Ανατολές κοίταζε κι ηλιοβασιλέματα,
μοναχοδρομώντας στ’ άδηλο της ουσίας.
«Κατά βάση είμαι ακοινώνητος», έλεγε,
ο περιπλανώμενος ανά τους αέρηδες
και τις θύελλες κι ανά τ’ άνθη , τ’ άσπρα
και τις οξείες όλες της μοναξιάς.
Του άρεσε
να δείχνει το πρόσωπό του στη θάλασσα,
τα μάτια του στον Ήλιο,
τα ξυπόλητα πόδια του στο χώμα του ύπνου του.
Δεν ήθελε πολλά πολλά με τους πολλούς ανθρώπους.
Κι αλήθεια,
πως να συγκριθούν αυτοί με τους αέρηδες,
με τις θύελλες, με τις θάλασσες, με τον Ήλιο,
με τ’ άνθη τ’ άσπρα της μοναξιάς;
Στις λεπτομέρειες, οι άνθρωποι
χάνουν κατά κράτος, έλεγε. Δεν είναι άνθη, δεν είναι.
Ακανθόκηποι είναι οι κοινωνίες τους, έλεγε.
Κι αρέσκονταν η ύπαρξή του να ομοιάζει
ως ένα άγριο και απαλό μοναχικό λουλούδι.
Ανατολές που κοίταζε κι Ηλιοβασιλέματα
μοναχοδρομώντας στο ευτυχές,
αν κι ευτελές, -κατά τη γνώμη των πολλών-,
διάνυσμα του ενός.
Στα όρια τ’ ασύνορα
της πανταπανελεύθερης μιγαδικής μονάδας
τούτος πλανιότανε.
Ζωάκι όμορφο ανάμεσα στα ζώα της γης.
ΓΙΩΡΓΗΣ Π. ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ
Από τη συλλογή "Μόνος στην οδό Δρυμώνος"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου