ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΚΗΠΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
O χρόνος, ο χαζορολογάς, τα ρολόγια μ' όλα έχει χαλάσει. Ένα μόνο ρολόι που χτυπάει τικ-τάκ

είν' η καρδιά μου, που μετράει την αγάπη που πετάει στα όνειρά μου.

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣE ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΕΝΤΩΣΟΥ, Ω ΨΥΧΗ ΜΟΥ, Ν' ΑΨΗΛΩΣΕΙΣ ΤΡΕΙΣ ΠΟΝΤΟΥΣ,ΚΑΛΟΤΥΧΗ!







Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

Ο γέρος και η Άνοιξη



Ο γέρος και η Άνοιξη.

Μπορεί να ήταν εβδομήντα πλάς, αλλά ήταν παιδαράς. Έτσι τουλάχιστον νόμιζε. Του εμφανίστηκε, που λέτε, ένα βράδυ η Άνοιξη στο φεϊσμπούκιον. Αυτοπροσώπως! Πλάσμα θεϊκόν! Εξαίσιον! Δεν χόρταινε να κοιτάει τις φωτο της. Πρόσωπο ηλιόλαμπρο! Χείλη σαρκώδη και χυμώδη, σαν ώριμο μάγκο! Μάτια ως προσάναμμα αμφιφλεγόμενο. Μαλλιά ξανθά, ως τους γλουτούς κρεμασμένα! Κι από σώμα! Ουάου! Σ' εκείνη τη φωτογραφία με το εφαρμοστό παντελόνι! Ουάου, ώρες είχε σταθεί και την ξάνοιγε έκθαμβος. Αμέ στην άλλη με το μίνι ως τον αφαλό! Ημερονύχτιασε κι εκεί, ο αμάραντος γέρος.
«Θαυμάζω το θαλερό πρόσωπό σας», του έγραψε στο μέσεντζερ εκείνη , αμέσως μόλις έκανε αποδεκτό το αίτημα φιλίας, που της είχε στείλει. Κι αυτός ο καημένος, ο εβδομήντα πλας, άστραψε σαν φλας, από τη χαρά του.
Ανοιξούλα Κουλοπόδη ήταν τ' όνομά της. « Ευδοξία με λένε, αλλά με φωνάζουν Άνοιξη», του έγραψε και η ηλικία τής Άνοιξης φανερότατη , από την ημερομηνία γέννησης που είχε γραμμένη στο προφίλ της, δήλωνε πως ακόμα δεν είχε κλείσει τα τριάντα πέντε.
Τρελάθηκε ο παππούς. Πάντα ονειρευότανε επαφή με Άνοιξη, τουλάχιστον τριάντα Μαϊων μικρότερή του, διότι του είχαν πει κάτι φίλοι του, ότι και νεκρούς ανασταίνει ένα καλό μωρό.
Τη δεύτερη μέρα επικοινωνίας τους, του μίλησε στον ενικό:
- Ιωακείμ μου, αυτό είναι το τηλέφωνό μου, 69 69 …669 , όποτε θες πάρε με να κανονίσουμε να πιούμε κάνα ούζο και να γνωριστούμε καλύτερα.
Ο Ιωακείμ, όπως καταλαβαίνετε, απολωλάθηκε. Μωρέ και ούζο και τσίπουρο και σπίρτο θα πιω εγώ μαζί σου. Ανέβασε και μια φωτο με την γυαλιστερή του Μερσεντές, όρθιος δίπλα της, σαν κολώνα της ΔΕΗ, διότι του είχαν πει , οι ίδιοι φίλοι του, ότι οι Μερσεντές ανεβάζουν πολύ τη λίμπιντο στις νεαρές γυναίκες.
Την τρίτη μέρα το μεσημεράκι τσουπ το τηλέφωνο:
- Ανοιξούλα μουυυυ, ο Ιωακείμ είμαι. Έτοιμος για όλα! Πότε θα σε δω;
- Πέντε το απόγευμα έξω από το Τιτάνια, άγγελέ μου! Έτοιμη για όλα!
Η κυρά του είχε ετοιμάσει τραπέζι, αλλά αυτός πού όρεξη για φασολάδα… Έχω ένα ραντεβού το απόγιομα, με κάτι αντιπροσώπους από την Ιταλία, θα φάμε έξω, της είπε. Να μην πας, του έβαλε χέρι, οι Ιταλοί έχουν κορωνοϊό κι είσαι γέρος. Γριά είσαι συ, της αγρίεψε και χώθηκε όλος μέσα στην μπανιέρα να καθαριστεί καλά. Έβαλε κι αρωματικά έλαια και σαπούνιζε καμιά ώρα το εργαλείο να γίνει λαμπίκο. Του κουβέντιαζε κιόλας…. ε ρε γλέντια Γιακουμή μου… ( Γιακουμή τον έλεγε, αλλά δεν ξέρω γιατί), ε ρε χαρές λεβέντη μου σήμερα! Του μιλούσε κι ήταν αναστατωμένος, σαν έφηβος που ετοιμάζεται για το πρώτο του ραντεβού με γκομενίτσα. Καλού κακού βέβαια, επειδή είχε και το γνώθι σαυτόν, κατέβασε και ενάμισι χάπι βιάγκρα, σου λέει η τριανταπεντάρα θα θέλει χορταστικό σκορ, μην μείνουμε στο 1-0.
Στις τέσσερις ακριβώς μπήκε πάλι στο μέσεντζερ για να επιβεβαιώσουν το ραντεβού τους.
- Θα σε γνωρίσω, μη στεναχωριέσαι, ώρες έχω κάτσει να χαζεύω τις φωτογραφίες σου, Ανοιξούλα μου, θα σε γνωρίσω αμέσως, της έγραψε, αλλά αυτή ήθελε να είναι σίγουρη, ότι θα την γνωρίσει.
-Δια πάν ενδεχόμενο, Ιωακειμάκο μου, θα κρατάω ένα κόκκινο μαξιλαράκι σε σχήμα καρδιάς επάνω στο στήθος μου.
-Κι εγώ θα κρατώ κόκκινα τριαντάφυλλα, Ανοιξουλίτσα μου.
Πέντε παρά τέταρτο ήταν ήδη στημένος έξω από το Τιτάνια και ονειρευόταν τα περαιτέρω. Το κεφάλι του γύριζε σαν περισκόπιο. Από βοριά θα ρθει; Από νοτιά; Τεράστια αγωνία είχε και μια φούντωση , άλλο πράμα. Δεν χωρούσε στο παντελόνι του!
Κι εξαίφνης, εκεί που γύριζε το περισκόπιο, βλέπει από την μεριά τού μετρό της Πανεπιστημίου να κατηφορίζει ένα βαρέλι με ένα κόκκινο μαξιλαράκι στο στήθος.
-Κοίτα να δεις σύμπτωση , σκέφτηκε, να κι άλλη με κόκκινο μαξιλαράκι στα βυζιά.
Αλλά πριν καλά καλά προλάβει να σκεφτεί τα περί σύμπτωσης, ορμάει το βαρέλι καταπάνω του.
- Ιωακειμάκο μου, Θεέ μου, πόσο πιο όμορφος είσαι στην πραγματικότητα!!!!
Ο Ιωακειμάκος τα έχασε, κόντεψε να του ρθει κόλπος. Αυτή ήταν πάνω από εξήντα πέντε, τεραστίων διαστάσεων, στις ρίζες άσπρα τα μαλλιά και τα υπόλοιπα ξανθά, αλλά μισομαδημένα, με κάτι μπαλκονάρες μπροστά, σαν του Μεγάλη Βρετάνια. Ανοιξούλα είναι αυτή ή καταχείμωνο; σκέφτηκε. Τον απογοήτευσε κεραυνοβόλα η δική της πραγματικότητα.
- Δε …δε…δε με λένε Ιωακειμάκο , ψέλισε και πήγε να φύγει, αλλά η Ανοιξούλα τον γράπωσε από το σβέρκο…έχεις και χιούμορ πονηρούλη, σιγά μην δεν σε λένε Ιωακειμάκο! Ξαναορμά και του καθίζει μία δαγκωνιά στο στόμα.
-Ετοιμάσου να πεθάνεις από σεξ! του λέει.
Ο κακομοίρης ο Ιωακείμ χέστηκε απάνω του, χτυπιότανε σαν ψάρι, βαρούσε το κεφάλι του στα μπαλκόνια , ετοιμοθάνατος ένιωθε όντως.
-Παναγία μου, τι ενδεχόμενο ήταν τούτο με το μαξιλαράκι, έλεγε μέσα του και πάλευε να γλιτώσει.
Φαίνεται πως η απελπισία δίνει τεράστια δύναμη στον άνθρωπο και στον Ιωακείμ πραγματικά τεράστια τού έδωσε …δε ... δε…δε με λένε Ιωακειμάκο συνέχισε να φωνάζει και κάνει μία ταρζανιά, δίνει ένα σάλτο και της ξεφεύγει από τη μέγγενη των χεριών της, πετάει τα τριαντάφυλλα στον σκουπιδοτενεκέ και μην τον είδατε, γλακούσε σαν Λούης προς την Ομόνοια, να της ξεφύγει.
-Περίμενε, περίμενε, που πας; η Ανοιξούλα σου είμαι, η Ευδοξία από το φέισμπουκ, η φίλη σου που με ήθελες, περίμενε Ιωακειμάκο μου.
-Δεν σε ήθελα εγώ, άλλος ήταν, έλεγε αυτός και πήγαινε με χίλια.
Ο καημένος ο Ιωακείμ, γλίτωσε τελικά. Αλλά, βλέπετε, είχε πάρει προκαταβολικά και το ενάμισι χάπι βιάγκρα κι αυτό επέδρασε άγρια, πριαπισμό είχε πάθει, πήγε κι εχώθηκε στις δημόσιες τουαλέτες κι έκανε δυόμισυ ώρες να βγει από εκεί. Σκορ 10-0.
Γύρισε αργά στο σπίτι κι έφαγε όλη τη φασολάδα του κι ύστερα μπήκε πάλι στο μπάνιο κι όπως έπλενε πάλι το εργαλείο της χειρωνακτικής …αχ ρε Γιακουμή, τι ήταν τούτο που πάθαμε σήμερα, του έλεγε, τί σου είναι η εικονική πραγματικότητα σε τούτο το μπουρδέλο που ζούμε! Ακούς εκεί Ανοιξούλα, η Ευδοξάρα! Σαν δεν με κατάπιε το τέρας!
Οι φίλοι του, που γελάστηκε και τους είπε το χουνέρι που έπαθε, του γράψανε ρίμα και του την απήγγειλαν ομαδικά:
Άνοιξη , κυρά Άνοιξη , με το δροσάτο αγέρι,
τι του ‘καμες του γέροντα και ρόζιασε στο χέρι;
Ακούς εκεί η κοπελιά, που έλεγε πως τον θέλει,
να είναι εκατό χρονώ και στρογγυλό βαρέλι!
Καημένε γέρο Ιωακείμ, ό,τι πολύ ποθούμε,
ούτε στον ιντερνόκοσμο εύκολα θα το βρούμε.
Η Άνοιξη σε γέλασε και τον χειμωνανθό σου
σ’ άφησε και τον μάρανες έρμος και μοναχός σου.
Αυτά παθαίνει όποιος ζει στο ψέμα της οθόνης.
Στα δίνει όλα δωρεάν, μα τ’ ακριβοπλερώνεις!

Γιώργης Δρυμώ.

Ζητώ συγνώμη από τυχόν παχουλές κυρίες (που ειναι συνήθως ψυχούλες κιόλας) κι από τυχόν ζωηρούς γερούληδες ( κι αυτοί ψυχούλες είναι). Στόχος της σάτιράς μου δεν είναι ούτε το πάχος, ούτε τα γεράματα, αλλά το ψέμα ένθεν και ένθεν που υπάρχει γενικώς και εκτός της ιντερνετικής κοινωνίας βέβαια και από παλιά, μεταξύ οιωνδήποτε!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου