Ανοίγω
Ανοίγω τη θλίψη μου
στο παράθυρο του Νότου
να βαφτεί
στη μουντή συννεφιά.
Καταχνιά
στην αυλή των ονείρων.
Άϋλος οδεύω στο έρεβος.
Λογοποιώ τ’ ανείπωτα.
Μα τί, πού, πώς;
Ελένη,
των στεναγμών μου ψυχή,
Ελένη,
των κρίνων
και των κυκλάμινων,
ω, ξένη Ελένη,
που πήγε η φωτιά της χαράς;
Ανοίγω τα μάτια στο φως
και τυφλώνομαι
κι ο έρωτας δίπλα μου
νεκρός,
όμοιος με το ομοίωμά μου.
Εκπρόθεσμος θάνατος,
ψυχρή στενωπός.
Ανοίγω τη φωνή
προς το άπειρο,
μιλώ προς το φως.
Στο τέλος συνάντησα
την αρχή του παντός.
ΓΙΩΡΓΗΣ Π. ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ
Από την "ΙΧΝΗ ΠΑΧΝΗΣ"