ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΚΗΠΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
O χρόνος, ο χαζορολογάς, τα ρολόγια μ' όλα έχει χαλάσει. Ένα μόνο ρολόι που χτυπάει τικ-τάκ

είν' η καρδιά μου, που μετράει την αγάπη που πετάει στα όνειρά μου.

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣE ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΕΝΤΩΣΟΥ, Ω ΨΥΧΗ ΜΟΥ, Ν' ΑΨΗΛΩΣΕΙΣ ΤΡΕΙΣ ΠΟΝΤΟΥΣ,ΚΑΛΟΤΥΧΗ!







Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

ύμνος θηλυκός




ύμνος θηλυκός

Αερικό μου, θηλυκό μου, πανέμορφό μου αστρικό,
καθώς κρατά τον ουρανό απ’ των νεφών του την υφή,
κράτα κι εμένα ζωντανό στου σώματος σου την πηγή.
Να με φιλάς, να μου γελάς έτσι απέραντα κι εσύ,
να μυ γελάς, να μου μιλάς με του κορμιού σου τη φωνή
και να πετάς, ναι α πετάς στα ύψη π’ έχει η ζωή,
σταλαγματιά των ουρανών στο γήινό μου πάνω εσύ.
Αερικό μου θηλυκό, απέραντή μου ηδονή,
σε αγαπώ, σε αγαπώ, ολόφωτή μου πλησμονή
κι ανακομέν’ η ανάσα μου μέσα σε άπειρη στιγμή.

Σε προσκυνώ στ’ ανήλιαγο, στο πιο κρυφό σου μυστικό
και ξεχειλίζ’, ως σε φιλώ, το πιο γλυκόπιοτό μ’ υγρό.
Κι όλο το είναι μου θερμό πάνω στο σώμα σου ακουμπώ.
Πάνω στο σώμα της φωτιάς που κρύβεις μέσα στο βαθύ
καίγω κι εγώ το αίμα μου και καίγομαι μ’ αυτό,
καθώς τον έρωτά σου ζω, αστερικό μου αναρχικό!
Θα σε υμνώ κάθε στιγμή που μια ματιά μου σ’ ακουμπά,
κάθε στιγμή που η σκέψη μου τον ουρανό σου συναντά,
Αερικό μου θηλυκό, άναρχο σώμα , ερωτικό!
Θα σε υμνώ, θα σε υμνώ, μέχρι τον τάφο μου να μπω!

Γιώργης Π. Δρυμωνιάτης


Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Από Κυριακή σε Κυριακή - Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ

Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ (1861-1941)



Ο Ινδός homo universalis Ποιητής

(βραβείο Νόμπελ 1913)

H Σεβάσμια μορφή, με βιβλική γενειάδα, μεγάλα εκφραστικά μαύρα μάτια, γλυκύ βλέμμα που κοιτάει μακριά και βαθια. Μια εικόνα Ποίησης σε πρόσωπο Ανθρώπου!

Το ηλιοτρόπιο ντροπιαζόταν
να ονομάσει το χαμολούλουδο συγγενή του.
Κι ο ήλιος εσηκώθηκε
και λέει με ένα γέλιο του σε αυτό:
"Είσαι καλά αγαπούλα μου;"



Ο ΜΙΚΡΟΣ ΜΟΥ ΕΑΥΤΟΣ

Ήρθα μόνος στο δρόμο της πίστης μου . 
Αλλά ποιος είναι αυτός ο εαυτός μου μέσα στο σκοτάδι; 
Παραμέρισα για ν' αποφύγω την παρουσία του 
αλλά δεν του ξέφυγα. 
Κάνει την σκόνη να σηκώνεται από την γη με το σίγουρο βάδισμα του. 
Προσθέτει τη δυνατή του φωνή σε κάθε λέξη που προφέρω.
 Είναι ο μικρός μου εαυτός, ο αφέντης μου που δεν γνωρίζει ντροπή. 
Αλλά εγώ ντρέπομαι να περάσω την πόρτα σου 
με την συντροφιά του.

