ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΚΗΠΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
O χρόνος, ο χαζορολογάς, τα ρολόγια μ' όλα έχει χαλάσει. Ένα μόνο ρολόι που χτυπάει τικ-τάκ

είν' η καρδιά μου, που μετράει την αγάπη που πετάει στα όνειρά μου.

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣE ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΕΝΤΩΣΟΥ, Ω ΨΥΧΗ ΜΟΥ, Ν' ΑΨΗΛΩΣΕΙΣ ΤΡΕΙΣ ΠΟΝΤΟΥΣ,ΚΑΛΟΤΥΧΗ!







Τρίτη 31 Μαΐου 2011

"Ερωτικός Λόγος" του Γιώργου Σεφέρη



(από την έκδοση "Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα", Ίκαρος, 1989)

Έστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον,
όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω,
μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν.
ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Α'
Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.

Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ' αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ' αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.

Β'
Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια...
Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό

ξεκίνημά της... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί...
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να 'σουν εσύ που θα 'φερνες την ξεχασμένη αυγή!

Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού...

Η νύχτα να 'ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.

Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.

Γ'
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς

τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ' ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:

"Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.

Με του ματιού τ' αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ' αστέρια.

Την ακοή μου ως να 'σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.

Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου..."

Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ' ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ' αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.

...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...

Δ'
Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
για μιαν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.

Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.

Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...

Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.

Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.

Ε'
Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;

Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά

τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.

Αθήνα, Οχτώβρης '29 - Δεκέμβρης '30

Γ.ΝΤΑΛΑΡΑΣ : ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΣΠΗΛΙΕΣ

ότι άνθρωπος έτυχε να ‘μαι.


Χάθηκα στη χάση του φεγγαριού,
σαν αστεράκι χλωμό στον ουρανό των ονείρων,
χάθηκα φτωχή μου ψυχή πλασμένη από πετρέλαιο,
χάθηκα στην χάση του φεγγαριού,
πως χάνονται κι οι αέρηδες και πίσω λυσσομανούν, φυσούν,
λες κι ο χρόνος ανέτρεψε τους μελλούμενους δρόμους,
Χάθηκα στη χάση του φεγγαριού
ολομόναχος στα τρίσβαθα καταβόθρας δαιμόνων,
εγώ που Θεό δεν εδόξασα και χαρά δεν απόδιωξα.,
ααα αααααα ααα αα ααααααα
στην αμαρτία μου αφήστε με να ζήσω
φίλοι, Θεοί και Δαίμονες
στην αμαρτία μου αφήστε με να ζήσω
άγγελοι, άγγελοι δειλοί,
ότι άνθρωπος στο σύμπαν , το μέγα εντός ,
ότι άνθρωπος μικρός πενιχρός
στο σύμπαν το μέγα εντός,
ότι άνθρωπος έτυχε νάμαι…..

Γιώργης Π. Κασιμάτης-Δρυμωνιάτης
από την ΕΠΙΒΙΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΙΣΤΟΣ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ


ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΙΣΤΟΣΠΟΙΗΣΗ:
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
ΜΟΥΣΙΚΗ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΧΟΡΩΔΙΑ(Mονωδίες: ΛΙΛΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΑΚΗΣ ΧΑΛΚΙΑΣ)
Ο τόπος μας είναι κλειστός,
όλο βουνά που έχουνε σκεπή
τον χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος, κούφιος,
ίδιος με τη μοναξιά μας,
ίδιος με την αγάπη μας,
ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο
που κάποτε μπορέσαμε
να χτίσουμε τα σπίτια,
τα καλύβια και τις στάνες μας.
Και οι γάμοι μας, τα δροσερά
στεφάνια και τα δάχτυλα,
γίνουνται αινίγματα
ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν,
πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Δεν έχουμε ποτάμια,
δεν έχουμεπηγάδια,
δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ο τόπος μας είναι κλειστός.
Τον κλείνουν οι δυο μαύρες
Συμπληγάδες.
Στα λιμάνια την Κυριακή
σαν κατεβούμε ν' ανασάνουμε,
βλέπουμε να φωτίζουνται
στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα,
απο ταξείδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια
πώς ν' αγαπήσουν.
Έγκωμη

Σεφέρης Γιώργος


Ήταν πλατύς ο κάμπος και στρωτός· από μακριά φαι-
νόνταν
το γύρισμα χεριών που σκάβαν.
Στον ουρανό τα σύννεφα πολλές καμπύλες, κάπου-κάπου
μια σάλπιγγα χρυσή και ρόδινη· το δείλι.
Στο λιγοστό χορτάρι και στ' αγκάθια τριγυρίζαν 5
ψιλές αποβροχάρισσες ανάσες· θά 'χε βρέξει
πέρα στις άκρες τα βουνά που έπαιρναν χρώμα.
Kι εγώ προχώρεσα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν,
γυναίκες κι άντρες με τ' αξίνια σε χαντάκια.
Ήταν μια πολιτεία παλιά· τειχιά δρόμοι και σπίτια 10
ξεχώριζαν σαν πετρωμένοι μυώνες κυκλώπων,
ανατομία μιας ξοδεμένης δύναμης κάτω απ' το μάτι
του αρχαιολόγου του ναρκοδότη ή του χειρούργου.
Φαντάσματα και υφάσματα, χλιδή και χείλια, χωνεμένα
και τα παραπετάσματα του πόνου διάπλατα ανοιχτά 15
αφήνοντας να φαίνεται γυμνός κι αδιάφορος ο τάφος.

Kι ανάβλεψα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν
τους τεντωμένους ώμους και τα μπράτσα που χτυπούσαν
μ' ένα ρυθμό βαρύ και γρήγορο τούτη τη νέκρα
σα να περνούσε στα χαλάσματα ο τροχός της μοίρας. 20

Άξαφνα περπατούσα και δεν περπατούσα
κοίταζα τα πετούμενα πουλιά, κι είταν μαρμαρωμένα
κοίταζα τον αιθέρα τ' ουρανού, κι είτανε θαμπωμένος
κοίταζα τα κορμιά που πολεμούσαν, κι είχαν μείνει
κι' ανάμεσό τους ένα πρόσωπο το φως ν' ανηφορίζει. 25
Tα μαλλιά μαύρα χύνουνταν στην τραχηλιά, τα φρύδια
είχανε το φτερούγισμα της χελιδόνας, τα ρουθούνια
καμαρωτά πάνω απ' τα χείλια, και το σώμα
έβγαινε από το χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο
με τ' άγουρα βυζιά της οδηγήτρας, 30
χορός ακίνητος.

Kι εγώ χαμήλωσα τα μάτια μου τριγύρω:
κορίτσια ζύμωναν, και ζύμη δεν αγγίζαν
γυναίκες γνέθανε, τ' αδράχτια δε γυρίζαν
αρνιά ποτίζουνταν, κι η γλώσσα τους στεκόταν 35
πάνω από πράσινα νερά που έμοιαζαν κοιμισμένα
κι ο ζευγάς έμενε μ' ανάερη τη βουκέντρα.
Kαι ξανακοίταξα το σώμα εκείνο ν' ανεβαίνει·
είχανε μαζευτεί πολλοί, μερμήγκια,
και τη χτυπούσαν με κοντάρια και δεν τη λαβώναν. 40
Tώρα η κοιλιά της έλαμπε σαν το φεγγάρι
και πίστευα πως ο ουρανός ήταν η μήτρα
που την εγέννησε και την ξανάπαιρνε, μάνα και βρέφος.
Tα πόδια της μείναν ακόμη μαρμαρένια
και χάθηκαν· μια ανάληψη.
O κόσμος 45
ξαναγινόταν όπως ήταν, ο δικός μας
με τον καιρό και με το χώμα.
Aρώματα από σκίνο
πήραν να ξεκινήσουν στις παλιές πλαγιές της μνήμης
κόρφοι μέσα στα φύλλα, χείλια υγρά·
κι' όλα στεγνώσαν μονομιάς στην πλατωσιά του κάμπου 50
στης πέτρας την απόγνωση στη δύναμη τη φαγωμένη
στον άδειο τόπο με το λιγοστό χορτάρι και τ' αγκάθια
όπου γλιστρούσε ξέγνοιαστο ένα φίδι,
όπου ξοδεύουνε πολύ καιρό για να πεθάνουν.

