ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΚΗΠΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
O χρόνος, ο χαζορολογάς, τα ρολόγια μ' όλα έχει χαλάσει. Ένα μόνο ρολόι που χτυπάει τικ-τάκ

είν' η καρδιά μου, που μετράει την αγάπη που πετάει στα όνειρά μου.

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣE ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΕΝΤΩΣΟΥ, Ω ΨΥΧΗ ΜΟΥ, Ν' ΑΨΗΛΩΣΕΙΣ ΤΡΕΙΣ ΠΟΝΤΟΥΣ,ΚΑΛΟΤΥΧΗ!







Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

Αιόλου και Λυκούργου

Αιόλου και Λυκούργου


Παλιός μου φίλος, που έμεινε πιστός στα ιδανικά του,
κοιμόταν σε ένα πάπλωμα, Αιόλου και Λυκούργου,
ανήμερα Χριστούγεννα, ο δυστυχής, στο κρύο.
Εγώ, με τη γραβάτα μου και το καλό κουστούμι,
περνούσα πανηγυρικά απ’ τη γωνιά εκείνη.
«Τι δυστυχία, Ουρανέ!», ψιθύρισε η συμβία
και μου έδειξε τον άστεγο που έτρεμε, σαν καλάμι.
«Έχ’ ο Θεός», απάντησα και τάχυνα το βήμα,
μα πριν προλάβω ν’ αμυνθώ, το παγερό εγώ μου
με τ’ όνομά μου άκουσα να το καλεί εκείνος.
«Καλέ μου φίλε απ’ τα παλιά της νιότης μετερίζια,
πως είσαι, πως καλοπερνάς, είσαι ευτυχισμένος;»
με ρώταγε κι είχε ματιά που ήταν φωτιά στον πάγο.
-.-
Δεν τον εκαλογνώρισα. Είχε πολύ αλλάξει.
Μόνο εκείνη η ματιά, που πάντα φλόγα ήταν,
μόνη εκείνη μου έφερε στο νου την ομορφιά του.
Τότε που συμφοιτούσαμε και συνονειρευόμασταν
ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, τότε που αγωνιζόμασταν
για δίκιο, για ειρήνη, για ισότητα των πολιτών,
για ισονομή του πλούτου, για μόρφωση και για δουλειά,
για λεφτεριά, για όλα, όσα σημαίνουν ανθρωπιά.
Σαράντα χρόνια πέρασαν απ’ τον καιρό εκείνο
κι εγώ, που αλλοτριώθηκα, καλά καλοκρατιόμουν.
Είχα διαβεί τα ιδανικά της νιότης. Αλλ’  εκείνος,
επέμενε. Και γέρασε πριν πολυμεγαλώσει.
-.-
«Ω φίλε, είπα, φίλε μου, της νιότης αδερφέ μου,
πόσο πολύ σε συμπονώ, πόσο πολύ λυπάμαι!».
Άστραψ’ εκείνη η ματιά, σαν τότε που κρατούσε
τα κόκκινα γαρύφαλλα κι έφραζε όπλων κάνες.
«Κι εγώ λυπάμ’ εσένανε, σε συμπονώ, καλέ μου,
οπού σε πήρε ο στρόβιλος του ξέφρενου ανέμου.
Μη με λυπάσαι, είμαι ψηλά, πιο πάνω απ’ τους διαβάτες.
Με τους λεχρίτες είμ’ εγώ, όχι με τις γραβάτες.
Το σώμα μου είναι άστεγο. Όμως καλά θυμήσου
πως είναι τρισχειρότερο να ΄ν’ άστεγ’ η ψυχή σου.
Εγώ δεν ξεπουλήθηκα κι είμαι ευτυχισμένος
που με αξιοπρέπεια θα πέσω πεθαμένος».
-.-
Δεν δάκρυσα. Τον φίλησα. Με φίλησε. Δυο κόσμοι.
Οπού μαζί ξεκίνησαν κι αλλού γι’ αλλού βρεθήκαν.
Και να! Κάποια Χριστούγεννα, ξανασυναντηθήκαν…
-.-
Στο γιορτινό τραπέζι μας τα πάντα πλούσια ήταν.
Όμως εγώ ντρεπόμουνα τα πλούτη μου να φάω.
Να φάω. Αλλ’ εκείνος ‘κεί  Αιόλου και Λυκούργου;
Ο φίλος μου από τα παλιά, ο φίλος ο γενναίος;
Ο Άνθρωπος που έμεινε Άνθρωπος ως το χώμα,
Χριστούγεννα ανήμερα με αδειανό το στόμα;
Τον πρόδωσα και πλούτισα κι εκείνος μ’ ένα βλέμμα
μου ‘δωσε και κατάλαβα το άθλιό μου ψέμα.
Μπουκιά δεν εκατέβηκε στο θλιβερό κορμί μου.
Πόσο φτηνά πουλήθηκε στο δαίμονα η ψυχή μου!

Γιώργης Π. κ-Δρυμωνιάτης