Διαβάζοντας τον πολύ μεγάλο αυτό Ινδό Ποιητή, ξαναλέω αυτό που πιστεύω εδώ και χρόνια: Η μεγαλειώδης Ποίηση, δεν χρειάζεται αναλύσεις. Χρειάζεται μόνο να αφήσεις και νου και ψυχή εντελώς ελεύθερα κι αδέσμευτα από κάθε τι καθημερινό, για να εισχωρήσει αυτούσιος οΜεγάλος λόγος μέσα τους και να εκπληρώσει όλους τους σκοπούς του. Να σε τέρψει, να σε διδάξει, να σε εκτινάξει από τα χάμω σου προς τ' άνω της ύπαρξης. Όσες φορές κι αν έχω διαβάσει Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, αυτό έχω κάνει.  Κι έχω διδαχθεί από τη ξεχωριστή σοφία του κι έχω συγκινηθεί κι έχω χαρεί κι έχω ανέβει ένα σκαλοπάτι πιο πάνω στην ύπαρξη. Υπ' αυτό το πρίσμα θα θελήσω να σας δώσω λίγα δείγματα του λόγου του σήμερα εδώ. Αξίζει να τον αγαπήσετε.

Eίσαι ο ουρανός ο απέραντος κι είσαι κι η μικρή φωλιά [...].
Η ακτίνα Σου έρχεται απάνω σε τούτη τη γη, τη δική μου,
με αγκαλιά ορθάνοιχτη, όλη την ημέρα, για να φέρει σα γυρίσει
πίσω στα πόδια Σου σύννεφα
γινωμένα από τα δάκρυά μου,
από τους στεναγμούς μου κι από τα τραγούδια μου [...].
Πάντα στη ζωή μου Σε αναζήτησα με τα τραγούδια μου.
Ήταν αυτά που μ’ οδήγησαν από πόρτα σε πόρτα και μ’ αυτά ένιωσα
ολόγυρά μου, ψάχνοντας κι αγγίζοντας τον κόσμο μου.

 Γεννήθηκε στην Καλκούτα, στη δυτική Βεγγάλη. Ήταν το δέκατο τέταρτο παιδί του Ντεμπεντρανάθ Ταγκόρ, ενός εκ των ιδρυτών του κινήματος Μπράχμο Σαμαζ (Brahmo Samaj). Μεγάλωσε σε οικογένεια καλλιτεχνών και κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμιστών που αντιτίθονταν στο σύστημα των καστών και προωθούσαν βελτιώσεις στη θέση της Ινδής γυναίκας . Η οικογένεια του Ταγκόρ άνηκε στην υψηλότερη κάστα. Πρωταγωνίστησε στην “Αναγέννηση της Βεγγάλης”, όπως ονομάστηκε η άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών σ’ εκείνη την επαρχία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Απ’ τα δεκατρία αδέλφια του Ραμπιντρανάθ οι περισσότεροι έγιναν διανοούμενοι, καλλιτέχνες, μουσικοί και λογοτέχνες. (Μόνο ένας έγινε ποδοσφαιριστής).
Ο Ραμπιντρανάθ ήταν  χορτοφάγος.
Ο Ταγκόρ σπούδασε στην Καλκούτα και την Αγγλία. Είναι γνωστός τόσο ως ποιητής όσο και ως φιλόσοφος, αν και οι δύο αυτές τέχνες είναι συχνά συνεκτικά δεμένες στον ινδικό πολιτισμό. Ετσι,ενυπάρχει μία υπονοούμενη ανατολική βαθιά φιλοσοφία εντός της ποίησης του Ταγκόρ.

"Με τη δύναμη της Θέλησης
ο άνθρωπος αλλάζει τον εαυτό του.
Με τη δύναμη της Αγάπης αλλάζει τους άλλους.
Με τη δύναμη της Σκέψης αλλάζει τον κόσμο"

Ένα υπέροχο ποιημά του ακούστε το εδώ από τη φωνή του Κώστα Καράλη, μελοποιημένο από το Γιώργο Στεφανάκη.

Σήκωσε τη ζωή μου απ' τη σκόνη
κράτησέ την

Κράτησέ την κάτω απ' τα μάτια σου
στη παλάμη του δεξιού σου χεριού
κράτησέ την

Κράτησε την στο φως
κρύψε την κάτω απ' τη σκιά του θανάτου
κράτησέ την

Κράτησέ την στο κασκέτο της νύχτας
με τ' αστέρια σου
και το πρωί άφησέ την 

Άφησέ την να πάει ανάμεσα στα λουλούδια
που ανθίζουν γεμάτα λατρεία
άφησέ την.

Όταν ο δυτικός κόσμος τον πρωτογνώρισε, το 1912, ήξερε ελάχιστα γι’ αυτόν τον άλλο τρόπο σκέψης. Έτσι ο Ταγκόρ κατέκτησε την Ευρώπη και τις ΗΠΑ μέσα σ’ ένα χρόνο. Ο ίδιος ήταν homo universalis, πολυμαθής που ασχολήθηκε με κάθε επιστήμη, κάθε τέχνη και φιλοσοφία. Το 1912, όταν ήταν πενήντα χρονών, είχε κερδίσει την αναγνώριση στην Ινδία, αλλά ο υπόλοιπος κόσμος τον περίμενε. Εκείνη τη χρονιά αποφάσισε να συνοδεύσει τον γιο του στην Αγγλία, για να σπουδάσει. Το ταξίδι διήρκεσε δυο μήνες και στο κατάστρωμα ο Ραμπιντρανάθ έγραφε στίχους στα αγγλικά. Ήταν ποιήματα σαν αποφθέγματα μικρά, λαμπυρίδες, που έμοιαζαν να εμπεριέχουν σε λίγες λέξεις όλη τη σοφία της Μπαγκαβάτ Γκίτα. Όταν έφτασαν στην Αγγλία η βαλίτσα του Ταγκόρ, μαζί με τα τετράδια και τα ποιήματα, χάθηκε ή κλάπηκε. Εκείνος αδιαφόρησε για την απώλεια.
Όμως λίγες μέρες μετά, απροσδόκητα, η βαλίτσα εμφανίστηκε. Ίσως ο κλέφτης διάβασε τα ποιήματα και μετανόησε.
Ο Ταγκόρ έδωσε τα τετράδια σε κάποιους Άγγλους φίλους του. Εκείνοι τα πέρασαν στο μεγάλο Ιρλανδό ποιητή William Butler Yeats (γνωστό ως W.B. Yeats)
“Αυτά τα ποιήματα συντάραξαν το αίμα μου, όπως τίποτα άλλο εδώ και χρόνια”, δήλωσε ο Yeats.
Κάποια απ’ τα ποιήματα του εκδόθηκαν αμέσως. Ακολούθησε αμέσως κάτι που μοιάζει με μανία . Ο Ταγκόρ έγινε ποπ είδωλο, πριν ακόμα καθιερωθεί ο όρος “ποπ”.
Ο Αντρέ Ζιντ, ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ και ο Μπόρις Πάστερνακ, μετέφρασαν τα ποιήματα του στα γαλλικά, ισπανικά και ρώσικα. Στη Γερμανία τον αποθέωσε ο Τόμας Μαν.
Ένα χρόνο μετά τη συνάντηση του με τον δυτικό κόσμο, το 1913, ο Ταγκόρ έλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ήταν ο πρώτος, όχι μόνο Ασιάτης, αλλά ο πρώτος μη-Ευρωπαίος που λάμβανε αυτή τη διάκριση.

Αργότερα συναντήθηκε με το μεγάλο σοφό-φυσικό, 
τον Αλβέρτο Αϊνστάϊν.