(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1974)

Γιώργος Σεφέρης «ΕΛΕΝΗ»

Σάββατο 21 Μαΐου 2011

Ελένη

Σε βρήκα στα περβόλια
των δώδεκα αγγέλων
να σιγοτραγουδάς
και δυο δροσοσταλίδες,
σαν άστρα στολισμένα,
στα μάτια να φοράς.

Σε βρήκα μες στ’ αμπέλια
των δώδεκα ανέμων
φτερά να κουβαλάς.
Αερικό γινόσουν,
τα νέφη προσπερνούσες.
Μ’ άρεσε να πετάς!

Σε βρήκα στα πελάγη,
υγρήν κι αλλοπαρμένη,
μ’ αλμύρα να μεθάς
κι από αγάπης χείλη,
ρόδινες πυρπολίες,
άλλο να μην ζητάς

Ελένη, μικρή μου φωτιά,
απόσταγμ’ αγάπης στο Είναι μου,
Ελένη, σου δίνω καρδιά.
Για πάντα τον έρωτα δίνε μου!!

Σε βρήκα μες στον Ήλιο
στα χρυσαφιά μαλλιά σου
αχτίνες να φοράς,
με την αγνότητά σου ,
με το λευκό το φως σου
να με πυροβολάς!

Σε βρήκα τρεις αιώνες
βαθιά μου θρονιασμένη,
σχεδόν παντοτινή,
εντός μου εντοιχισμένη,
από κομμάτι ψέμα
πλευρά αληθινή

Σε βρήκα σκαλωμένη
στην ταπεινή μ’ αγκάλη
φιλί να εκπορθείς.
Σε βρήκα όλη εντός μου,
δαίμονας και Θεός μου.
Τόξερα πως θα ρθείς!!!

Γιώργης Π.Κασιμάτης-Δρυμωνιάτης
από τα ΕΡΩΤΑΡΩΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΔΑΚΡΥΩΝ

Τρίτη 17 Μαΐου 2011

για ένα μαγισσάκι, ποιηματάκι.


Ένα μαγισσάκι
μούφερ' ένα όνειρο
σ' αγάπη τυλιγμένο
και σ' ανθόνερο.
.
"Πάρτο , μου λέει, πάρτο
το γυμνούλικο...
είναι ο θησαυρός σου,
που κοιμότανε
σαράντα τόσους χρόνους
στον ίσκιο της καρδιάς.
Πάρτο και βάλτο εντός σου
τ' ονειράκι αυτό,
που σαράντα χρόνους
σε νάρκη ήτανε.
Σιγά να το ξυπνήσεις,
να του απαλομιλήσεις,
σιγά-σιγά το φως,
μην το τρομάξει ο Ήλιος
και φύγει και χαθεί.
Ω ναι , να το λατρεύεις,
να το κρυφομεθάς
κι αιώνια να δίνεις
το μαξιλάρι σου,
για να μην το χάσεις
τ' ονειράκι αυτό,
τον αφροανθό
των ονείρων σου".
.
Ω μάγισσα του Χρόνου,
πόσο σ' ευχαριστώ!!!
Σ' αγάπη τυλιγμένο
και σ' ανθόνερο
μούφερες μαγισσάκι
το μεγαόνειρο!!!
Όπου σαράντα χρόνους
το περίμενα,
το γυμνούλικο,
να ρθει να με χαϊδέψει
με της φλογός τα μάτια,
την ξωτικοψυχή του,
την πύρινη!!!

Γιώργης Π.Κασιμάτης Δρυμωνιάτης
από τη συλλογή

ΕΡΩΤΑΡΩΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΔΑΚΡΥΩΝ

Η Λυπημένη-Μελίνα Κανά [Ποίηση Γ. Σεφέρης]


Η Λυπημένη

Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης

Στην πέτρα της υπομονής
κάθισες προς το βράδυ
με του ματιού σου το μαυράδι
δείχνοντας πως πονείς•

κι είχες στα χείλια τη γραμμή
που είναι γυμνή και τρέμει
σαν η ψυχή γίνεται ανέμη
και δέουνται οι λυγμοί•

κι είχες στο νου σου το σκοπό
που ξεκινά το δάκρυ
κι ήσουν κορμί που από την άκρη
γυρίζει στον καρπό•

μα της καρδιάς σου ο σπαραγμός
δε βόγκηξε κι εγίνη
το νόημα που στον κόσμο δίνει
έναστρος ουρανός.

Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Γιώργος Σεφέρης "Το Φως" - Giorgos Seferis "To Fos"

Ύμνος στο ξερό του έρωτα λουλούδι

Λουλούδι της πέτρας και του ονείρου μου,
κομμάτι τρυφερό της ψυχής μου,
αιώνια ομορφιά του νόστου μου,
άρωμα δροσερό στον αέρα της ερήμου!
Σκαρφαλωμένος στο βράχο σου σ’ αγκαλιάζω,
να σ’ αποκόψω ποθώ, να ενωθώ,
έτσι κι αλλιώς ένα μαζί σου η ζωή μου!
.
Στο βράχο σου οι ρίζες μου εμπηγμένες,
στο απρόσιτο μετέωρο της μαγείας σου
λαμνοκοπά η καρδιά μου..
Εκεί στη ρωγμή π’ αναβλύζει ενέργεια πάθους,
στην τομή του χρόνου και του φωτός,
αιωρούμενος ανάμεσα στο μέγα και στο μικρό,
σε φιλώ φιλήδονο άνθος του πόθου!
.
Τα διαπιστευτήρια από κοινού του υπαρκτού μας
στο Κάστρο κρέμονται, στο βράχο καρφωμένα.
Λουλούδι και Άνθρωπος Ένα!
Εσύ κι Εγώ. Δόξα χωμάτων κι αιμάτων!!
.
Ρουφώ με τα μάτια μου το κίτρινο,
με την ψυχή μου το αιώνιο φως
κι ακολουθώ, δυνατός σαν το τέλος των πάντων,
τ’ ονόματός σου τον συμβολισμό…
Sempre Vivere!! Πάντα Ζω!!
.
Στον Άγιο Ου Τόπο των ονείρων, που φυτρώσαμε,
σου μαρτυρώ του έρωτά μου το πάθος,
ω, σεμπρεβίβα, κόρη των Κυθήρων μου,
ω, επέκταση τρυφερή της ψυχής μου,
ω άνθος μου ξερό της γης του έρωτά μου!!
.
Γιώργης Π. Κασιμάτης Δρυμωνιατης
Από τη συλλογή
ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΑΙΜΑΤΑ ΚΙ ΕΡΩΤΑΣ

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Ύγρά Ύπαρξης
Άντλησα τα νερά του αίματός μου
με την αντλία της καρδίας μου.
Αίμα και νερό! Άμπωτις και πλημυρίς!
Παλλίροια η ζωή μου..
Κουράστηκα κάτω απ' τους ιδρώτες των προσώπων....
Διψώ!!!
Και τι να πιώ από τούτο το ποτήρι;
Ποιο είναι πιο υγρό ύπαρξης;
.
Αναπαυόμουν κι όπως θυμόμουν πάλι
εκείνες τις εκλάμψεις
των μεγάλων οφθαλμών,
πήρα και την εικόνα σου,
να προσκυνήσω, ο αμαρτωλός.
.
Αίμα και νερό έρεε στα σπλάχνα μου.
Τα μάτια εκείνα!! Τα ηλιοτρόπια!!
Πολύρροη αύρα δακρύων ωραίων
ωραία ,ωραία κελάριζε
στη μοναξιά του ονείρου μου....
περιεχόμενο της σιωπής μου
ο ουρανός σου.....
.
Ήμουν πάντα περήφανος για σένα.
Πιότερο σήμερα που διψώ και συ
καρδία και μάτια μού έδωσες,
πηγές, προς χάριν μου ρέουσες
υγρά ύπαρξης!!!!
.
Γιώργης Π. Κασιμάτης-Δρυμωνιάτης
από την ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ του