και για αλλού αναχωρείς.

Δεν κοίταξες καθόλου πίσω
να δεις που βρέχει ολημερίς.
Το σπίτι μας το πελαγίσο
μοιάζει με δάκρυ της βροχής.

Μοιάζει με κάστρο εμπολέμων
που θλίψη πια το κατοικεί,
π’ έγινε σπίτι των ανέμων.
Εσύ δεν είσαι πια εκεί.

Δεν είσ’ εσύ που ισορροπούσες
το λόγο μέσα στη σιωπή
και μες τα μάτια ζωγραφούσες
φως απ’ των άστρων την κλοπή.

Ναι, σε ζηλέψανε τα άστρα
και βρήκαν την κλοπή αφορμή,
μια νύχτα, μια Θεοδαμάστρα,
ψυχή σού πήραν και κορμί.

Νόμιζα πως θα ήσουν πάντα…..
αλλά συ μίσεψες γοργά
και στην ψυχή μου πια, γιρλάντα
η θλίψη, δρα ραδιενεργά.


ΓΙΩΡΓΗ Π. ΚΑΣΙΜΑΤΗ ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
Από τη συλλογή
"ΠΗΛΙΚΟΝ ΣΤΟ ΜΗΔΕΝ"
υπό έκδοση

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

επιτάφιο πάρτι

….λοιπόν, χθες νοίκιασα ένα μνήμα
στο ρετιρέ του τρίτου άσπρου τάφου,
τρίτο νεκροταφείο δεξιά μεριά, με άγαλμα,
απέναντι απ’ το βράχο ακριβώς των κορακιών,
δίπλα στο αποξηραμένο κυπαρίσσι,
με τριπλά καντήλια πάνω του, χρωματιστά,
ευρύχωρο σαλόνι, αξίζει , είπαν , τα λεφτά του,
όσοι το είδαν και το θαύμασαν και λέω
το ψυχοσάββατο να οργανώσω πάρτι,
ω, καλοί νεκροί του πάνω κόσμου,
είστε όλοι καλεσμένοι μου εκεί,
θα φάμε κόλλυβα, θα πιούμε κονιακάκι,
θα τραγουδήσομε το «αιωνία ημών η μνήμη»
και χορό θα ρίξουμε, χορό,
και φοξ και μπλουζ, τανκό και βαλς,
σαν σκελετός με σκελετό, … αγκαλιασμένοι,
έγερση προς ανάσταση, διέγερση, πάθος πολύ,
λίμπιντο, καύλα πεθαμένων,
αλλά ξέγνοιαστοι ενταυτώ , ανέμελοι ,
αταρακτότατοι θα είμαστε όλοι,
χωρίς καθόλου εξουσιαστές ή άλλους επιβλέποντες,
δίχως νόμους επιτρέποντες ή νόμους τρισαπαγορευτικούς,
θα χάσετε αν δεν ρθείτε,
ελευθερία θα έχουμε πολλήν, οι δίπλα
και οι πάνω και οι κάτω μας δεν θα ενοχληθούν,
ούτ’ ο Θεός, όλοι τους πεθαμένοι,
και πεθαμένοι όλοι θα μείνουν όσην κι αν κάνουμε οχλοβοή,
ελπίζω νάρθετε και να είστε όλοι καλόβολοι εκεί
σαν θα μου ρθείτε να είστε όλοι σας κεφάτοι, όχι γκρίνιες,
στο ρετιρέ λοιπόν σάς περιμένω, σας καλώ,
στον χωρίς έπιπλα, οπού τον νοίκιασα εχθές για ώρα ανάγκης,
της αμαρτίας της θερμής κατάλοιπο είναι το άσπρο μνήμα!
σας περιμένω όλους σας εκεί
και δώρα άλλα μη μου φέρετε,
(ειπείν όνειρα νεκρά με κορδελίτσα κόκκινη,
ή σπερνά με ασημένια κουφετάκια πλουμισμένα
ή άλλα τέτοια δώρα πεθαμού),
τίποτα, …όχι τίποτ’ άλλο μη μου φέρετε,
παρακαλώ, πλην από τις νεκρές ψυχές σας.

ΓΙΩΡΓΗ Π. ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
Από τη συλλογή
"ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΜΑΡΤΑΣ"
Εκδόσεις ΖΑΘΕΟΝ ΠΥΡ
Κύθηρα, 2010

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010



ΠΟΙΗΤΕΣ


Πώς σβήνετε,πικροί ξενιτεμένοι!
Ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν...
Βιολέτες κι ανεμώνες, ξεχασμένες
στα ξένα που πεθαίνετε παρτέρια,
κρατώντας, αργυρή δροσοσταλίδα,
βαθιά σας την ελπίδα της πατρίδας...
Χτυπιούνται, πληγωμένες πεταλούδες,
στο χώμα σας οι θύμησες κι οι πόθοι.
Το φώς, που κατεβαίνει, της ημέρας,
κι απλώνεται γλυκύτατο και παίζει
μ' όλα τριγύρω τ' άλλα λουλουδάκια,
περνάει από κοντά σας και δε βλέπει
τον πόνο σας ωραίο, για να χαϊδέψει
τα πορφυρά θρηνητικά μαλλιά σας.
Ειδυλλιακές οι νύχτες σας σκεπάζουν,
κι η καλωσύνη αν χύνεται των άστρων,
ταπεινοί καθώς είστε, δε σας φτάνει.
Ολούθε πνέει, σα λίβας, των ανθρώπων
η τόση μοχθηρία και σας μαραίνει,
ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν

K.Καρυωτάκης

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Το πρωί των μελτεμιών

Βρέθηκα τούτο το πρωί των μελτεμιών
νεκρός πάνω στο στρώμα του κορμιού μου.
Τριγύρω μου πεσμένα και πικρά νεκρά
κι όλα τα όνειρα του γκρίζου Ουρανού μου.

