...και περπατούσε όλη τη νύχτα
μέσα στο κόκκινο το σκοτάδι του
κι ερχόταν ο Άδης του
να ξενυχτήσει
δίπλα στο χάδι του
που αέρα θώπευε
και λάθρα άγγιζε
φεγγαρίσιου φωτός αφή.
Κι όσο κι αν σκόπευε
τον έρωτά του να ξαναβρεί,
κενό αναμόχλευε.
"Όταν σκοτώνεις κι αν μετανοιώνεις,
μην περιμένεις ν' αναστηθεί",
του έλεγε ο Γκιώνης
περί την λύπη του περιφερόμενος.
Με τα μεγάλα φωσφόρα μάτια του ,
τα ευφυή,
φονέα τον έβλεπε.
Εξ αμελείας; Εν
βρασμώ ψυχής;
Τι σημασία; Όμως φονέα.
Και του τραγούδαγε
'κείνο το κλάμα το υπερκόσμιο,
των Ερινύων το τραγικότατο μακρυκλάμα
που ο ακροτελεύτιος στίχος του,
άτεγκτος, πρόσταζε κι έλεγε:
"Πνίξου χαμένε, ειδεχθή
ερωτοκτόνε εγωιστή.."
...και περπατούσε όλη τη νύχτα
μέσα στο κόκκινο το σκοτάδι του.
Στ' άλικο αίμα του έρωτά του
σιγοπνιγόταν,
κι ίσως ν΄αρέσκονταν
στο τέλος-τέλος που θα χαθεί.
Αργά μετανοιωμένος,
σιγά-σιγά χανόταν στο αίμα μέσα
του σφάγιου έρωτα,
χωρίς το εγώ του καθόλου
τώρα
να τον χειραγωγεί.
Εν βρογχοφόρα
ώρα νυκτός αξημέρωτης,
ο ερωτοκτόνος εγωιστής,
δεν ξημερώθηκε, ο δυστυχής...
ΓΙΩΡΓΗΣ Π. ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ
Από την "Μόνος στην οδό Δρυμώνος"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου