ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΚΗΠΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
O χρόνος, ο χαζορολογάς, τα ρολόγια μ' όλα έχει χαλάσει. Ένα μόνο ρολόι που χτυπάει τικ-τάκ

είν' η καρδιά μου, που μετράει την αγάπη που πετάει στα όνειρά μου.

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣE ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΕΝΤΩΣΟΥ, Ω ΨΥΧΗ ΜΟΥ, Ν' ΑΨΗΛΩΣΕΙΣ ΤΡΕΙΣ ΠΟΝΤΟΥΣ,ΚΑΛΟΤΥΧΗ!







Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011



Ο Άνθρωπος, ο Κόσμος και η Ποίηση


Ανάσκαψα όλη τη γη να σε βρω.
Κοσκίνισα μες την καρδιά μου την έρημο ήξερα
πως δίχως τον άνθρωπο δεν είναι πλήρες
του ήλιου το φως. Ενώ, τώρα, κοιτάζοντας
μες από τόση διαύγεια τον κόσμο,
μες από σένα - πλησιάζουν τα πράγματα,
γίνονται ευδιάκριτα, γίνονται διάφανα -
τώρα
μπορώ
ν' αρθρώσω την τάξη του σ' ένα μου ποίημα.
Παίρνοντας μια σελίδα θα βάλω
σ' ευθείες το φως.

από την "Φιλοσοφία των λουλουδιών"
του Νικηφόρου Βρεττάκου

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Στο φόβο του πόνου


παλινδρόμησε η καρδιά μου μπροστά στη θλίψη….
γλυκύτερος είν’ ο θάνατος απ’ τον πόνο, το ήξερα,
μα να κι ο ρυθμός των χαμένων λόγων, νύχτας μαύρο
μού έφερε στα τοιχώματα κι αίματα σκοτωμένα,
πηχτή ξεχασμένη θλίψη εντός των λαβύρινθων του νου μου.
Πόνος, ο μόνος εχθρός των ονείρων μου
κι εσύ
μου τον έφερες όλον εκεί, στην πληγή της καρδιάς
που πρόσφατα άνοιξε με το νυστέρι στο ανοιχτό μου στέρνο.
Σπέρνω θύελλα και θερίζω καταστροφή.
Εφυγες και χάθηκα, χάθηκες και πόνεσα,
πόνεσα και πενθώ στο σκοτάδι του εγώ.
Τώρα όλα στη χροιά του μπλακ,
σκιές οι ανταύγειές μου.
Και το φως που το λάτρεψα, δολοφόνος μου.

ΓΙΩΡΓΗ Π. ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
Από τη συλλογή του
ΔΕΙΚΤΕΣ ΣΠΑΣΜΕΝΩΝ ΡΟΛΟΓΙΩΝ

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011


Οἱ μικροὶ γαλαξίες


Πᾶνε κι ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ.
Σταματᾶνε γιὰ λίγο, στέκονται ὁ ἕνας
ἀντίκρυ στὸν ἄλλο, μιλοῦν μεταξύ τους.
Ἔπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σὰν πέτρες ποὺ βλέπονται.
Ὅμως, ἐσύ,
δὲ λόξεψες, βάδισες ἴσα, προχώρησες
μὲς ἀπὸ μένα, κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα μου,
ὅπως κι ἐγώ: προχώρησα ισα, μὲς ἀπὸ σένα,
κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα σου. Σταθήκαμε ὁ ἕνας μας
μέσα στὸν ἄλλο, σὰ νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυὸ κόσμους σὲ πλήρη
λάμψη καὶ κίνηση, σαστίσαμε ἀκίνητοι
κάτω ἀπ᾿ τὴ θέα τους -
Ἤσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου ὅλες τὶς στέρνες.
Ἤσουνα φῶς, διαμοιράστηκες. Ὅλες
οἱ φλέβες μου ἔγιναν ἄξαφνα ἕνα
δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια,
στὸ στῆθος, στὸ μέτωπο.
Τ᾿ ἄστρα τὸ βλέπουνε, ὅτι:
δυὸ δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες καὶ πλέον
κατοικοῦμε τὴ γῆ.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ


Απαγγελία
αυτοπροσώπως

http://www.facebook.com/#!/profile.php?id=100005195374951

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Γυναίκα, του έρωτα ανήμερη χαρά.


Το σώμα σου θάλασσα,
κύματα εφαπτόμενα
των ακτών της ερήμου μου.
Το πνεύμα σου αφρός,
αλμύρα επικαθισμένη
στο άβατο της ψυχής μου.
Ελπίζω να παραμείνω αθάνατος
ίσαμ’ αύριο,
που ο καιρός προμηνύεται καλός,
για ν’ απολαύσω, γυναίκα, ξανά
των κυμάτων και της αλμύρας σου
το βάσανο , το έλεος και τη δόξα!
Εννοώ βέβαια να σε αγαπώ
κατά συρροή , κατ’ εξακολούθηση,
αλλά και όπως έλθει, ως λέω,
δηλαδή και με θύελλα
και εν καιρώ νηνεμίας.
Ο χρόνος μόνο να είναι δίκαιος
και να μου το επιτρέπει
και ο νους να συγχρονίζεται
με τις επιθυμίες του αίματος μου.
Στην αλληλουχία της μιας καθημερινότητας
να σε συναντώ, όσο ζω,
ασυνεχώς μεν,
διαρκώς όμως,
σε τέλεια ταλάντωση
και χωρίς να εμπλέκεται
το κέρδος ανάμεσά μας.
Και να φλέγομαι ενίοτε
μεταξύ των ατελεύτητων,
απείρου κι ονείρου.
Ηφαίστειο υπερενεργό.
Υγρή λάβα τού σ’ αγαπώ να μας λούζει,
σαν μας δει ιδρωμένους.
Κάπως έτσι εξισορροπώ
τη βάρβαρη θεϊκή ανισότητα.
Ξεγελώ το Θεό
την ώρα του έρωτα.
Περικλείω το μέγιστο
στου κορμιού το ελάχιστο.
Εγκλωβίζω το αιώνιο
σε μικρόβιες στιγμές.
Σαν κι αυτές που σε χαϊδεύουν,
ω, σώμα μου!
Σαν κι αυτές, που μέσα σου
μακροβουτώ και βαπτίζομαι,
πατρίδα μου, γη μου, πηγή μου
θάλασσα, του έρωτα , ω θάλασσα,
γυναίκα, παγίδα, χαρά μου,
απέραντη,
εφήμερη,
ανήμερη
αιωνιότητά μου!

Γιώργη Π. Κασιμάτη-Δρυμωνιάτη
από τη συλλογή
ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΑΙΜΑΤΑ ΚΙ  ΕΡΩΤΑΣ

Ἀνάμνηση ἀπ᾿ τὸν Ταΰγετο


Ἔστηνε ἡ Ἄνοιξη τὴν προτομή μου
σὲ μικροὺς λόφους εἰρήνης,
ἔλαμπε καθισμένο στὸ ραβδί μου ἕνα πουλὶ ἀπὸ φῶς
κ᾿ ἔβρεχε ἰριδισμοὺς στὰ πρόβατα τὸ αἰώνιο σέλας τῆς ἀγάπης.
Μὲς στὴ σιωπή, τὸ θαλασσὶ φλοίβησμα τοῦ αἱματός μου
ἀνάδινε τὸν ἦχο τοῦ ἀδραχτιοῦ τῆς μητέρας μου,
ποὺ ὕφαινε στῶν σταχτιῶν τὸ πράσινο καὶ τὸ λευκὸ μαλλὶ τοῦ αὐγερινοῦ.
Μικρὸς Ἑωσφόρος τοῦ φωτὸς στοῦ Εὐρώτα τὶς ροδοδάφνες,
ἔπαιρνα δίπλα τὰ βουνὰ βρεγμένος ἀπὸ τὸ φεγγάρι
μὲ δυὸ ἄσπρους κρίνους στὴν καρδιά,
μ᾿ ἑφτὰ σημαῖες στὰ χείλη,
κι ἀπάνω ἀπὸ τῶν γερακιῶν τὶς ἀτελεύτητες μοναξιὲς
ἐπόπτευα τὸ σύμπαν, θησαυρίζοντας τοπία
κι ἀλλοτινὰ φῶτα στὴ μνήμη μου.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ


Τα λευκά τα κύτταρα του προσώπου σου
αντικαθρεπτίζουν το πέλαγος.

Σαν τον Ήλιο στάθηκαν τα δυο μάτια σου
πάν’ απ’ της ζωής μου τ’ απόγειο.

Το κορμί σ’ ανόθευτο κι απροστάτευτο,
είδωλο Σελήνης, στο πέλαγος.

Φως εκ φωτός
η αγάπη σου έλαμψε
και μ’ ανέβασε στ’ άστρα.
Ουρανός και με σκέπασε
με απέραντο πόθο.

Γιώργη Κασιμάτη-Δρυμωνιάτη
ένα τραγούδι από το μουσικοιποιητικό του εργο:
ΥΜΝΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΣΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
γράφτηκε στα 1990
μελλοποιήθηκε πέρσι από τον
νεαρό συνθέτη Αλέξανδρο Κυπριώτη
Ὁ ἀγρὸς τῶν λέξεων


Ὅπως ἡ μέλισσα γύρω ἀπὸ ἕνα ἄγριο
λουλοῦδι, ὅμοια κ᾿ ἐγώ. Τριγυρίζω
διαρκῶς γύρω ἀπ᾿ τὴ λέξη.

Εὐχαριστῶ τὶς μακριὲς σειρὲς
τῶν προγόνων, ποὺ δούλεψαν τὴ φωνή,
τὴν τεμαχίσαν σὲ κρίκους, τὴν κάμαν
νοήματα, τὴ σφυρηλάτησαν ὅπως
τὸ χρυσάφι οἱ μεταλλουργοὶ κ᾿ ἔγινε
Ὅμηροι, Αἰσχύλοι, Εὐαγγέλια
κι ἄλλα κοσμήματα.

Μὲ τὸ νῆμα
τῶν λέξεων, αὐτὸν τὸ χρυσὸ
τοῦ χρυσοῦ, ποὺ βγαίνει ἀπ᾿ τὰ βάθη
τῆς καρδιᾶς μου, συνδέομαι· συμμετέχω
στὸν κόσμο.
Σκεφτεῖτε:
Εἶπα καὶ ἔγραψα, «Ἀγαπῶ».

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011



στ' όλβιο κλέος ζώντας



απαγγέλει ο γ.π.κασιμάτης-δρυμωνιάτης


τούτ' η ζωή των μεθυσμένων σου στιγμών,
των άνομων κι αιθέριων μικρών ατοπημάτων,
των μύχιων, αδήλωτων κι αδούλωτων λαθών,
...των εξαιρετικών της εντροπίας σου ρηγμάτων,
τούτ' η ζωή των φλογερών σου μυστικών ανθών,
των συμπεπυκνωμένων ουρανίων αισθημάτων,
της συνονθύλευσης παλμών ιδεατών τε κι υπαρκτών,
της ένωσης των άυλων πολύχρωμων αιμάτων,
τούτ' η ζωή , η άλλη σου, η άφοβη φυγή,
περίληψη που μοιάζει να ναι του απείρου,
είν' η ζωή η αληθής, που μόνη εν ζωή σε οδηγεί
στ' όλβιο κλέος του αγίου της ζωής ονείρου!!!