Αστέρια σεις, λιγόχρονα,
λιγόψυχο κορμί μου,
φάροι σβηστοί, ω μάτια μου!,
αδράνεια ορμή μου,
μηδενικό ψυχή μου!!!

Θρηνώ ετούτο το πρωί των μελτεμιών
το θάνατο του πρόσκαιρου ανθού μου.
Τα πέταλά του κείτονται ωχρά νεκρά
στ' άβουλα χέρια του αδίστακτου Θεού μου.

Αδέρφια σεις, αφόρητα,
φονιάδες μου, εχθροί μου,
μοιράστε τα κομμάτια μου,
αδράνεια η ορμή μου,
μηδενικό η ψυχή μου!!

Γιώργη Π.Κασιμάτη- Δρυμωνιάτη
Από την συλλογή του
"ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ"
Εκδόσεις ΖΑΘΕΟΝ ΠΥΡ
Κύθηρα, 2010.

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο




Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Mαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
H ευτυχία μου, σκέπτομαι, θά 'ναι
ζήτημα ύψους.

Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Aμάλθειο κέρας.

(Tαπεινή τέχνη δίχως ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θα 'ρθώ κοντά σου
κατακορύφως.

Oι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.

Ά! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.

Καρυωτάκης Kώστας

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

ΦΥΓΕ, Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΝΟΣΤΑΛΓΕΙ...





Φύγε κι άσε με μοναχό, που βλέπω να πληθαίνει
απάνω η νύχτα, και βαθιά να γίνονται τα χάη.
Ούτε του πόνου η θύμηση σε λίγο πια δε μένει,
κι είμαι άνθος που φυλλοροεί στο χέρι σου και πάει

Φύγε καθώς τα χρόνια κείνα εφύγανε, που μόνον
μια λέξη σου ήταν, στη ζωή, για μένα σαν παιάνας.
Τώρα τα χείλη μου διψούν το φίλημα της μάνας,
της μάνας γης, και ανοίγοντας στο γέλιο των αιώνων

Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί την άπειρη γαλήνη!
Ταράζει και η ανάσα σου τα μαύρα της Στυγός
νερά, που με πηγαίνουν, όπως είμαι ναυαγός,
εκεί, στο απόλυο Μηδέν, στην Απεραντοσύνη.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ


ο χρόνος με τρώει


Θέλω να φύγω προς τα μέρη
π’ ο Βοριάς δεν ημερεύει.
Σάμπως ψυχή μου είν’ καλλίτερα εδώ;
Το ξέρεις. Δεν υπάρχω , σαν δεν ζω.

Κι αν απ’ τα σύγνεφα ψηλά πέσει χαλάζι
στ’ άδειο κορμί των στεναγμών,
ας μου σκοτώσει και τ’ ελάχιστο μου φως
που πίσω από τα μάτια βολοδέρνει σκοτεινό.

Δεν είναι που μού έλειψε Εκείνη.
Όχι, δεν είναι που πενθώ για μια φωνή.
Είναι που κόντυνε το μέλλον μου και βλέπω
μονάχη του θανάτου τη μορφή γυμνή.

Δεν το φοβάμαι το σημείο που τέμνει
ο χρόνος τον μη χρόνο και νεκρός
θα επανέλθω στην προτέρα ύπαρξή μου,
σκόνη και στάχτη και ενέργεια ψυχρή,

αλλά λυπάμαι που με γέλασε ο πλούτος
και νόμισα πως πάντα θα ενεργώ..
Τι ψέμα η ζωή!!!! Τι θεϊκή ατιμία!!!
Τέρας κι ο χρόνος.
Τρώει, κατατρώει το ατίθασό μου Εγώ……

ΓΙΩΡΓΗ Π. ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
Από τη συλλογή του
"ΔΕΙΚΤΕΣ ΣΠΑΣΜΕΝΩΝ ΡΟΛΟΓΙΩΝ"

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ



Όποιος δεν έκλαψε, δεν έναι άνθρωπος.....
πλην όμως ο κόσμος βρίθει.......
ΝΥΧΤΑ


Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή.

Στις μεσονύχτιες στράτες περπατάνε
αποσταμένοι οι έρωτες
κι οι γρίλιες των παράθυρων εστάξανε
τον πόνο που κρατάνε

Στις στέγες εκρεμάστη το φεγγάρι
σκυμμένο προς τα δάκρυα του
κι η μυρωμένη λύπη των τριαντάφυλλων
το δρόμο της θα πάρει

Ολόρθο το φανάρι μας σωπαίνει
χλωμό και μυστηριώδικο
κι η πόρτα του σπιτιού μου είναι σα ν' άνοιξε
και λείψανο να βγαίνει.

Σαρκάζει το κρεβάτι τη χαρά τους
κι αυτοί λέν πως έτριξε·
δε λεν πως το κρεβάτι οραματίζεται
μελλοντικούς θανάτους.