Οι New York Times είχαν δημοσιεύσει μια φωτογραφία τους, με υπότιτλο: “Ένας μαθηματικός κι ένας μύστης συναντιούνται στο Μανχάταν”.Κι είναι φιλοσοφικά κειμήλια οι συναντήσεις του με τον άνθρωπο που καθόρισε τη Φυσική στον εικοστό αιώνα, το άλλο ποπ είδωλο, τον Αλβέρτο Αϊνστάιν.
Ο δημοσιογράφος που κατέγραψε την πρώτη συζήτηση γράφει: “Ήταν πολύ ενδιαφέρον να τους βλέπεις μαζί. Τον Ταγκόρ, τον ποιητή, με το κεφάλι του διανοούμενου. Και τον Αϊνστάιν, τον διανοούμενο, με το κεφάλι του ποιητή […] Σ’ έναν παρατηρητή φαίνονταν σαν δυο πλανήτες, απασχολημένοι σε φιλική κουβεντούλα.”
Μαζί οι δυο τους , στην κουβέντα τους είχαν διατυπώσει συνοπτικά βαθιές φιλοσοφικές σκέψεις που διαδόθηκαν σ’ όλο τον κόσμο.
Ο Ταγκόρ είχε καταλάβει ότι δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε το ενορατικό απ’ το λογικό, τα μαθηματικά απ’ την ποίηση. Το πνεύμα εξελίσσεται καθώς γυρεύει το ανείπωτο.
“Η φαντασία είναι πιο σημαντική απ’ τη γνώση, γιατί η γνώση έχει όρια”.
Σοφός είναι εκείνος που προσπαθεί να μάθει κι έχει συνείδηση της άγνοιας του.
Όποιος ισχυρίζεται ότι κατέχει την αλήθεια 
είναι είτε ηλίθιος είτε τσαρλατάνος είτε πολιτικός.


Αξίζει να δείτε αυτό το βιντεο με Ποίηση Ταγkόρ, 
που έχει ανεβάσει διαδικτυακη φίλη στο You Tube.



Στην Ελληνική βιβλιογραφία υπάρχουν πολλά μεταφρασμένα έργα του και , για όσους αγαπούν την Ποίηση και τη σοφία, αξιζει να τα αναζητήσουν.


ΤΟ ΣΠΙΤΙ 

Περπατούσα μόνος πάνω στο δρόμο τον εξοχικό
 την ώρα που ο ήλιος έκρυβε φιλάργυρα
τις τελευταίες χρυσές ακτίνες. Το φως της μέρας
 έσβηνε σιγά- σιγά καθώς πλάκωνε το σκοτάδι.
Η θερισμένη γη κειτόταν σιωπηλή σαν κλαμένη χήρα.
Ξάφνου η διαπεραστική φωνή ενός παιδιού έσκισε τον αέρα,
αθέατη, αφήνοντας τη γραμμή του τραγουδιού πίσω της,
στο μουντό φως του δειλινού. Το χωριάτικο σπίτι του
βρισκόταν στην άκρη της έρημης χώρας,
πέρα από το χωράφι με τα ζαχαροκάλαμα,
κρυμμένο μέσα στις σκιές της μπανανιάς
και της αρέκας και της ινδοκαρυδιάς.
Σταμάτησα για μια στιγμή το μοναχικό μου περίπατο
κάτω από το φως των άστρων,
και είδα μπροστά μου τη σκοτεινιασμένη γη
ν' αγκαλιάζει με τα χέρια της αναρίθμητα σπίτια
γεμάτα κούνιες και κρεβάτια, 
μητρικές καρδιές και βραδινές λάμπες,
και μικρές ζωές, γεμάτες από μια χαρά
που δεν ξέρει τίποτα για το τι αξία έχει για τον κόσμο.



Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Μπορώ να νοσταλγώ



Στη φωτογραφία σου εμπρός
προσκυνώ το φως
κι απ' των ματιών σου τ' αστέρια
ως τα χέρια μου
φιλί ξεκινά, φιλί τυλίγεται.
Αόρατη αγάπη σε χρόνου κενό.
Μα ναι!
Το χρόνο σταματώ
για να σ' έχω για πάντα
στα δευτερόλεπτα.
Κοίτα το χιόνι π’ απαλό
πέφτει στα κόκκινά μας.
Αλλά συ λείπεις. Λείπεις μου,
λευκότητα σεμνή
κι η λύπη σύντροφός μου
στου κόσμου μου το εντός.

Μου ΄φυγες κιόλας , μου 'φυγες…
έφυγες πριν μου ρθεις.
Ας είσ’ ευτυχισμένη
στη γη τη χιονισμένη.
Κι  απ’ το φευγιό σου ακόμα εγώ
μπορώ κάτι εξαίσιο,
κάτι ακριβά γλυκό.
Μπορώ να νοσταλγώ!

Μπορώ να νοσταλγώ,
σεμνή λευκότητά μου. 
Να μου ξανάρθεις σαν βροχή,
σαν φλόγα, σαν αγέρι,
σαν χιόνι αγνής αυγής,
στα σκιερά μου μέρη
να λιώσουμε μαζί.

Φως, ας μη μου χαθείς!
Άπιαστο, ασύλληπτό μου, 
με σώμα και ψυχή
είθε να επιστρέψεις
στα δευτερόλεπτά μου.
Σ' αιώνια στιγμή,
των ομματιών μου αστέρι
είθε να ξαναρθείς.

Γιώργης Π. Δρυμωνιάτης

Από την "Ολογολογίες και Πολύλογα"

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Από Κυριακή σε Κυριακή Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ΄
Ο εν αγίοις και εν ανθρώποις  θαυμαστός.

Στα μάτια τα ψιχαλιστά
που `χει ο έρωτας καρτέρι
πόσο μεθύσι μέθυσα
ένας Θεός το ξέρει


Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ' ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ' ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας. Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη Ἡ Μετανάστις ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν Σωτήρα. Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν εἰς τὸ Μὴ χάνεσαι. Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας.

Έφυγε προς τ’ αψηλά σαν σήμερα, στις 3/1/1911, μα δεν έφυγε ποτέ από τις ψυχές όλων των μεταγενέστερών του γενεών Ελλήνων.

(Ο πατέρας μου,  στα 14 μου, μου χάρισε στη γιορτή μου τα Άπαντα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Τον ευγνωμονώ που με γέννησε εν πρώτοις και που μου δώρισε αυτόν το θησαυρό, ανώτερο θαρρώ από κάθε άλλο δώρο εξ όσων  στο βίο μου εναπόθεσε. )

Τον Άγιο των Ελληνικών γραμμάτων, τον θαυμαστό αυτόν κοσμοκαλόγερο, τον Αλέξανδρο Εμμανουήλ που έγινε  γνωστός με το ψευδώνυμο Παπαδιαμάντης (από το μικρό όνομα του πατέρα του παπά-Αδαμάντιου Εμμανουήλ) λίγο πολύ όλοι μας τον γνωρίζουμε σαν τον κορυφαίο μας διηγηματογράφο που η πένα του χάραξε ανεξίτηλες σελίδες Ελληνικού λόγου τα πρώτα εκείνα χρόνια της Εθνικής μας ανεξαρτησίας που το πνεύμα και ο λόγιος λόγος για λίγους ακόμα από τους νεοέλληνες αποτελούσε προνόμιο. Αλλά ο μέγιστος αυτός συγγραφέας, δεν ήταν απλά συγγραφέας. Όπως είπε ο Κωστής Παλαμάς, « Ὁ Ἀλέξαντρος Παπαδιαμάντης, ποιητὴς μὲ τὸν πεζὸ τὸ λόγο, καὶ κάποτε, μὰ πολὺ σπάνια, μὲ τὸ στίχο, είναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ξεχωριστοὺς ἁρμονικοὺς ἀντιπροσώπους τῆς νέας καὶ ἄμουσης ἀκόμα σὲ πολλὰ ἑλληνικῆς ψυχῆς ». Ποιητής με τον πεζό το λόγο. Κατά κύριο λόγο, αυτό υπήρξε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Αλλά και ως καθαυτό Ποιητής αν λογαριαστεί μέσα από τα ελάχιστα ποιήματα που έχει γράψει, δεν μπορεί παρά και ως σπουδαιος Ποιητής να χαρακτηριστεί.
Με το κείμενό μου τούτο, θέλω να αναδείξω αυτήν την πλευρά του μεγάλου μας συγγραφέα. Την Ποιητική. Τα θαυμαστά διηγήματά του βασικά, αλλά και οι νουβέλες και τα μυθιστορήματά του , γραμμένα με μια ξεχωριστή προσωπική γραφή σε γλώσσα καθαρεύουσα μέσα στην οποία συχνά εμπλέκονταν οι ιδιωματισμοί της διαλέκτου του νησιού του τον καταξίωσαν ως κορυφαίο λαξευτή του νεοελληνικού λόγου. Η ποίησή του, γραμμένη εκείνη κυρίως στη δημοτική, την καθομιλουμένη γλώσσα, στάθηκε δίπλα στα πεζά του για να μας δείξει τη μεγάλη λυρική ψυχή, την γεμάτη συναισθήματα και αγάπη που κρυβόταν μέσα σε αυτό το ταλαιπωρημένο, μα αγιοπρόσωπο κορμί, που και με πεζά λόγια, ποίηση έγραφε. Έτσι το συνολικό έργο του Παπαδιαμάντη έφτασε να αποτελεί κορωνίδα των νεοελληνικών γραμμάτων, φάρο και καθοδηγητή και στήριγμα των ψυχών των Νεοελλήνων. Όπως είπε ο Οδυσσέας Ελύτης: « Ὅπου καὶ νὰ σᾶς βρίσκει τὸ κακό, ἀδελφοί, ὅπου καὶ νὰ θολώνει ὁ νοῦς σας μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμὸ καὶ μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη» .   


Ως Ποιητή λοιπόν ας τον δούμε σήμερα, τιμώντας την μνήμη του.   


Στὴν Μητέρα μου
(1874, Λυρικὸ ποίημα ἀφιερωμένο στὴ μάνα του )

 Μάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽  ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι
ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽  ὅπου κι ἂν περάσει,
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει.
Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽  ἀφρισμένη,
παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι
κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.
Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽  ἀράξω
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω.
Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽  ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω
κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.
Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο
εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη
π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει.
Κι ἐκείνη μ᾽  ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη:
Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ  γεννήθης
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες

ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες.

Εδώ θα το ακούσετε σε μια υπέροχη μελοποίηση


Ο Παπαδιαμάντης λοιπόν γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851 και γονείς του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και η Αγγελική (Γκιουλώ) το γένος Μωραϊτίδη, με καταγωγή από αρχοντική οικογένεια του Μυστρά. Μεγάλωσε ανάμεσα σε εννιά παιδιά (τα δύο πέθαναν μικρά) και εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική ατμόσφαιρα, τις λειτουργίες, τα εξωκκλήσια και την ήσυχη ζωή του νησιώτικου περίγυρου. Όλα αυτά διαμόρφωσαν μια χριστιανοπρεπή ιδιοσυγκρασία, που διατήρησε με πείσμα ως το τέλος της ζωής του.
Πάντα φτωχός, άρχισε από μαθητής να κερδίζει το ψωμί του με παραδόσεις και προγυμνάσεις μαθητών. Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός.[2] Μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το «αγγελικό σχήμα», επέστρεψε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία, με όλες τις προσπάθειες που έκανε, δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του του στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Το ότι δεν πήρε το δίπλωμά του στοίχισε στον πατέρα του, ο οποίος τον περίμενε να γυρίσει καθηγητής στο νησί και να βοηθήσει τις τέσσερις αδελφές του. Οι τρεις από αυτές παρέμειναν ανύπαντρες και του παραστάθηκαν με αφοσίωση σε όλες τις δύσκολες στιγμές του - όπως όταν, επί παραδείγματι, απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας, αναζητούσε καταφύγιο στη Σκιάθο. Ωστόσο, επειδή οι οικονομικές του ανάγκες ήταν πολλές, σύντομα αναγκαζόταν να επιστρέψει στην Αθήνα. Γενικά Του άρεσε να ζει στον κλειστό εσωτερικό του κόσμο και να ζητά την πνευματική ανακούφιση ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις του στα ποιήματά του και στον ποιητικότατο πεζό του λόγο, στα διάφορα διηγήματά του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του νησιού του.
Αυτός ο περίεργος και απόκοσμος τρόπος ζωής, με την παράλληλη προσήλωσή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τη λειτουργική της παράδοση, τον έκανε να μοιάζει με κοσμοκαλόγερο. Συνήθιζε να ψάλλει στον Ι. Ναό του Αγίου Ελισσαίου ως δεξιός ψάλτης, ενώ στον ίδιο ναό, έψαλλε ως αριστερός ψάλτης ο εξάδελφός του και συγγραφέας Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και εφημέριος ήταν ο (στις μέρες μας ανακηρυγμένος Άγιος) παπα Νικόλας Πλανάς.
                                         
O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε μια τραγική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας με τόσο πολλές όψεις που ακόμη τον ανακαλύπτουμε. Έζησε μόνος, απένταρος, πιστός στην τέχνη, αδιάφορος για τα χρήματα και την κοινωνική ένταξη, μοίρασε τη ζωή ανάμεσα στα καπηλειά και στις εκκλησίες, σχεδόν ρακένδυτος, υπήρξε πάντα ένας αποσυνάγωγος τεχνίτης της γλώσσας και της αφήγησης. Ενας έλληνας μποέμ. 