αναζητώντας την τελειότητα πριν το τέλος,
θα κρυφτώ στο μυστικό σου τόπο,
-ω τι τιμή!!!!-
και θα σου τραγουδάω ψιθυριστά
τον αιθέριο ύμνο με λόγια απλά:

Στην εφαπτομένη των συγκινήσεων
ακολούθησέ με
Συνημίτονο ένα είμαστε
στη γωνία των ουρανών,
μετέωροι και υπαρκτοί
πλάι στο τέλειο,
εσύ,
συνονηρεύτρια,
τύχη εκλεκτή,
άνθος του λόγου!!!!!

σε φιλώ απ' εδώ, απ' την όχθη τ' ονείρου
....ναι, μου λάμπει το άστρο σου, ναι....!!!
αγγελούδ' η ψυχή σου, μυρωδιά άγιου μύρου,
σε φιλώ στ' όνειρό μου μακρινέ μου ουρανέ!!

ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΣΙΜΑΤΗ -ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
Από τη συλλογή
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

Γράμμα


Δὲν ἔχω ἕνα φύλλο ἀπ᾿ τὰ παλιὰ πράσινα δέντρα.

Σοῦ γράφω τὴ λύπη μου σ᾿ αὐτὸ τὸ χαρτί.
τόσο ἐλαφριὰ ποὺ νὰ στὴ φέρει ὁ ἄνεμος,
τόσο καλὴ καὶ τρυφερὴ ποὺ νὰ μὴ παραξενευτεῖ ὁ ἥλιος,
εὐγενικὴ σὰν τὴ σιωπὴ ποὺ περπατεῖ στὸ χορτάρι
τὴ νύχτα, ἁπλὴ καὶ καθαρὴ σὰν τὸ νεράκι ποὺ τρέχει
καὶ δὲ μαντεύεις πὼς τὸ γέννησε ἡ χτεσινὴ καταιγίδα.

Πολλοὶ σκοτώθηκαν. Πολλοὶ ζοῦμε. Ὅλοι μας εἴμαστε
λαβωμένοι. Εἶναι βαρὺς ἀπὸ τὸν πόνο μας ὁ κόσμος.

Μὲ τὴ σιωπὴ τῆς θάλασσας θὰ λάβεις τὴ λύπη μου.
Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ αἰώνιό μου Μή με λησμόνει!
Εἶναι ἕνα φῶς διπλωμένο ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα μικρὸ συννεφάκι.
Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ ἀρνάκι, μιὰ κ᾿ εἶσαι κοντὰ στὸ θεό,
νὰ τ᾿ ὁδηγήσεις σ᾿ ἕνα πράσινο κῆπο του.

Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ βρέφος μὲ τὸ τσακισμένο ποδαράκι.
Ἀνεβασέ το στὸ παράθυρο μὲ τὸν αὐγερινό,
κοντὰ στὸν κόσμο, κοντὰ στὸ ὄνειρο,
κοντὰ στὴν καλοσύνη σου,ποὺ εἶναι ζεστὴ σὰ μιὰ ἀνάσα μητέρας,
κοντὰ στὸ τζάκι ποὺ ὀνειρεύεσαι μὲ τὸ χέρι στὸ μέτωπο
τὴν εὐτυχία τοῦ πεινασμένου, τοῦ στρατιώτη, τοῦ ἄρρωστου.
Βάλτο κοντὰ στὴν πράσινη σημαία. Κοντὰ στὸ κόκκινο
ἄλογο. Στὴ μητέρα σου πλάι, ποὺ τριγυρισμένη
ἀπ᾿ τοῦ Γενάρη τοὺς σπουργῖτες, γνέθει τὴν ἐλπίδα.

Βἄλτο κοντὰ στὸ στεναγμὸ τῆς φιλίας. Κοντὰ-κοντά.
Βάλτο νὰ κάτσει, κι ἄνοιχτου σὰν ἕνα γέλιο τὸ παράθυρο
νὰ ἰδεῖ τὸν κόσμο.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011


στάρι του Άδη

Τις νύχτες τις αμαρτωλές,
που κάναμ’ έρωτα
θυμήθηκα
και μού ‘ρθε αξημέρωτα
την πόρτα να χτυπήσω
του σπιτιού σου
και να έμπω πάλι
μες στη γλύκα
του κορμιού σου.

Μα όταν είδες τις ουλές
απ’ το μαχαίρωμα,
τραβήχτηκες,
μου ‘κρυψες το ξημέρωμα
και μ’ άφησες να σβήσω
στα εντός μου,
στο υγρό κεφάλι,
μες στη λάσπη
τ’ άγριου κόσμου.

Ο θάνατος δεν έχ’ αυλές
για να χορέψουμε.
Πληγώθηκα,
μα πώς να τ΄ αντιστρέψουμε,
τα βήματά μου πίσω;
Του κορμιού σου
πάει,…. πάει η γλύκα.
Είμ’ ο τάφος
τ’ ουρανού σου.

«Φύγε φονιά και μη μου λες
πως ν’ αγαπάς μπορείς»,
μ’ είπες κοφτά.
«Φύγ’ απ’ εδώ νωρίς-νωρίς
μη τη ζωή μολύνεις.
Του φιλιού σου
οι πληγές πονάνε
πιότερ’ απ’ του
μαχαιριού σου».

Ω, αγνό μου χθες, δίκαια κλαις
δίπλα στο δάκρυ μου.
Πάω να κρυφτώ.
Μαύρο το φως στην άκρη μου.
Μαύρη ζωή κομμάτια!
Σαν σκοτώνεις,
σπέρνεις μια σκοτάδι,
δυο θερίζεις
στάρι τ΄ Άδη.
γιώργη π.κασιμάτη-δρυμωνιάτη
από την ανέκδοτη συλλογή του
ΕΠΙΒΙΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ


Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια


Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια νὰ σοῦ στείλω λίγω ψωμί,
μαζεύω μὲ τὸ σπασμένο χέρι μου ὅ,τι ἔμεινε ἀπ᾿ τὸν ἥλιο
νὰ σοῦ τὸ στείλω νὰ ντυθεῖς. Ἔμαθα πὼς κρυώνεις.

Τὴν πράσινή σου φορεσιὰ νὰ τὴν φορέσεις τὴν Λαμπρή!
Θὰ τρέξουν μ᾿ ἄνθη τὰ παιδιά.Θὰ βγοῦν τὰ περιστέρια,
κ᾿ ἡ μάνα σου μὲ μιὰ ποδιά, πλατιά, γεμάτη ἀγάπη!

Πάρε ὅποιο δρόμο, ὅποια κορφή, ρώτα ὅποιο δένδρο θέλεις
Μ᾿ ἀκοῦς; Οἱ δρόμοι ὅλης της γῆς βγαίνουνε στὴν καρδιά μου!
Μὴν ξεχαστεῖς κοιτάζοντας τὸ φῶς. Τ᾿ ἀκοῦς;... Νἀρθεῖς!

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

Νέκταρ θνητών

Δεν είναι αίμα το κόκκινο τούτο,
είν’ η χαρά τού ονείρου μου,
είναι η ευτυχία της ύπαρξής μου
μέσα στο σέλας της αγάπης της ,
είναι το εγώ μου εντός της,
ρόδινο, κόκκινο, πορφυρό,
της ζωής μου απόσταγμα
ο έρωτάς της….
...κάτι σαν νέκταρ
για θνητούς.
Αυτό είναι η αγάπη μου.
Πίστεψέ με....κάτι σαν νέκταρ
για θεούς θνητούς...θα έλεγα....
κόκκινο, σαν το αίμα,
καυτό σαν την υψικάμινο της ζωής....
ναι, η ίδια μου η ζωή
είναι το νέκταρ για θνητούς
που στο στόμα μού δίνει Εκείνη.

γιώργη κασιμάτη-δρυμωνιάτη
από τη συλλογή
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

μουσική Τερψιχόρη Παπαστεφάνου στίχοι Νικηφόρος Βρεττάκος

Ἂν δὲν μοῦ ῾δινες ποίηση Κύριε


Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.

Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.

Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