Και κλαίνε οι αμανέδες στις ταβέρνες
τη νύχτα την αστρόφεγγη
που θα' πρεπε η αγάπη ναν την έπινε
και παίζουν οι λατέρνες.

Χυμένες στα ποτήρια καρτερούνε
οι λησμονιές γλυκύτατες·
οι χίμαιρες τώρα θα ειπούν το λόγο τους
και οι άνθρωποι θ' ακούνε

Καθημερνών χαμώνε κοιμητήρι
το πάρκον ανατρίχιασε
την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε
να πάει στη χλόη να γείρει.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

η ζωή μου που φεύγει ανεπιστρεπτί
Η ευτυχία μου δεν είναι πια στην επικαιρότητα.
Μαύρος λαγός και δράμιξε κι έφυγε
κι ήρθε ο σκύλος των φτηνών μου κυνηγών
στο δρόμο και τον έπνιξε
το δόλιο μου λαγό
της λίγης ευτυχίας..
...αίμα στο χώμα το στίγμα της.
Αναπολώ τις μέρες και τις νύχτες,
τις λίγες,που μ' αγάπαγες μοναδικά
και σ' αγαπούσα
αποκλειστικά και απεριόριστα
και κανένας δεν είχε στηθεί ανάμεσά μας
-να μας θαυμάζει, να μας ακρωτηριάζει-,
παρά μόνο τα όνειρα για το σπιτάκι εκείνο
στο κοντικό μας 'κρωτήρι,
μόνο εκείνα ήσαν αρκετά
να με ευτυχήσουν.......
αλλά τώρα , στης σιωπής μου τ' αρμάρι,
ακούω σειρήνες να με εξυμνούν,
ακούω ψάρια να σου τραγουδούν,
ακούω δαίμονες να χορεύουν μέσα μου,
ακούω νεκρούς να σε χαϊδεύουν,
ακούω το πόνο της μοναξιάς μου να λιμνάζει,
ακούω τα δάκρυα της πικρίας σου να ποταμιάζουν.....
όλα παράταιρα, παρανοϊκά και δυστυχή
μού τα έπλασε τελικά
η ζωή της ζωής μου..η ίδια μου η ζωή......
....η ζωή μου που φεύγει ανεπιστρεπτί.......


Γιώργη Π. Κασιμάτη-Δρυμωνιάτη

από την ανέκδοτη συλλογή του

"ΕΡΩΤΑΡΩΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΔΑΚΡΥΩΝ"

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010


άκου την ηχώ του τελευταίου λόγου

θάθελα να σου πω κάτι τώρα,
πριν ξεκινήσω να πάω στον άλλο κόσμο
να προλάβω κάτι να σου,
αν και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για σένα,
αλλά εγώ θα ήθελα να στο πω,
ούτε στεντόρια να το φωνάξω,
μα ούτε και σιωπηρά να στο ψιθυρίσω,
άλλωστε αυτό που θέλω τελικά να σου πω
αφορά πιο πολύ εμένα,
αλλά κι εσύ αν το ξέρεις, δεν είναι κακό,
μπορεί αυτός ο λόγος τις νύχτες των ξωτικών
να σε συνεφέρνει ίσως,
αν και να εγώ θα έχω φύγει για τον πέρα κόσμο,
μπα, δεν θα σε βοηθήσει σε τίποτα ο λόγος μου,
παρά μόνο να κλαις θα σου θυμίζει,
ωστόσο επιμένω εγώ να στον πω,
μικρός και φτωχός ο λόγος κι εγώ,
δυο λέξεις, εφτά γράμματα,
όσα τα μάτια μου, όσες οι αισθήσεις μου
πλέον των δυο ονείρων,
σιγά δηλαδή, τίποτα το σπουδαίο,
όλα τα χρόνια όμως, πριν γεννηθείς,
ακόμα τότε εγώ σ' έψαχνα να στα πω,
δύο λέξεις, εφτά γράμματα.
Αλλά να δεις που ο χρόνος κι ο θάνατος
με πάνε πάλι κόντρα κι εγώ, αναβολή στην αναβολή,
αμμοβολή στα όνειρά σου κάνω;
όχι ποτέ δεν σ' ανανέωσα, χέρι δεν έχω,
σφάλω, οκνός στο δράμειν,
τι σημασία έχει εντέλει να στο πω αυτό,
αν με τες πράξεις διόλου δεν το κάνω;
Χθες έκανα μια πρόβα στον καθρέφτη του χαμού.
Καλός δεν ήμουν, αλλά πέτυχαν οι μώλωπες
κι ο πόνος μπαίνει από παντού στο σώμα τώρα.
Είναι που δεν επρόλαβα να σου τον πω το λόγο
τον εφταγράμματο, τον δίλεξο,
απέτυχε η απόπειρα αναχώρησης,
αλλά να ξέρεις, την επόμενη φορά,
δίχως κουβέντα να σου πω,
θα πάρω μοναχός το δρόμο των συγνέφων.
Kαι τότε πάει πια ο λόγος ο προφορικός.
Πλην κι αν σου μείνει η ηχώ τού «σε αγαπώ» στα ώτα σου!!!!
Ξέρεις,
αυτή η ηχώ από την αντανάκλαση του λόγου
στα τοιχώματα του χάους.
Αυτή...........του εγώ η κραυγή…..
που λέει «σε αγαπώ» για να υποφέρει.

Γιώργη Π. Κασιμάτη-Δρυμωνιάτη
από τη συλλογή του
"ΔΕΙΚΤΕΣ ΣΠΑΣΜΕΝΩΝ ΡΟΛΟΓΙΩΝ"
υπό έκδοση

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

ΕΙΣΑΙ ΨΥΧΗ ΜΟΥ - Κ. ΚΑΡΙΩΤΑΚΗΣ -Ν.ΞΥΛΟΥΡΗΣ- Λ.ΘΑΝΟΣ



ΑΓΑΠΗ
Κι ήµουν στο σκοτάδι.
Κι ήµουν το σκοτάδι.
Καιµε είδε µια αχτίδα
∆ροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της

κι εγώ ήµουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώςµ' έσεισε το ξύπνηµαµιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικράµου χείλη!
Σάµπως ταµάτια της ναµου είπαν ότι
δεν είµαι πλέον ο ναυαγός κι οµόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ πουµ' είχε πέτρα κάνει ο πόνος.
Κ.ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

για ένα παιδί που ξέφυγε απ' τους καπνούς

Νίκα το θάνατό σου

Σήμερα γνώρισα ένα κρίνο μαραμένο…
….το λέγανε Νεφέλη κι ήταν μόνο εικοσιδυό,
είχε το πρόσωπο από το φως κρυμμένο
κι η θλίψη κατοικούσε μες στα φώτα του τα δυό.

Κρατούσε τα ποιήματά του μες στα κρύα χέρια,
έντεχνα στο εντός του αναμόχλευε ουρανό
κι αναζητούσε σε θλιμμένα καλοκαίρια
το νόημα του πόνου του να βρει τ’ αληθινό.

Δεν ρώτησα αν κανείς λειψά τον αγαπούσε,
ούτε του είπα πως το κλάμα δίνει οδό προς το Θεό,
απλά τον είδα σαν ψυχή που εκλιπαρούσε
ζωή ν’ αναγεννήσει απ’ της τέφρας τον ορό.

Γλυκέ , του είπα, και αδύνατέ μου κρίνε,
ανθέ που σ’ έδειρε ο μεταξένιος σου εαυτός,
στων ποιημάτων την ανάσα πάνω σβήνε
το θάνατο που ορθώθηκε μπροστά σου, ο αισχρός

κι αυτό το θείο της νεανικής ζωής σου
το δώρο , το θεσπέσιο, το απίθαν’ ακριβό,
παίρνε το λίγο λίγο δόση και μ’ αυτό κοιμήσου.
Να ζήσεις πρέπει, κρίνε, κόντρα στον νεκρό σου εαυτό!!!!

Του πήρα αγκαλιά τ’ ωραία ποιήματά του.
Τον φίλησα την ώρα που χωρίσαμε . Θαρρώ
του είπα, " κρίνε, πάμε πέρ’ απ’ του θανάτου
τις πόρτες,  ακλουθώντας των ποιημάτων τον τορό.

Να ζήσεις πρέπει , κρίνε , κόντρα στων ανθρώπων
την απονιά, την μπαμπεσιά, τον ψυχοβιασμό.
Η δρόσος σου ας πνίξει τη βρωμιά των κακοτρόπων.
Νίκα το θάνατό σου με του πνεύματός σου οργασμό!!!!"

Γιώργης Π. Κασιμάτης-Δρυμωνιάτης.
Από τη συλλογή
"ΔΕΙΚΤΕΣ ΣΠΑΣΜΕΝΩΝ ΡΟΛΟΓΙΩΝ"
Εκδόσεις ΖΑΘΕΟΝ ΠΥΡ
Κύθηρα, 2010.

(υπό τύπωση).

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

ΑΗΡ ΔΩΡΕΑΝ

Σήμερα ξύπνησα κεφάτος
γιατί ανέπνεα.
Ευτυχώς ο αήρ είναι δωρεάν,
...ΦΠΑ μηδέν επ' αυτού,
ούτε φόρος εισοδήματος,
ούτε χαρόσημον τού επιβάλλεται,
ούτε καν Ταμείον Νομικών,
πολλώ δε μάλλον
ούτε Διεθνές Νομισματικόν Ταμείον
υπό όρους
κι είμαι ευτυχής γι' αυτό.

Αλλά η αγωνία μου
στη γωνία μου
είναι άλλη:
Ως πότε ο αήρ θα είναι δωρεάν;
Ως πότε δεν θ' ανήκει στο κράτος;

Ουφ!!! παρότι κεφάτος πάντως,
δύσπνοια έχω τελευταία.
Αγωνιώ δικαίως
και φοβάμαι το δίκαιον!!!

Ως πότε ο αήρ θα του ξεφεύγει;
Ως πότε ελεύθερα θ' αναπνέω;
Ως πότε δεν θα νομοθετήσουν
οι άνθρωποι περί της ανάσας μου;

Αλίμονο!!!! Δεν θ' αργήσουν!!!!
....και τότε πάει, πάει, πάει πια
η ευδαιμονία μου,
δεν θα ξαναξυπνήσω κεφάτος....

ΓΙΩΡΓΗ Π. ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
Από την ποιητική του συλλογή
"ΜΠΑΧΑΛΟ ΔΙΚΑΙΟΥ"

Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

προσευχή στην Αφροδίτη

…σε περιμένω ξανθή, γυμνή, αγαλματένια μου,
αστέρι του θρήνου, φυγή του ανέμου, πνοή,
κόρη του Ήλιου, μεγάλη μητέρα, φωτιά,
ουράνια δόξα, πηγή και πληγή των ονείρων,
ω εσύ παμμέγιστη Θεά Κυθηραία, Ουράνια Ιδέα,
Πάνδημη φλόγα, έλα απόψε να με βρεις στο κρεβάτι μου,
στην κοιτίδα της βαθιάς μοναξιάς μου, ω έλα!
Έλα ελπίδα και φέρε μαζί σου τα δώρα της σάρκας,
ανάσες, αγκάλες, ιδρώτες και στύση
κι απ’ της ψυχής τ’ ανθεστήρια φέρε χρυσάνθεμ’
αγάπης, λαχτάρα και πόθο και πάθος.
Απάνω στον ύπνο καν έλα και ξύπνα
την ύπαρξη όλη του λίγου εγώ μου, εσύ,
ν’ αρθώ, να φιλήσω, να σφίξω, να υμνήσω, βαθιά!
να χάσω το νου, να χαθώ σαν αχός στο σπασμό μου,
κι απάνω εκεί στην οξεία κλαγγή των κορμιών,
στον κορμό των ωρών που εφορμώ, στον αψύ οργασμό μου,
το φως και το σπέρμα να εκπέμψω νεκρός δυνατός
προς το μέλλον του κόσμου.
Ω εσύ, που είσαι τ’ όλον του σύμπαντος, μάνα,
του κόσμου που είσαι χαρά στιγμιαία,
συ , η μόνη του θανάτου εχθρός, ω ολβία οδός,
συ που είσαι της ζωής και του έρωτα λάγνα τροφός,
μην αργήσεις να ρθεις να με βρεις, ναι, εδώ,
φέρε γη, Αφροδίτη καλή φέρε γη, την πηγή
που ποθώ για να πιω και να μπω , να δοθώ,
Συ θεά που δοξάζεις τη ζωή με το κάλλος σου,
αν μου στείλεις απόψε τα μετάξια βοστρύχων,
των ωραίων γλουτών το βελούδο , τους μαστούς
που διψώ αν μου στείλεις, τα χείλη, τα μάτια, στον πόθο
αν μου στείλεις απόψε τους χυμούς απ’ τον κόλπο
που ποθώ ως να μπω , να δοθώ, να ενωθώ, να εκραγώ.
Ας μου στείλεις. Μη μ’ αφήσεις να ζω μισερός, μοναχός μου.
Σε λατρεύω, μα στείλε τον Έρωτα, μάτια υγρά,
στείλε αγάπη, η σάρκα, η ανάσα καυτή , αδημονούν,
ω θεά που εσύ κυβερνάς την ψυχή , την καρδιά, το μυαλό μου,
συ που ανάβεις το ηφαίστειο μέσα μου, δος μου,
ω θεά των θεών, Ουρανία και Πάνδημη εσύ,
δος μου τ’ άλλο μισό, δος μου ανάσταση τώρα, εδώ,
μη μ’ αφήνεις να ζω αμυδρώς, μοναχός, παγερός,
στείλε φως θηλυκό….σε λατρεύω θεά της σαρκός μου!

ΑΡΙΣΤΟΚΛΗ ΚΑΡΣΟΥΡΗ
Από τη συλλογή
"ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ"

Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Γράμμα σε ένα ποίημα

Γράφω σ' εσένα που δεν σ' έγραψα ακόμα,
μα σ' έχω ήδη στην ψυχή μου θρονιασμένο
κι Εκείνην να ‘ρθει περιμένω,
να σε διαβάσει πριν γραφτείς.

Γράφω σ' ένα που δεν σ' έχω απαγγείλει,
παρά μονάχα στη σιωπή σε ψιθυρίζω
κι Εκείνη, αχ , και να ‘ρθει ελπίζω,
ύμνος βαθιά της να γεννείς.

Γράφω σ' εσένα που δεν είσαι από λόγια,
μα από χούμελη και ρόδο προπλασμένο.
Μ' Εκείνην -σαν θα ‘ρθει-, προσμένω
κι εσύ στα χείλη μου να ‘ρθεις.

Γράφω σ' εσένα, τελευταίο ποίημά μου,
ψυχοφτερούγισμα κρυφό και μυστικό μου,
άγραφτο και ανείπωτό μου,
που για Εκείνην θα γραφτείς

όταν θα ‘ρθει η ώρα για να εκλάμψεις. Τότε,
ως σιωπηλά θ' απαγγελθείς από το σώμα,
δος της και την ψυχή σου ακόμα,
γλύκανε, όσο γλυκαθείς.
ΑΡΙΣΤΟΚΛΗ ΚΑΡΣΟΥΡΗ
Από τη συλλογή
"ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ"

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010



Η Ἡ θάλασσα καὶ τὰ ποτάμια

Πῆγαν τὰ ποτάμια
παραπονεμένα
κι εἶπαν τῆς θαλάσσης:
Φέρνομε σ᾿ ἐσένα
ὅλα μας τὰ πλούτη,
ὅλη τη χαρά μας,
ὅλη τη ζωή μας,
ὅλα τὰ νερά μας.
Καὶ γιὰ πληρωμή μας
σὺ τί μᾶς χαρίζεις;
Παίρνεις τὰ νερά μας
καὶ μᾶς τ᾿ ἁρμυρίζεις!

Καὶ τοὺς εἶπ᾿ ἐκείνη:
Πῶς μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω;
Τὰ γλυκὰ νερά σας
πῶς νὰ τὰ φυλάξω;
Εἶμ᾿ ἀπὸ τὴ φύση
ἁρμυρὴ πλασμένη
Κι ἁρμυρὸ κοντά μου
κάθε τί θὰ γένει.
Τὰ παράπονά σας
πάνε στὰ χαμένα.
Θέτε τὸ καλὸ σάς;
φεύγετ᾿ ἀπὸ μένα.

Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951)
πηγάδι η άβυσσος

στο γυαλιστερό πηγάδι
έπεσε και χάθηκε,
χάθηκε ο Ήλιος όλος
κι η φωτιά ωχράνθηκε
στο γυαλιστερό πηγάδι
του θολού του λογισμού
έσβησεν ο Ήλιος όλος
εκ κακού ‘πολογισμού
κι η ζωή μας, η κυρά μας
π’ έπλεκε τα όνειρά μας
και τα στόλιζε, πετράδι
κι έλαμπε μες στο σκοτάδι,
στο γυαλιστερό πηγάδι
του θολού του λογισμού,
εκ κακού ‘πολογισμού
έσβησ’ ένα βράδι.

Τώρα ποιος θα κλάψει πια
τ’ άλογα και τα παπιά
και τα άλλ’ υπάρχοντά μου
που δεν θα ‘χω πι’ αρχοντά μου!
Τώρα ποιος θα κλάψει πια
την χαμένη ανθρωπιά
οπού πριτς παράδεισος
και πηγάδι άβυσσος;

σαν τη Φύση ατιμάζεις,
τη θηλιά σου ετοιμάζεις.

ΑΡΙΣΤΟΚΛΗ ΚΑΡΣΟΥΡΗ
Από τη συλλογή
"ΖΩΜΟΣ ΦΩΤΟΣ"

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010


ΑΚΤΙΝΕΣ Π

Τις πήρα απ’ τα μάτια σου.
Ακτίνες π,
που διασπάσαν το άτομό μου
και μ’ έκαμαν ενέργεια
ποιητική.
Μετατρέψανε τη μάζα μου
σε όραμα
και το νου μου
σε έρωτα
και του πυρήνα μου τα πρωτόνια
των συναισθημάτων
σε έκρηξη τα οδήγησαν
δυοατομική.
Εγώ κι εσύ!
Πυρηνική ποιητική.
Οι δύο σε ένα.
Εμείς.
Σε σύντηξη ψυχών.
Σε έκρηξη μετά,
την ώρα του έρωτά μας.
Κι απ’ τα μάτια σου
να εκπέμπονται
όλ' ωραίες ακτίνες π,
ραδιοποιητικά ισότοπα,
μουσικοπυρηνικά κατάλοιπα,
στο χάος του νου
και της ψυχής διαχυμένα,
στο δέος του κορμιού
εμβαλωμένα.
Μέσω του σ’ αγαπώ
σε εμπλούτισα,
μέσω του σ’ αγαπώ
με ιόνισες
και τώρα, που με ποίηση
εμολύνθηκα,
ο θάνατος πέθανε,
ο φόβος δραπέτευσε,
κανείς πια στο δρόμο μου
φωτιές δεν θα σπείρει.
Ακτίνες π.
Τις πήρα απ’ τα μάτια σου
και αλλόκοτο έγινα
μανιτάρι ενέργειας,
που αντί να σκοτώνει,
σε ψυχές δίνει ώθηση
κι ουρανούς καθηλώνει!
Ακτίνες π,
της ποίησης,
απ’ τα μάτια σου τις πήρα
και έγινα έκρηξη.
Στων ποιημάτων το χωρόχρονο
αποσυμπιέστηκα όλως!

ΑΡΙΣΤΟΚΛΗ ΚΑΡΣΟΥΡΗ
Από τη συλλογή του
"ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ"

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

                                                η αλεπού καλόγρια

 
Σαν δεν είχε τι να φάει
μία αλεπού πονηρεμένη
αποφάσισε να πάει
και καλόγρια να γένει.

Τρεις κοκόροι που δεν έχουν
στο κεφάλι λίγη γνώση
την πιστεύουνε και τρέχουν
την ευχή της να τους δώσει.

Μπαίνουν μέσα στο κελί της
τους ξομολογά εκείνη
και κουνεί την κεφαλή της
και συγχώρηση τους δίνει.

Και χωρίς να χάσει ώρα
καθώς ήταν πεινασμένη
τους αρπάζει - κι είναι τώρα
και οι τρεις συγχωρεμένοι.

Και η αλεπού τους κλαίει,
τους μοιρολογά και λέει:
Έτσι την παθαίνουν όσοι
έχουνε κοκόρου γνώση!