Αυτή ήταν η Ακριβούλα
η εγγόνα της γριάς Λούκαινας
Φύκια ήταν τα στεφάνια της
κοχύλια τα προικιά της

Κι η γριά ακόμα, ακόμα μοιρολογά
τα γεννοβόλια της τα παλιά
Σαν να μην είχανε ποτέ τους τελειωμό
τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου
Σαν να μην είχανε ποτέ τους τελειωμό
τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου
Αυτή ήταν η Ακριβούλα
η εγγόνα της γριάς Λούκαινας

Ανέραστος ίσως εν σώματι, όμως μέγας εραστής με την ψυχή, λάτρης του έρωτα και μέγας υμνωδός του, έγραψε λίγους αλλά θαυμάσιους ερωτικούς στίχους. Ακούστε μελοποιημένους τέτοιους στίχους του.

ΕΙΚΟΝ’ ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΗ

Eικόν’ αχειροποίητη, που στην καρδιά μου σ’ είχα,
κ’ είχα για μόνο φυλαχτό μια της κορφής σου τρίχα.
Oνείρατα στον ύπνο μου μαυροφτερουγιασμένα,
σαν περιστέρι στη σπηλιά μ’ ετάραξαν για σένα.
Kίνδυνο, μαύρο σύννεφο, οι μάγισσες μου λένε·
τ’ αηδόνια αυτά που κελαδούν μου φαίνονται να κλαίνε.
Να σε χαρεί κι η άνοιξη μαζί με τα λουλούδια
όπου ‘ναι σαν αμέτρητα ζωγραφιστά τραγούδια.
Συ στο σκολειό δεν έμαθες να γράφης ραβασάκια·
στα χείλη σου τα ρόδινα πού τά ‘βρες τα φαρμάκια;
Στα μάτια τα ψιχαλιστά πόχ’ έρωτας καρτέρι,
πόσο μεθύσι μέθυσα ένας Θεός το ξέρει.
Τη χάρη σου τη σπλαχνική μη μ’ αρνηστείς αρνί μου
αγάπη μου αιώνια αγάπη μου στερνή μου.

Το έργο του έχει περιλάβει όλους τους τομείς της ζωής κι αν κρίνεται κατ' αρχήν ως ηθικολογικό και λαογραφικό κυρίως, άπτεται πάντως όλωνν των εκφάνσεων της ζωής και της πολιτικής ακόμη περιλαμβανομένης και περιέχει ένα πλήθος αποφθεγμάτων της κατασταλλαγμένης σοφίας στην οποία δεν τον είχαν οδηγήσει τίτλοι πανεπιστημιακοί και σπουδές σπουδαίες, αλλά αυτός καθαυτός ο λιτός και έντιμος βίος του και η καθαρή διάνοιά του.

Νύχτα βασάνου



Περ. «Η Μούσα», 1903.
Πότε, μάτια μου καημένα,
θὰ κλειστῆτε στὴ σιγή,
νὰ χαρίσετε σ' ἐμένα
ὕπνο, ἀνάπαψη πικρή;
Ἁφουγκράσου! Πῶς τ' ἀηδόνι
λούφαξε στὴν ἐρημιά.
Ἄκουσ' ἄκουσε τὸν γκιόνη,
παύει νὰ μοιρολογᾶ...
Καὶ τ' ἀστέρια, μαραμένα
λουλουδάκια τοῦ θεοῦ,
σβυόνται, πέφτουν ὁλοένα
ἀπ' τὸν κάμπο τ' οὐρανοῦ.
Καὶ τὸ πυροφάνι ἐχάθη,
ποὺ στὴν ἔρμη ἀκρογιαλιὰ
φέγγει τοῦ γιαλοῦ τὰ βάθη
κι' ἀντιλάμπει στὴ στεριά.
Κι' ἡ Λαλιὼ ποὺ τ' ἀγναντεύει
μὲ λαχτάρα ἡ λυγερή,
σφάλησε τὸ τζάμι, φεύγει·
ἄχ! τί ὄνειρο θὰ ἰδεῖ...
Μοναχὸς ἐγὼ ἀγρυπνάω,
νυχτερεύω μοναχός·
λεημοσύνη σᾶς ζητάω
νύχτα, δόλι' ἀγάπη, φῶς!
Ναί, μὰ τὸ ἱερὸ σκοτάδι,
ναί, μὰ τ' ἄστρο τῆς αὐγῆς,
οὔτε ὕπνος, γιὰ σημάδι,
στὴ γαλήνη αὐτῆς τῆς γῆς!
Γίνε, νύχτα, συντροφιά μου,
στὴ βαθειά, ἄπειρη σιγή·
ἔλα μὲς στὴν ἀγκαλιά μου,
δός μου ἀνάπαψη πικρή.

Παραθέτω εδώ μερικές από τις αποφθεγματικές εκφράσεις που περιέχονται μεταξύ άλλων πολλών μέσα στα θαυμάσια διηγήματά του.

•           Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκεν την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου

Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρη σώματα και ψυχάς.

Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος.

Τώρα όμως η πράγματι επικρατούσα θρησκεία είναι ο πλέον ακάθαρτος και κτηνώδης υλισμός. Μόνον κατά πρόσχημα είναι η χριστιανοσύνη.

Καίτοι αγράμματη, η γραία μ’ εδίδαξεν ότι εις την ελληνικήν γλώσσαν, άλλως νοούμεν, άλλως ομιλούμεν και άλλως γράφομεν.

Για ν’ αποκτήση κανείς γρόσια, άλλος τρόπος δεν είναι, πρέπη νάχει μεγάλη τύχη, να εύρη στραβόν κόσμο, και να είναι αυτός μ’ ένα μάτι, δεν του χρειάζονται δύο. Πρέπει να φάη σπίτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια, με τριανταέξ τα εκατό θαλασσοδάνεια, το διάφορο κεφάλι.

Πάντοτε αμετάβλητοι οι σχοινοβάται ούτοι οι Αθίγγανοι, οι γελωτοποιοί ούτοι πίθηκοι (καλώ δε ούτω τους λεγομένους πολιτικούς). Μαύροι χαλκείς κατασκευάζοντες δεσμά δια τους λαούς εν τη βαθυζόφω σκοτία του αιωνίου εργαστηρίου των.

Άνευ ψεύδους ουδεμία υπόθεσις ευοδούται.

Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της.
(«Η Φόνισσα»)

Και εξ όλων των καρπών ο μόνος, όστις δεν χρήζει ούτε καιρού ούτε ώρας διά να ωριμάση, είναι ο σατανικός έρως.

Η αλήθεια είναι πάντοτε παράλογος, και διά τούτο δεν την λέγουσι ποτέ οι φρόνιμοι και ηλικιωμένοι άνθρωποι, αλλά την ομολογούσιν οι μεθυσμένοι, οι τρελλοί, οι άρρωστοι και τα μικρά παιδία.


Για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη θα μπορούσα να σας μιλώ ολόκληρη τη ζωή μου και λίγη πολύ λίγη θα ήταν και δεν θα με έφτανε να σας πω όσα θέλω να πω γι’ αυτό τον μέγιστο , την κορυφή των κορυφών, όπως τον χαρακτήρισε ο Καβάφης. Μα τα λίγα τούτα που από ψυχής σας είπα για Εκείνον, πιστεύω να ανανέωσαν και να δυνάμωσαν την αγάπης σας γι’ αυτόν, μια ς και νομίζω πως δεν υπάρχει κανένας μεταξύ μας που να μην τον λατρεύει.
Κλείνοντας θέλω να πω κάτι προς εκείνον!
Τι κρίμα να μην είναι όλοι οι άνθρωποι σαν εσένα, Άγιε των γραμμάτων μας. Θα ειχαμε μια τέλεια ανθρωπότητα.
Ας είναι αιώνια η μνήμη σου Αλέξανδρε, εν αγίοις και εν ανθρώποις θαυμαστέ.

Γιώργης Δρυμωνιάτης.