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010



Κωστή Γεώργιου - Δροσίνη Γεώργιου


 

Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά
με τα χεράκια της
και γέμισε από άνθη η πλάτη, η αγκαλιά
και τα μαλλάκια της

Μα χιονισμένη σαν την είδα την τρελή
γλυκά τής μίλησα
Τής τίναξα τα άνθη από την κεφαλή
και την εφίλησα

Τρελή, να φέρεις στα μαλλιά σου το χιονιά
μη τόσο βιάζεσαι
ρθει μονάχη της θα να 'η βαρυχειμωνιά
δεν το στοχάζεσαι

Του κάκου όμως θα θυμάσαι τα παλιά
τα παιχνιδάκια σου
γριούλα με τα κάτασπρά σου τα μαλλιά
και τα γυαλάκια σου

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

ΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΜΑΝΩΛΗ ΑΝΓΝΩΣΤΑΚΗ

Μιλώ (Κώστας Καζάκος, Μαρία Φαραντούρη)


Αναγνωστάκης-Θεοδωράκης

Χάρης 1944


Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας.
Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα’ ρχότανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα.
Αυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε. Η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές,
χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας.
Μερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά και σοκάκι
λαχταρούσε, ξεχνώντας το δικό του κορμί, να χαρίσει στους άλλους μιαν άνοιξη.
Ήμασταν όλοι μαζί, να θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι.
Μια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ’ αφτί: «Πέθανε ο Χάρης»/
«Σκοτώθηκε»
ή κάτι τέτοιο.
Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα.
Κανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα’ χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα.
Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούργιας ζωής μας.
Μα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Κανείς δεν προφταίνει…
Δεν είμαστε όλοι μαζί: Δυο-τρεις ξενιτεύτηκαν,
Τράβηξ’ ο άλλος μακρυά, μ’ ένα φέρσιμο αόριστο, κι ο Χάρης σκοτώθηκε.
Φύγανε κι άλλοι, μας ήρθαν καινούργιοι – γεμίσαν οι δρόμοι.
Το πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες.
Μαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Μες στο χάος κυματίζουν τραγούδια…
Αν, μες στις φωνές που τα βράδια τρυπούνε ανελέητα τα τείχη,
ξεχώρισες, είν’ η δική του.
Ανάβει μικρές πυρκαγιές,
χιλιάδες μικρές πυρκαγιές,
που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας.
Είν’ η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω σαν ήλιος,
π’ αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος,
που μας δείχνει σαν ήλιος τις χρυσές πολιτείες
που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην αλήθεια και στο αίθριο φως.

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Πρότυπος έρως

Σ’ αγάπησα τις νύχτες που δεν σ’ είχα,
τις νύχτες, που με έδερν’ ο καιρός,
που έχαν’ απ το σώμα μου την ψύχα
κι ένοιωθα τσόφλι πεταμένο στη ματιά σ’ ομπρός.

Κι ως άνοιγα τα μάτια μου στο πέλαγός σ’ ενάντια
με χάιδευαν τα χέρια σου φορώντας άγρια γάντια,
χαρούμενα ξεσκίζονταν τα δάκρυα κι η ψυχή μου.
Σ’ αγάπησα, σε χόρτασα, χωρίς να ‘σαι δική μου.

Χερσέψανε τα όνειρα και κόντυνε η ελπίδα
κι απ’ το κουρέλι σέρνονταν, που κουβαλούσα ζώντας.
Σ’ αγάπησα, σε χόρτασα κι ας μην ποτέ σε είδα,
ανήκεστος, παράφορος, ερωτευμένος όντας.

ΑΡΙΣΤΟΚΛΗ ΚΑΡΣΟΥΡΗ
Από τη συλλογή
"ΕΙΚΟΣΙ ΥΠΟΡΧΗΜΑΤΑ ΧΑΡΑΣ"

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ-ΑΠΑΓΓΕΛΙΕΣ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

αίτηση για κρατική επιδότηση

Σας υποβάλλω αίτηση
μετά χαρτοσήμου
τρία κόμμα σέξυ τοις εκατό
επί της τεκμαρτής αξίας
των κατ’ αρχή δύο μου
ερειπωμένων κατοικιών
σύμφωνα με το άρθρο 69,
παραγρ. ξ, υποπαράγραφος σπρ,
του Α.Ν. 888/1888 π.χ.
ως ισχύζει σήμερον.

Προσκομίζω από πίσω επίσης
δικαιολογητικά αποδεικνύοντα
ότι το μικρό μου νήπιο
δικαιούται,
αλλά και όλη μου η οικογένεια,
η μεγάλη μου , η έρμη που τσα-
κίστηκε φέτος
από την κρίση,
ποθεί κι επιποθεί,
ίνα όπως λάβω το κρατικόν
«επίδομα - επιδότηση ηλιθιότητας
μετά συνδυασμένης
σεμνότητας
και περιορισμένης λαμογιότητας»,
προς κάλυψην του ελλείματός μου,
παράλληλα δε αιτούμαι
όπως διαγραφώ
από την λίστα
των υπό του κράτους
κολοβιασθέντων ξεκωλιασθέντων,
ένεκα πλήρους απώλειας
του κώλου πλέον.

Παρακαλώ να συνεκτιμηθεί το ότι,
λαμβανομένων υπόψη των εξωγάμων,
είμαι πολυπολύτεκνος.
Παρακαλώ δια τα κατιμάς.

Μετ’ ατιμής.

Γεώργιος Μπριμπρόκολος
Έλλην Χριστιανός μπιπλάκας
ΑΡΙΣΤΟΚΛΗ ΚΑΡΣΟΥΡΗ
Από τη συλλογή
"ΕΠΕΑ ΑΘΥΡΟΣΤΟΜΑ"
ΠΟΙΗΤΙΚΗ


του Μανώλη Αναγνωστάκη

― Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Tην ιερότερη εκδήλωση του Aνθρώπου
Tην χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Tων σκοτεινών επιδιώξεών σας
Eν πλήρει γνώσει της ζημίας που προκαλείτε
Mε το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.

― Tο τί δ ε ν πρόδωσες  ε σ ύ να μου πεις
Eσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Kαι μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αυτιά
N' ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;

Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.

 E ναι λοιπόν! Kηρύγματα και ρητορείες.
Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Nα μην τις παίρνει ο άνεμος.

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ-ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ-ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΥ ΟΤΑΝ ΜΙΑΝ ΑΝΟΙΞΗ

Έρως προς την Ερατώ

....πάρε με Ερατώ των κυμάτων,
μαζί σου στα πέλαγα πάρε με,
στους αφρούς των μεγάλων θαλασσών,
στης χαράς και στης θλίψης τα ωκεάνια
αεικίνητα βουνά, πάρε με Ερατώ,
να χορέψουμε,
λόγο το λόγο να ημερέψουμε τις ψυχές,
τις αλήθειες της γλώσσας
πέρ’ απ΄τα φιλιά να γευτούμε,
να ψάλλουμε άφωνοι κάτω απ’ τον Ήλιο,
μέσα στο πούσι, αραχνοΰφαντη
ωδή να ψάλλουμε
για τα μάτια που λάμπουν
κι αγαπούν και χωνεύονται μες στο καμίνι
των πύρινων λόγων της σιωπής, αχ Ερατώ,
επί των αφρών των κυμάτων σου
έλα πάρε με , τη λύρα σου ν’ ακούσω μέσα
στη βουή των πολλών, ρίγος,
εγώ ο λίγος,
αχ και να γινόμουν εραστής σου Ερατώ,
ν’ αγκαλιαστούμε ασφυχτικά,
Ερατώ μου της ποίησης , Καλλιέπεια εσύ,
των παγανών μου ονείρων αγία,
των ειδώλων μου εσύ παναγία ψυχή,
μύρο στων ανθών τη φλεγμονή,
ν’ αγκαλιαστούμε τη νύχτα,
ω..ω..ω και α και ε και ωωω,
με αγχέμαχο πάθος να ενωθούμε,
έρωτας, ψυχή με ψυχή, ένα εγώ κι εσύ,
στην εράσμια πράξη δοτοί,
του σώματος και του πνεύματος μίξη,
ω Ερατώ, στου χάους την κοίτη,
στην φάτνη του εγώ, (έλεος, έλεος!)
να μου γεννήσεις κάλλος θέλω!
ΑΡΙΣΤΟΚΛΗ ΚΑΡΣΟΥΡΗ
Από τη συλλογή
"ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ"

Ἐπιτύμβιον

Πέθανες- κι ἔγινες καὶ σύ: ὁ καλός,
Ὁ λαμπρὸς ἄνθρωπος, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατριώτης.
Τριάντα ἕξη στέφανα σὲ συνοδέψανε, τρεῖς λόγοι ἀντιπροέδρων,
Ἑφτὰ ψηφίσματα γιὰ τὶς ὑπέροχες ὑπηρεσίες ποὺ προσέφερες.

Ἄ, ρὲ Λαυρέντη, ἐγὼ ποὺ μόνο τὄξερα τί κάθαρμα ἤσουν,
Τί κάλπικος παρᾶς, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μέσα στὸ ψέμα
Κοιμοῦ ἐν εἰρήνῃ, δὲν θὰ ῾ρθῶ τὴν ἡσυχία σου νὰ ταράξω.

(Ἐγώ, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μὲς στὴ σιωπὴ θὰ τὴν ἐξαγοράσω
Πολὺ ἀκριβὰ κι ὄχι μὲ τίμημα τὸ θλιβερό σου τὸ σαρκίο.)
Κοιμοῦ ἐν εἰρήνῃ. Ὡς ἤσουν πάντα στὴ ζωή: ὁ καλός,
Ὁ λαμπρὸς ἄνθρωπος, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατριώτης.
Δὲ θά ῾σαι ὁ πρῶτος οὔτε δὰ κι ὁ τελευταῖος.

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

ΔΡΟΜΟΙ ΠΑΛΙΟΙ

ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ-ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ-ΝΤΑΛΑΡΑΣ
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ' ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του τόπου μου κι εγώ
Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε

τα τείχη της Ιεριχώς
Ξέρετε γιατί έπεσαν
τα τείχη της Ιεριχώς
υπό τους ήχους των σαλπίγγων;
Διότι όλοι μέσα
ήντουσαν μουζικάντηδες
και μερακλωθήκανε.
Κι είπαν, «ελάτε δώθε
να χορέψουμε».

Πριν χτίσετε τείχη
διαβάστε καλά
τη βίβλο των εχθρών σας
και προετοιμαστείτε
για τ’ απλούστερα.
Και πάντα στο μυαλό σας
τούτο να έχετε:
Δεν πέφτουνε τα τείχη
αν δεν τα υποσκάψετε
σεις εκ των έσω, οι ίδιοι.
ΑΡΙΣΤΟΚΛΗ ΚΑΡΣΟΥΡΗ
Από τη συλλογή
"ΕΠΙΒΙΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ"